ΜΕ ΤΟΥΣ Θ. ΠΕΤΡΟΥ – Γ. ΠΑΛΑΒΟΣ – Τ. ΖΑΦΕΙΡΙΑ∆ΗΣ
Οι Θανάσης Πέτρου, Γιάννης Παλαβός και Τάσος Ζαφειριάδης, δηµιουργοί του κόµικ «Το Πτώµα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press, µιλούν στο «Μολύβι – µελάνι» για τη συνεργασία τους, µε αφορµή την επανακυκλοφορία του… «πτώµατος».
Οι δηµιουργοί θα παρουσιάσουν το βιβλίο τους το Σάββατο 28 Σεπτεµβρίου, στις 17:00 στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης και παράλληλα θα εισηγηθούν δύο δωρεάν εργαστήρια στο πλαίσιο του 8ου Chaniartoon International Comic & Animation Festival.
Συναντηθήκατε στο κόµικ «Γρα-Γρου» και ακόµη πιο πριν στο κόµικ «Πτώµα» που επανακυκλοφόρησε φέτος. Τι κάνει αυτή τη συνεργασία δυνατή; Ποια στοιχεία του καθένα σας νιώθετε πως εµπνέουν τον άλλον;
Θ.Π.: Η γνωριµία µου µε τον Τάσο προέκυψε µέσα από τον χώρο των κόµικς, όταν εγώ δούλευα στο «9» της Ελευθεροτυπίας. Γνωριστήκαµε µε τον Γιάννη όταν προέκυψε η ιδέα της συνεργασίας των τριών µας για το «Πτώµα», το οποίο να σηµειώσω ότι ήταν η πρώτη τόσο µεγάλη δουλειά µου. Το ότι ταιριάξαµε και συνεργαστήκαµε δύο φορές είναι απόρροια πολλών παραγόντων. Ταιριάζουν τα γούστα µας σε αρκετά πράγµατα, σε βιβλία, µουσικές, ταινίες, έχουµε έναν κοντινό αισθητικό κώδικα. Βέβαια, νοµίζω µετράει και το γεγονός ότι είµαστε και οι τρεις Βορειοελλαδίτες, οπότε έχουµε κοινές παραστάσεις όσον αφορά το κλίµα και την ατµόσφαιρα που επικρατεί γενικώς στα µέρη µας. Με ιντριγκάρει πάντα η λοξή, θα έλεγα, µατιά που έχουν και οι δύο στον τρόπο που αντιλαµβάνονται στοιχεία και λεπτοµέρειες γύρω µας και τους δίνουν µορφή σε ένα γραπτό κείµενο. Το να θέλεις να συνεργαστείς µε κάποιον είναι η απαρχή. Οι συνεργασίες ευδοκιµούν και τελεσφορούν εφόσον υπάρχουν κοινοί στόχοι και κοινές αντιλήψεις, διαφορετικά τζάµπα θα παιδευτείς.
Τ.Ζ.: Είµαστε φίλοι, γνωριζόµασταν από πριν και νοµίζω οι κοινές αναφορές σε αναγνώσµατα, µουσικές κ.λπ. είναι σηµαντικές τελικά και για την καλλιτεχνική συνεννόηση. Υποψιάζοµαι ακόµα ότι παίζει κάποιο ρόλο και η κοινή καταγωγή από Βόρεια Ελλάδα, αν και δεν µπορώ να το εξηγήσω ακριβώς µε λόγια. Πρέπει να πω ότι τέτοια εγχειρήµατα στην Ελλάδα πολύ σπάνια χρηµατοδοτούνται, συνεπώς αν δεν νιώθεις καλά µε τους συνεργάτες σου, τότε δεν είναι ούτε η διαδικασία ούτε το αποτέλεσµα ικανοποιητικό -εφόσον δεν υπάρχει πίεση «άνωθεν», το κίνητρο είναι πρακτικά κυρίως «εσωτερικό».
Γ.Π.: Η συνεργασία µας βασίζεται στη φιλία και στο κοινό µας βλέµµα. Με τον Θανάση και τον Τάσο εκπέµπουµε σε διαφορετικές συχνότητες, οι σταθµοί µας όµως παίζουν παρόµοια µουσική και οι εκποµπές µας εκφράζουν συγγενή άποψη για τα πράγµατα. Και για τα δυο κόµικς δουλέψαµε µε τον ίδιο τρόπο: σαν να είµαστε µέλη µιας µπάντας –ένας στην κιθάρα, άλλος στο µπάσο, ο τρίτος στα τύµπανα– ή, ακόµα καλύτερα, σαν µέλη ενός τζαζ τρίο – ο καθένας, ως έκφραση της δικής του προσωπικότητας, έπαιζε τη δική του παραλλαγή ενός κοινού µοτίβου, ακολουθώντας δικούς του δρόµους (ακόµα και παίζοντας σκοπίµως φάλτσα ενίοτε), όµως και οι τρεις εκδοχές συνέκλιναν τελικά στην υπηρεσία ενός κοινού µουσικού κοµµατιού, το οποίο αποτυπώνει µεν τη συµβολή του καθενός, αλλά ως σύνολο είναι κάτι υπέρτερο από το απλό άθροισµα των τριών.
Πόσο µακριά βρίσκεται η συγγραφή ενός διηγήµατος από τη συγγραφή ενός σεναρίου κόµικ;
Γ.Π.: Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά εγχειρήµατα. Και στις δυο περιπτώσεις έχεις να αφηγηθείς µια ιστορία, και προφανώς κάποια πράγµατα είναι κοινά – έχεις χαρακτήρες, πλοκή, αιφνιδιασµούς, πρέπει να βρεις ένα ενδιαφέρον τέλος και, κυρίως, πρέπει µε κάποιον τρόπο να παράγεται και να κοινωνείται νόηµα, βλέµµα και συγκίνηση. Μόνο που στην περίπτωση ενός διηγήµατος ο τρόπος αυτός έγκειται κατά βάση στο πώς θα βάλεις στη σειρά δυο λέξεις, από τη γειτνίαση των οποίων θα παραχθεί σπινθήρας, δηλαδή τέρψη αισθητική και ένα νόηµα που απρόσµενα φωτίζει κάτι που στον νου του αναγνώστη υπήρχε µόνο σε λανθάνουσα µορφή. Με άλλα λόγια: η λογοτεχνία γίνεται µε λέξεις. Το κόµικς, όµως, είναι µια µορφή τέχνης που γίνεται µε εικόνες, και για την ακρίβεια µε την παράταξη ακίνητων εικόνων. ∆ι’ αυτής της παράταξης υπηρετούνται οι ίδιοι στόχοι –δηλαδή αισθητική τέρψη και νόηµα, συγκίνηση και κοινώνηση της ιδιοφωνίας του δηµιουργού. Ο συγγραφέας έχει διάφορα µέσα στη διάθεσή του που δεν µπορεί να τα επιστρατεύσει όταν γράφει το σενάριο ενός κόµικς: ενώ στο διήγηµα γράφει και εκτελεί µια σονάτα στο µυαλό του αναγνώστη, όταν γράφει το σενάριο ενός κόµικς γράφει απλώς την παρτιτούρα, την οποία θα εκτελέσει ο σχεδιαστής.
Πώς ήρθε η έµπνευση για την ιστορία του «Πτώµατος»; Με ποιον τρόπο συνεργαστήκατε για τη συγγραφή του σεναρίου;
Τ.Ζ.: Το Πτώµα ξεκίνησε από µία ιστορία που άκουσε η µητέρα µου στο φαρµακείο της στις Συκιές Θεσσαλονίκης, από έναν πελάτη της που δούλευε σε γραφείο τελετών. Όπως και στο κόµικς, είχαν αναλάβει από το νεκροτοµείο να κηδεύσουν ένα πτώµα σε προχωρηµένη σήψη και αναγκάστηκαν να περιµένουν να επιλυθούν τα διάφορα διαδικαστικά θέµατα µέχρι να γίνει η κηδεία. Ο νεκρός είχε µία κόρη στο εξωτερικό που δεν την έβρισκαν αρχικά, και ύστερα περίµεναν να έρθει. Συνεπώς από την ανυπόφορη δυσωδία αναγκάστηκαν και τον «ξενύχτησαν» τρεις µέρες στο Σέιχ Σου. ∆εν µπορέσαµε να ξαναβρούµε εκείνον τον κύριο για να ρωτήσω περισσότερες λεπτοµέρειες, αλλά η µαγιά για το κόµικς ήταν εκεί. Στη συνέχεια προστέθηκε και η ιστορία του υπερήλικα διαχειριστή της πολυκατοικίας που έµενα στην Αθήνα που µε έστελνε να του αγοράζω λαχεία. Αργότερα έµαθα ότι είχε καταχραστεί το αποθεµατικό των κοινοχρήστων και ήλπιζε έτσι να βρει τα χρήµατα.
