Περιμένω στην ουρά σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας για να πληρώσω το λογαριασμό μου.
Δεξιά μου γιγαντοοθόνες που διαφημίζουν τα προϊόντα της εταιρίας. Μπροστά μου και πίσω, καμιά δεκαριά συνολικά άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ενδεδυμένοι κατάλληλα για μια καλοκαιρινή χανιώτικη πρωία, αδημονούν. Ξαφνικά, με διακατέχει μια περίεργη αίσθηση. Μια σκέψη αρχίζει να γεννάται στο μυαλό μου. Ότι όλη αυτή η «σύμβαση» η οποία με περιβάλλει, εμπεριέχει κάτι το παράλογο, κάτι το εντελώς αφύσικο. Με καταλαμβάνει η πεποίθηση ότι, αν κάποιος εκτός πλαισίου χρονικού ή κοινωνικού, ήταν δυνατόν απροκατάληπτος και ανενημέρωτος, να παρακολουθήσει τη σκηνή, δεν θα έβγαζε κανένα απολύτως νόημα. Το να τρώει για παράδειγμα κανείς ή να κοιμάται είναι απολύτως φυσιολογικές δραστηριότητες. Ισχύει όμως το ίδιο με το να στέκεις ο ένας πίσω από τον άλλο και στο τέλος να ανταλλάσσεις χαρτάκια -λογαριασμοί και χρήματα ονομάζονται- με κάποιον άγνωστο; Και επειδή η μια σκέψη δεν είναι ποτέ αρκετή, συνεχίζω τον συνειρμό και με άλλες!
Τι θα γινόταν αλήθεια αν ένας πολίτης δεν ήθελε πια να πληρώνει τους λογαριασμούς του, αλλά αποφάσιζε να ζήσει χωρίς ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας, διεύθυνση μόνιμης κατοικίας, οριοθετημένη εργασία; Αν ήθελε να γίνει α- πολίτης, όχι επειδή χρωστάει στην εφορεία ή γιατί σχεδιάζει, πίσω από τη μάσκα της ανωνυμίας, κρυφά από το σύστημα, να πραγματοποιήσει κάποια απάνθρωπη εγκληματική ενέργεια. Ούτε επειδή δεν διαθέτει πλέον σώας τας φρένας, όπως θα υπέθεταν πολλοί. Αλλά γιατί απλά επιθυμεί να βιώσει το πιο ουσιώδες, αλλά και προφανώς πιο ακραίο συναίσθημα, το να είσαι αποκλειστικά και μόνο ένας ελεύθερος άνθρωπος. Ελεύθερος όχι γιατί δεν είναι έγκλειστος σε φυλακή, παγιδευμένος στο σκοτεινό κελάρι κάποιου παρανοϊκού ή κοινώς με την έννοια του αδέσμευτου, του απαλλαγμένου π.χ. οικογενειακών υποχρεώσεων. Σε ποιό ανώτατο διεθνές δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έπρεπε άραγε να προσφύγει ένας άνθρωπος προκειμένου να διεκδικήσει το ύψιστο αναφαίρετο δικαίωμά του, αυτό της ουσιαστικής, εγγενούς και απόλυτης ελευθερίας, όπως αυτή που μπορεί και απολαμβάνει απρόσκοπτα κάθε άλλο ταπεινό μέλος του ζωικού βασιλείου;
Μπαίνω στον πειρασμό γυρίζοντας στην οικία μου, να αρχίσω να τηλεφωνώ σε γνωστούς μου δικηγόρους για να ρωτήσω αν υπάρχει προβλεπόμενη νομική διαδικασία- διαδικασία ανθρώπινης χειραφέτησης- ή έστω να κάνω μια αναζήτηση στο διαδίκτυο για να δω αν υπάρχει ιστορικό σχετικών περιπτώσεων. Στο εν τω μεταξύ όμως, η σειρά μου πλησιάζει επικινδύνως. Δεν διαθέτω άλλο «νεκρό» χρόνο για να τον σπαταλήσω σε ονειροβασίες, αμπελοφιλοσοφίες και ασυνάρτητες σκέψεις. Οφείλω να επιστρέψω στην πραγματικότητα επειγόντως. Δίνω την κάρτα μου στον ταμία, πληρώνω τον λογαριασμό και φεύγω…