» (Μήπως να την ξαναδούµε;)
Το 1985 το νεαρό τότε Πολυτεχνείο Κρήτης αναζητούσε λύσεις για την άµεση στέγασή του, µέχρι να προχωρήσουν οι απαιτούµενες ενέργειες για την τελική εγκατάστασή του στη µεγάλη έκταση στο Ακρωτήρι.
Πρώτοι Πρόεδροι της ∆ιοικούσας Επιτροπής υπήρξαν οι καθηγητές Περικλής Θεοχάρης και Θαλής Αργυρόπουλος, δυο σπουδαίες προσωπικότητες µε σηµαντική συµβολή στην παραπέρα πορεία του. Μέσα σε µια γενικότερη προσπάθεια που ήταν σε εξέλιξη τότε για την αναβάθµιση της παλιάς πόλης, είχε ξεκινήσει µια µεγάλη συζήτηση για τη σύνδεσή της παράλληλα µε τη σταδιακή εξέλιξη του νέου Ιδρύµατος. Μια πρώτη κίνηση ήταν η απόκτηση µιας σειράς από διατηρητέα κτήρια και χώρους στην παλιά πόλη και τη Χαλέπα. Η ανάµιξη της αρµόδιας τότε για την προστασία της παλιάς πόλης 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ήταν πολύπλευρη και οι συζητήσεις µε τους κορυφαίους αυτούς επιστήµονες και άλλους φορείς της πόλης συνεχείς. Τότε είχε τεθεί από την πλευρά της Εφορείας το θέµα της αξιοποίησης µιας µεγάλης οµάδας κτηρίων µε ιδιόρρυθµο ιδιοκτησιακό καθεστώς (ρυµοτοµούµενα, υποκείµενα σε αστικό αναδασµό, ανταλλάξιµα, «σχολάζουσες» ιδιοκτησίες, κ.λπ.), που ερειπώνονταν αφηµένα στην τύχη τους και αποτελούσαν ένα µεγάλο πρόβληµα.
Την ίδια εποχή ήταν σε εξέλιξη µια έρευνα για την επίλυση του οξύτατου προβλήµατος των αντιφάσεων ανάµεσα στον χαρακτηρισµό της παλιάς πόλης σε Ιστορικό ∆ιατηρητέο Μνηµείο και του σε πλήρη αντίθεση µε αυτό «Νέου Ρυµοτοµικού Σχεδίου» (Σχέδιο ∆οξιάδη), εξαιτίας του οποίου είχε συνταχθεί και η αξιόλογη, αλλά «άτυχη» «Μελέτη Ρωµανού-Καλλιγά».
Μετά από πολλές συζητήσεις, µε το 14/2-1-1985 έγγραφο της 13ης ΕΒΑ τέθηκε στο Υπουργείο Πολιτισµού το θέµα της αξιοποίησης των ιδιοκτησιών αυτών για τους σκοπούς του Πολυτεχνείου Κρήτης, όπως είναι η Φοιτητική Εστία, η στέγαση καθηγητών και υπαλλήλων µετά την αποκατάστασή τους, µέσα από κοινά Προγράµµατα των Υπουργείων Πολιτισµού, τότε ΥΧΟΠ, Παιδείας και Νέας Γενιάς.
Με τον τρόπο αυτό θα λύνονταν κάποια µακροχρόνια προβλήµατα, θα «έκλειναν δόντια που έλειπαν» και θα γινόταν τοπικά αποκατάσταση του διατηρητέου ιστορικού πολεοδοµικού ιστού, που είχε αρχίσει να «χάνεται» σε κάποια σηµεία από την εφαρµογή του νέου ρυµοτοµικού και του αστικού αναδασµού, αλλά κυρίως θα δινόταν µια νέα πνοή στην παλιά πόλη που ερηµωνόταν καθηµερινά εξαιτίας των κακών συνθηκών διαβίωσης ή είχε αρχίσει να στρέφεται προς τον Τουρισµό.
Θα έλεγα ότι η κατάληξη του εγγράφου ήταν «προφητική» σε σχέση µε όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν: «Με τις παραπάνω προτάσεις πιστεύουµε ότι δηµιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις τόσο για την εξυπηρέτηση του Πολυτεχνείου Κρήτης, όσο και για την αντιµετώπιση σε γενικότερα πλαίσια χρόνιων προβληµάτων της διατηρητέας παλιάς πόλης Χανίων µε ρεαλισµό. Επίσης αποτελούν ουσιαστική συµβολή στην αναβάθµισή της και την αποτροπή της µετατροπής της σε ένα τεράστιο τουριστικό κατάλυµα µε τις γνωστές καταλυτικές συνέπειες». Παράλληλα ξεκίνησαν από την Εφορεία εργασίες αποκατάστασης µιας σειράς από εγκαταλελειµµένα κτήρια απέναντι από τις παλιές Φυλακές, των οποίων είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία απαλλοτρίωσης και είχε προγραµµατιστεί η κατεδάφιση, σε εφαρµογή του νέου Ρυµοτοµικού για διεύρυνση της πλατείας Αγίου Τίτου. Στα κτήρια αυτά, που σώθηκαν την τελευταία στιγµή, στεγάζεται σήµερα η ΙΛΑΕΚ.
Με τη σύµφωνη γνώµη του Υπουργείου ξεκίνησε µια άτυπη έρευνα για την καταγραφή των κτισµάτων αυτών, η οποία δεν ολοκληρώθηκε, αφού είχε πλέον αποφασιστεί η άµεση µεταφορά του Πολυτεχνείου στο Ακρωτήρι και η εγκατάλειψη των διατηρητέων κτηρίων και της πόλης. Η κατάληξη είναι γνωστή, όσον αφορά στην κατάληψη της Μεραρχίας και την ατυχέστατη απόφαση για µετατροπή των τριών µνηµείων σε πολυτελή ξενοδοχεία. Έτσι το χρήσιµο αυτό σχέδιο δεν προχώρησε και χάθηκε άλλη µια ευκαιρία για την παλιά πόλη. ∆εν παραχωρήθηκε επίσης το κτήριο της Μεραρχίας, που δεν ήταν πλέον χρήσιµο για το Πολυτεχνείο, στο ΥΠΠΟΑ για τη στέγαση ενός µεγάλου Βυζαντινού και Λαογραφικού Μουσείου, στα πρότυπα του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης στο Ηράκλειο, η σηµασία του οποίου για την παλιά πόλη µετά και την αποµάκρυνση του Αρχαιολογικού, ήταν προφανής.
Τα παραπάνω δεν τα αναφέρω σαν «µνηµόσυνο» για πράγµατα που δεν έγιναν. Η πρόσφατη αξιοποίηση πολλών ερειπωµένων ιδιωτικών κτηρίων εξαιτίας του Airbnb, ανεξάρτητα από τη χρήση, ήταν η αφορµή ώστε πολλά από τα ερείπια που προκαλούσαν φόβο, να ενταχθούν και πάλι στη ζωή της παλιάς πόλης. Επίσης δεν γνωρίζω αν έχει γίνει κάτι τα τελευταία χρόνια, που να ανατρέπει ριζικά καταστάσεις του παρελθόντος στο ιδιοκτησιακό. Πιστεύω λοιπόν πως η προσπάθεια, που είχε συζητηθεί στο παρελθόν, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη µε διαφορετικούς βέβαια στόχους, όπως είναι πάντα το θέµα της (συµπληρωµατικής) Φοιτητικής Εστίας, της στέγασης καθηγητών ή άλλων υπαλλήλων σε µια πόλη όπου το πρόβληµα της εξεύρεσης στέγης λόγω του Τουρισµού είναι οξύτατο. Στην κατεύθυνση αυτή θετικές είναι οι πρόσφατες ρυθµίσεις για την αξιοποίηση παλιών κτηρίων για τον σκοπό αυτό.
Θα πρότεινα λοιπόν:
-Να προχωρήσει η διαδικασία της λεπτοµερούς καταγραφής όλων των προβληµατικών από κάθε άποψη ιδιοκτησιών της παλιάς πόλης (ρυµοτοµούµενα, ανταλλάξιµα, «σχολάζουσες» ιδιοκτησίες, επικινδύνως ετοιµόρροπα, κ.λπ.) και µε αξιοποίηση της Νοµοθεσίας να περιέλθουν στο Κράτος και εν τέλει στον ∆ήµο.
-Να αξιοποιηθούν µέσω Προγραµατικών Συµβάσεων και µε τη συνεργασία των εµπλεκοµένων, πάσης φύσεως Προγράµµατα για την αποκατάστασή τους, προκειµένου να διατεθούν στη συνέχεια µε κοινωνικά κριτήρια ή ακόµη και να αποτελέσουν τη βάση για µια επιχειρηµατική δραστηριότητα του ∆ήµου.
Έτσι θα «κλείσουν πληγές» που προκλήθηκαν από µια απαράδεκτη επί δεκαετίες διαχείριση και θα υπάρξει σηµαντική αποκατάσταση του µνηµείου, παράλληλα µε την επίλυση σοβαρών προβληµάτων στέγασης, ενώ θα ανακοπεί σε ένα βαθµό η αλλοτρίωσή του και η εγκατάλειψη από τους µόνιµους κατοίκους.
* Ο Μιχάλης Ανδριανάκης είναι Αρχαιολόγος.