Είχα γράψει περίπου το µισό σενάριο όταν συνειδητοποίησα ότι οι ιδέες που είχα για φινάλε δεν λειτουργούσαν και είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Το έστειλα τότε στον Γιάννη, γιατί µου φαινόταν αισθητικά κοντά σε αυτά που έγραφε τότε, και του έδωσα ελεύθερο να το ολοκληρώσει όπως θέλει. Το ολοκλήρωσε, και ύστερα από αρκετές αλλαγές και των δυο σε όλη την έκταση του σεναρίου, το ύφος τελικά οµογενοποιήθηκε. Όταν ήρθε η ώρα του ντεκουπάζ, µε τη βοήθεια ενός φίλου µε µηχανή, κάνοντας βόλτες και φωτογραφίζοντας την πόλη βρέθηκαν οι κατάλληλες τοποθεσίες στη Θεσσαλονίκη για να χρησιµοποιηθούν για σκηνικό.
– Ο ήρωας «στο Πτώµα» συνοµιλεί µε ένα πτώµα. Θα λέγαµε πως κινούµαστε στα χωράφια του µαγικού ρεαλισµού στη λογοτεχνία. Κατά πόσο θεωρείς πως το κόµικ ως µέσο συµβάλλει σε µια πιο διευρυµένη ανάγνωση του «µύθου»;
Γ.Π.: Τα κόµικς είναι µια µορφή αφηγηµατικής τέχνης όπως και άλλες, που έχουν πίσω τους µακρά ιστορία – η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηµατογράφος, η όπερα. Κάθε µορφή αφήγησης έχει στον πυρήνα της την έννοια του µύθου, δεν γίνεται αλλιώς. Και όπως και κάθε µορφή τέχνης, για την οποία ισχύει ότι η πλειονότητα των προϊόντων της είναι ανυπόφορα κι ένα µικρό µόνο ποσοστό τους είναι αξιοσηµείωτα και προχωρούν την τέχνη αυτή ένα βήµα παρακάτω, έτσι και τα κόµικς, στα έργα τους που είναι άξια του χαρακτηρισµού «τέχνη», προχωρούν τον εκάστοτε µύθο που αφηγούνται παρακάτω, εµπλουτίζοντας τον αναγνώστη µε τον ίδιο τρόπο που τους εµπλουτίζει η ανάγνωση ενός καλού µυθιστορήµατος.
Στα περισσότερα κόµικ σου δίνεις έµφαση στο ιστορικό πλαίσιο στον τόπο. Το «Πτώµα» εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Αν διαδραµατιζόταν σε ένα άλλο σκηνικό, θα επηρέαζε την αισθητική της εικονογράφησης;
Θ.Π.: Γενικώς είµαι ευπροσάρµοστος στις απαιτήσεις που έχει κάθε κόµικς. Η διαδικασία που ακολουθώ όσον αφορά την έρευνα και τη συλλογή επικουρικού υλικού για κάθε δουλειά είναι πάντως παρόµοια. Το ότι το Πτώµα διαδραµατίζεται στη Θεσσαλονίκη µού έδινε φυσικά µια µεγαλύτερη εξοικείωση. Πάντως, όποιο και να ήταν το «σκηνικό» της ιστορίας θα προσπαθούσα να γνωρίσω και να νιώσω την ατµόσφαιρα αυτού του τόπου, ώστε να την αποδώσω όσο καλύτερα µπορώ µε βάση τις ικανότητες και την αισθητική µου.
γραμμοσκιάσεις… Zgur