Υπάρχουν κάποιες xειµωνιάτικες νύχτες που τα πνεύµατα ησυχάζουν, νύχτες συννεφιασµένες, ακίνητες, λουσµένες στο απόκοσµο µαύρο που κυριαρχεί! Εγκυµονούν τη λύτρωση ως αυτοσκοπό που τελικά πάντοτε… εξάγεται µέσα από ιδιόµορφους λαβύρινθους τυραννισµένων ψυχών οι οποίες αναζητούνται αλλά και αναζητούν όλα όσα λαχταρά η… ανθρώπινή τους φύση!
Θα ’πρεπε να διαφεντεύει η σιωπή… δεν ισχύει…!
Υπάρχει ένας ήχος ανεπαίσθητος για όποιον θέλει να ακούσει το σύρσιµο του αέρα -και παραξενεύεται πώς µπορεί να συµβαίνει κάτι τέτοιο αφού την ίδια στιγµή τα φύλλα πάνω στα δέντρα κρέµονται νεκρά, ακίνητα! Γιατί ενδιάµεσα στα κλαδιά, ανάλαφρα αγγίζοντας τα φύλλα, µικρο-παλλόµενη η λύτρωση, αναζητά τους τόπους όπου κάποιοι την προσµένουν!
Μια τέτοια νύχτα -δηµιουργία θεϊκή- ‘‘ονειρευόταν’’ εκείνος, που ’χε ζήσει ως το µεδούλι όλα τ’ άλλα «τα άπαντα µιας ολάκερης ζωής» όπως του άρεσε να σκέφτεται! Μόνο η λύτρωση δεν είχε καταφέρει ποτέ να εισχωρήσει στην ολάκερη ζωή του! Σκεφτόταν τις αφορµές και τις αιτίες για τις οποίες δικαιούταν την έλευσή της και ήπια πια, καρτερικά σιγοµουρµούριζε συνεχώς την προσευχή που του είχε µάθει η µάνα του όταν ήταν ακόµη παιδί, ένα βράδυ σαν κι αυτό, ενός µακρινού Νοέµβρη!
Η προσευχή, η φιγούρα της µάνας του, η αίσθηση του φιλιού της πάνω στο κεφάλι του, η γλυκειά καληνύχτα της που ήχησε µες στο ‘‘είναι’’ του, όλο και σιγάνευαν τους κτύπους της καρδιάς του… Τέντωσε το χέρι του και άγγιξε το χέρι της, έξω από το παράθυρο ψηλά στον µαύρο ουρανό!
Χαµογέλασε και άφησε το χαµόγελό του να λάµψει την όψη του καθώς λυτρωνόταν…