Ηταν μεγάλη η χαρά μου όταν έβλεπα τους μεγάλους με τους παππούδες και τις γιαγιάδες να λένε και να ξαναλένε τα παλιά και τα καινούργια που σημάδευαν μέρες και χρόνια της ζωής. Κάθε τους λέξη γράφονταν στο βιβλίο του μυαλού μου χωρίς να παραλείπεται ούτε λέξη. Από τ’ ακούσματα των θησαυρών των λέξεων της Κρητικής γλώσσας των σεβάσμιων εκείνων ανθρώπων, όταν η μνήμη αρχίζει να φωτογραφίζει και να ξανατυπώνει εκείνες τις φωτογραφίες των αναμνήσεών μου, ακούγονται μελωδικά να μου υπαγορεύουνε και να κυλούν σαν το ολόδροσο νεράκι της πηγής.
Εποχές νοσταλγικές, ομορφιές γλυκές, με σκληρές και πονεμένες στιγμές βιώνουν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Η μοίρα, τους υφαίνει και τους ξυφαίνει πολλά, γεμίζοντάς τους πολλών των λογιών εμπειρίες. Πολλά ακούσματα και βιώματα της ζωής μου, μου ωρίμασαν την σκέψη μου και την οδηγούν, τις περισσότερες φορές,σε σωστούς χαρακτηρισμούς για στράτες και μονοπάτια δύσκολα που διαβαίνω, γεμάτη ανησυχίες.
Ενα βράδυ, οι αείμνηστοι Βασίλης Καλαντζάκης με τη σύζυγό του Κατίνα, μας αποσπέριζαν στο Κουφαλωτό Καντάνου. Εκτός των άλλων αξιόλογων που μου διηγήθηκε, ήταν και δύο ιστορίες που με συγκλόνισαν περισσότερο. Αυτή που θα περιγράψω σήμερα, είναι ακριβώς όπως την άκουσα από τον ίδιο που μου τη διηγόταν με ζωντανές εκφράσεις, ξαναζώντας εκείνες τις μαύρες στιγμές τσι ζωής του, ο Καλαντζοβασίλης.
Είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Σε μια περιοχή πολύ μακριά στα βάθη της Τουρκίας. Σαν αιχμάλωτο πολέμου, τον καταδίκασαν για να μην ξαναδεί ποτέ τον ήλιο της Ελλάδας και πολύ περισσότερο τσι ομορφιές τση Καντάνου. Τον είχαν βάλει στη θέση του αλόγου ή του βοδιού και όργωνε τη γη, από ήλιο σε ήλιο με ελάχιστη τροφή σαν να ήταν ζώο.
Εφηβος Τούρκος, που είχε ένα μαστίγιο στο χέρι του, που έπεφτε στο κοκαλιασμένο ντου κορμί ανελέητα, τις στιγμές που αγκομαχούσε και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Τότε το χλιμπάτσι έπεφτε χωρίς στεμό στο πληγιασμένο ντου κορμί.
– Απογοητευμένος Μαρία μου, και αποζητώντας την τελειωτική μου λύτρωση από τα αβάσταχτα μαρτύρια της αιχμαλωσίας, του γάηρα με όση δύναμη μου έδωκε ο Θεός ένα στραβοπαλαμίδι που τον έκαμε να πέσει κουλουντρουμιστός χάμες… Ο Θεός όμως τους καθοδήγησε να με πάνε σε φυλακές που εκεί θα με περίμενε ο σίγουρος θάνατος που θα με λύτρωνε από τα αβάσταχτα βασανιστήρια της αιχμαλωσίας, απού ένα άδικο πόλεμο τσι πατρίδας μου. Πριν την εκτέλεσή μου, με δώσανε σ’ ένα Τούρκο αξιωματικό να με επιτηρεί, ανώτερο σε βαθμό. Απού εκείνη τη στιγμή ανοίξανε οι ουρανοί και μου ‘ριξε ο Θεός μπροστά μου το σωτήρα άγγελό μου. Με το που του βγύρισα, η όψη ντου μαλάκωσε κι ένιωσα τη καρδιά μου να σιγοχτυπά και να φτερουγίζει νοσταλγικά. Εθόρουνα όχι ένα Τούρκο μπροστά μου παρά έναν άλλο άθρωπο που μ’ έκαμε να του ανοίξω τη ψυχή μου και τη καρδιά μου, γιατί μου μίλιε κι ευτός Κρητικά, όπως του μίλουνα κι εγώ. Η μαθιά ντου εχάνουντανε νοσταλγικά στιγμές – στιγμές χωρίς να βγάνει άχνα.
– Το κατέεις πως μου θυμίζεις πολλές παλιές καλές εποχές μα και μ’ ανοίγεις πολλές λαβωματιές;
Οι αναμνήσεις απούχε φαίνεται ο Τούρκος αρχίξανε να στριφογυρίζουνε στη κεφαλή ντου. Οπως μου εμπιστεύτηκε μετά, ο πλούσιος καθαρός αέρας της Καντάνου που είχε ρουφήξει ελεύθερος, του μαλακώνανε το νου, τον ηρεμίζανε και του ξυπνούσανε πολλά παλιά γλυκά χρόνια, απού τσι ομορφιές τσι φύσης και των Καντανιωτών εκείνουνα του παλιού καλού καιρού που είχε ζήσει. Μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών που εγίνηκε και τσοι σημάδεψε βαθιά κι απού τσι δυο μπάντες, ανεξίτηλα και νοσταλγικά.
Αφού μας επέρασε η πρώτη συγκίνηση στα ξαφνικά μου λέει: Στο Τριγώνο στο… σπίτι ποιοί κάθουνται; Εκείνονά είναι το γονικό μας σπίτι… Εχει ακόμης στην αυλή το γιασεμί με το αγιόκλημα; τον κήπο με τσ’ αμουσκλιές στην άκρα; και το λιόφυτο στη κάτω μπάντα; Εγώ εκειά γεννήθηκα και μεγάλωσα με το ζόρε, ετότεσας με φέρανε έπαε. Ας όψουνται οι αίτιοι για όσα εγινήκανε και μας σε καταστρέψανε κι εσάς κι εμάς, χωρίς να φταίμε.
Ο νους μου στο Τριγώνο δε σταματά να κλωθογυρίζει μέρα νύχτα. Εδά που θα σε στείλω οπίσω να μου τσοι χαιρετά ούλους, έναν έναν τσοι γειτόνου μας. Εγώ θα σε σώσω γιατί κατέω πως δε φταίεις εσύ σε πράμα. Μα σε καταντούνε πρόσφυγγες και διακονιάρηδες και μας σε σκοτώνουνε άδικα με εδά πολέμους που κάνουνε κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς να βγαίνει κιανένας κερδισμένος.
Εκείνοσας Μαρία μου ο άγιος άθρωπος μ’ έσωσε το πώς; δεν το κατέω. Κατέω όμως πως εγάηρα, επαέ, όμως φορτωμένος μ’ ένα σωρό προβλήματα στην καρδιά, τη ψυχή και το κορμί που είδα κι έπαθα να τα ξεφορτωθώ.
Γιάντα, γιάντα να μαρτυρήσω εγώ, ετσά λογιός χωρίς να φταίω; Εγάηρα στην Κάντανο μόνο με τη πνοή μέσα σ’ ένα κοκαλιασμένο κορμί, απούχε μια κούφια καρδιά, και μια ψυχή γεμάτη πληγές που με πονούνε και δε γιατρεύουνται ποτές όπως κι ανέ τσι βαϊλίζω.