ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΧΡΟΝΑ του Πολυτεχνείου (1973-2003), ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε το τρίτομο έργο του “Πού να βρω την ψυχή μου” (εκδ. Λιβάνη), στις σελίδες του οποίου (50-68) σημειώνει: «Οι πρωτοπόροι φοιτητές που ζούσαν πάνω στο πετσί τους το σκληρό νόμο της δικτατορίας, βρήκαν τελικά τη μεθοδολογία για να μαζικοποιήσουν το κίνημα κατά της χούντας.
Εγκατέλειψαν την αντίσταση της φράσης. Εγκανίασαν και εφάρμοσαν μέσα στη ζωή την αντίσταση της πράξης. Μιλώντας για τα αιτήματα των φοιτητών έφτασαν γρήγορα στα αιτήματα του λαού (…) Όταν βρέθηκαν κλεισμένοι όλοι μαζί μέσα στο Πολυτεχνείο, τότε λειτούργησαν ως γνήσιοι εκπρόσωποι του λαού και βάλθηκαν να ιεραρχήσουν και να προβάλουν τα ιδανικά τους.
Όμως την ίδια στιγμή ένιωσαν παγιδευμένοι. Όχι φυσικά από τα τανκς, αλλά από τη σκληρή ιστορική συγκυρία, που τους καταδίκαζε να είναι οι εκφραστές ενός αντιστασιακού ιδανικού, που όμως δεν είχε θεμέλια και δυνατότητες για να επιβληθεί (….) Γι αυτό το λόγο ακριβώς, τόσο η επίσημη αντίσταση, όσο και η συγκεκριμένη ηγεσία, όχι μόνο ήταν απούσες από το χώρο του Πολυτεχνείου, αλλά βρίσκονταν σε αντίθεση με την κυριαρχούσα ιδεολογία του (…) Για την αντίσταση το Πολυτεχνείο ήρθε αργά. Γιατί εκείνη είχε χάσει το τρένο. Γιατί το Πολυτεχνείο ήταν πολύ νωρίς μια λαϊκή εξέγερση. Δεν υπήρχε καμιά πολιτική προετοιμασία και οργανωτικη δυνατότητα. Όλα βρίσκονταν στα σπάργανα».
ΚΑΛΟΝ είναι, λοιπόν, τα κόμματα -κυρίως τα “αριστερά”- που διαγκωνίζονται στο ποιο θα φανεί πιο συμμετοχικό στους αγώνες του Πολυτεχνείου, ας ξαναδιαβάσουν την άποψη ενός βαθιά σκεπτομένου ανθρώπου και πραγματικού αριστερού, του Μίκη Θεοδωράκη. Κι ας αναλογιστούν, ως πού έφτανε ο πραγματικός τους αγώνας τότε (αν υπήρξε τέτοιος!), κι ως πού τραβάει η καπήλευση του γεγονότος σήμερα.