Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Μια θάλασσα δρόμος

Είμαι ο Αχμετ, είμαι η Φατμά χανούμ, είμαι ο Ιμπραχίμ και η Αϊσέ στο βιβλίο ‘Μια Θάλασσα δρόμος’ του φίλου μου Ευθύμη Λεκάκη.
Τα μαλλιά μου είναι από την Αφρική, τα μάτια μου είναι απ’ τα Χανιά, η φάτσα μου από τη Βενετιά και το κορμί μου από την Ανατολή
Γεννήθηκα στη Σμύρνη από Κρητικούς γονείς. Με τάισε η γη και η θάλασσα της Ανατολής. Μεγάλωσα περήφανη που ο μπαμπάς μου, ήταν ο εγγονός του Πιστολάκη από το Σάσσαλο του Σελίνου και η μάνα μου απ’ το σόι των Μπουρνάζων από το Κουμ Καπί των Χανίων.
Έξω απ’ το σπίτι μας στη Σμύρνη ήμουν <Ρωμιόσπορος>.
Κι όμως, το να ήμουν η Σμυρνιά στη Κρήτη και Κρητικιά στη Σμύρνη, μάλλον μ’ έκανε πιο πλούσια αν και μου ήταν δύσκολο να αποφασίσω σε ποιον από τους δύο τόπους ανήκω. Γιατί είναι σαν ν’ απαντώ αν αγαπώ την μάνα παρά πάνω από το μπαμπά.
Tα Κρητικά που μιλούσανε οι γονείς μου ήταν ένας κρυφός κωδικός μεταξύ τους και μάλιστα για την ασφάλεια μας δεν μας τα έμαθαν. Και μαζί μου, με την τρίτη γενιά, εξαφανίζεται και η γλώσσα μας. Και μια μέρα «κοιμήθηκε» ο μπαμπάς μου με μια τελευταία μαντινάδα που τότε δεν καταλάβαινα:

«Όλοι μου λένε πως μεθώ
Μα ‘γώ κρασί δε πίνω
Ένα πουλάτσι με μεθά
Κι εγώ στο θεό τ’ αφήνω»

Δεν μπορούσα να δεχτώ τον θάνατο! θα έπρεπε να κρατήσω κάτι ζωντανό απ’ τον μπαμπά μου για να τον πολεμήσω. Κι έτσι, ξεκίνησα να μαθαίνω Ελληνικά από α,β,γ…

Τελικά τον νίκησα τον θάνατο!
Τώρα ο μπαμπάς μου ζει μέσα μου, με την μητρική του γλώσσα!
Ναι, γιατί ήταν 6 χρονών ο μπαμπάς μου ο Μεχμέτ, και του έλεγε ο παππούς «πήγαινε έξω να παίξεις με τους Τούρκους και να μάθεις την γλώσσα γιατί του χρόνου θα πας στο σχολείο» Αλλά πάντα ήταν αμανέτι τα Τούρκικα στο στόμα του μπαμπά.
Το επίθετο που έδωσαν στον παππού μου ήταν Yaşayanlar γιατί όταν είχαν έρθει οι υπάλληλοι στο σπίτι να μας αλλάξουν το Ελληνικό επίθετο και να γράψουν ένα Τούρκικο, ο θείος που ήταν στο σπίτι μας ήταν 110 χρονών. Αντί για Πιστολάκη, έγραψαν «αυτός που ζει πολλά χρόνια» δηλαδή Yaşayanlar. Το μισό Karabağlar, περιοχή της Σμύρνης, το έδωσαν στον Πιστολάκη και το άλλο μισό το έδωσαν στο σόι της μάνας, στους Μπουρνάζους. Bağ στα Τούρκικα θα πει αμπέλι. Ολόκληρη περιοχή ήταν γεμάτη με αμπέλια.
Ποτέ δεν ακούγαμε λόγια για τα Χανιά, ούτε καλά ούτε κακά.
Σαν να μην υπήρχαν ποτέ, σαν να ήθελαν οι παππούδες μου να ξεχάσουν, για να μην πονέσουν παρά πάνω. Μάλλον είχαν φτάσει σε ένα σημείο που δεν υπήρχε παρά πάνω πόνος απ’ αυτόν που είχαν στις ψυχές τους.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια κι έφυγαν οι παππούδες μου χωρίς να μάθουν ούτε μια λέξη Τούρκικα.
Η γιαγιά μου η Ταχιρέ τώρα είναι 102 χρονών και ακόμα λέει:
«Οι άλλοι δεν ξέρουν να μαγειρεύουν, οι άλλοι δεν ξέρουν να καθαρίσουν, οι άλλοι δεν δουλεύουν σαν και μας…»
Οι άλλοι και εμείς: υπάρχουν διαχωριστικά βουνά ανάμεσά μας. Ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς. Ανάμεσα στους Κρητικούς και τους άλλους!
Ο αδελφός μου, καθαρίζοντας το όπλο του για να πάει για κυνήγι φωνάζει στην ανιψιά μου: «Να μη μου φέρεις γαμπρό αστυνομικό, ούτε στρατιωτικό, ούτε να είναι από τα βάθη, να είναι Κρητικός αλλά απ’ τα Χανιά μόνο»
Για να καταλάβω τον εαυτό μου έκανα πάρα πολλά ταξίδια και διάβασα ότι βρήκα για την ανταλλαγή, πήρα μέρος στα συμπόσια, σε πάνελ και σε φεστιβάλ Κρητικών, έγραψα! Γιατί δεν μπορούσα να κουβαλήσω όλο το βάρος στο μυαλό μου. Το θέμα μου δεν ήταν να γνωρίσω μόνο 70-80 άγρια χορταρικά.
Τι DNA είναι το Κρητικό που είναι τόσο έντονο ακόμα και στην τρίτη γενιά;
Γιατί ήμουν τόσο περήφανη για ένα τόπο τόσο μακριά από την Σμύρνη; Γιατί μια σκέτη ντομάτα ήταν ποιο γευστική στη Πατρίδα; Γιατί μια ολόκληρη ζωή η ψυχή μου δεν βρισκόταν στη Σμύρνη που είχα τα πάντα; Γιατί τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς να ακούσω τον Φουσταλιέρη ή τον Ψαραντώνη;
Τελικά, την πρώτη φορά έφτασα στη Κρήτη, κατάλαβα ότι δεν ήμουν κουζουλή.
Βρήκα τα μάτια του μπαμπά μου σε ένα άλλο άνθρωπο μέσα σ’ ένα καφενείο.
Βρήκα την στάση της μάνας μου σε μια άλλη γυναίκα που μάλλον περίμενε το λεωφορείο.
Και θυμάμαι καλά που ήθελα να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους στα σοκάκια.
Δεν Θυμάμαι πόσες ώρες χάζευα καθισμένη σε ένα παγκάκι στο λιμάνι.
Πείνα και δίψα δεν ένοιωθα.
Παρελθόν και μέλλον δεν υπήρχαν.
Εκείνη η στιγμή ήταν όλη η ζωή για μένα.
Ήξερα ότι δίπλα μου ήταν οι Πιστόλακηδες και οι Μπουρνάζοι. Εάν είναι αρρώστια αυτό, ήθελα να αρρωστήσω παρά πάνω!
Εγώ όμως ολοκληρώθηκα!
θεωρώ ότι ήμουν ευλογημένη που γνώρισα τον άνδρα μου τον Δημήτρη Τσέγκα και τώρα βρίσκομαι μόνιμα εδώ στα Χανιά, δόξα το θεό, για να αφήσω τα κόκκαλα μου, εδώ, στη Πατρίδα μου!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα