Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024

Μια Θάλασσα Δρόμος: Η ιστορία, ο νόστος, η μνήμη, ο λόγος

Λένε πως «ένα κουβάρι ο χρόνος που ξετυλίγεται σε μύριες ανθρώπινες ιστορίες κάθε μια πιο αληθινή, κάθε μια πιο φανταστική από την άλλη. Ότι ευχήθηκαν οι μοίρες, ότι απόμεινε στα χείλια των ανθρώπων, ακούγεται κάπως σαν παραμύθι».
Tέτοιες είναι οι ιστορίες του νιόβγαλτου βιβλίου «Μια θάλασσα δρόμος» του αγαπημένου φίλου κι… αδελφού Ευθύμη Λεκάκη που μου έκανε την τιμή να μιλήσω ενώπιον σας για την αξία, τη βαθύτερη σημασία, την αναγκαιότητα αλλά και την προσφορά του βιβλίου για το οποίο βρισκόμαστε απόψε εδώ.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που κυοφορούνταν για πολλά χρόνια κι εγώ ήρθα σ’ επαφή μαζί του κοντά στα τελειώματα και με κέρδισε αμέσως με τις 24 αυτοτελείς ιστορίες του, που όμως η συγκολλητική τους ουσία, η κόκκινη κλωστή που τις διαπερνά, είναι οι ίδιοι βασικοί ήρωες και με τη γραφή και την πλοκή όσων παρατίθενται, κρατιέται αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Το ιστορικό μυθιστόρημα θεωρείται ότι λειτουργεί ως συμπλήρωμα της ιστορικής βιβλιογραφίας, και αποτελεί ένα είδος εκλαΐκευσης της ιστορίας που µε αυτόν τον τρόπο γίνεται προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. «Το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα θα λειτουργήσει, όμως, και ως ένας καθρέφτης πολλαπλών πολιτισμικών αντανακλάσεων. Ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε το πρόσωπο του άλλου πέρα από διαχωρισμούς και σύνορα, σαν αναπόσπαστο δικό μας κομμάτι, αλλά και σαν μια εντελώς ξέχωρη και διαφορετική, έξω από εμάς και γεμάτη από ανεξερεύνητα στοιχεία εμπειρία». [1]
Αυτό θεωρώ ότι το επιτυγχάνει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο συγγραφέας με τις αφηγήσεις του και τα ιστορικά ντοκουμέντα – αποκαλυπτικά έγγραφα που παραθέτει, μα και με τις καταγραφές πλήθους λαογραφικών στοιχείων από την παράδοση του λαού μας. Μαντινάδες, που ζούνε, μεταδίδονται και απαγγέλλονται σε κάθε ευκαιρία, μεταξύ των ανταλλάξιμων Κρητικών μουσουλμάνων από στόμα σε στόμα αυτά τα 94 χρόνια στην άλλη πατρίδα που αναγκαστικά τους πήγαν, παράδειγμα της ζωντανής συνείδησης της  ταυτότητάς τους. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η μαντινάδα “Θε μου μεγαλοδύναμε μεγάλο τ’ όνομά Σου, φύλλο δεν πέφτει απ’ το δεντρό χωρίς το θέλημά Σου” που προέρχεται κατευθείαν από την παράδοση των έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας της Βενετοκρατίας και πρόκειται για τους τελευταίους στίχους του ανώνυμου αριστουργήματος “Θυσία του Αβραάμ”, με τους οποίους τελειώνει το ντοκιμαντέρ «Τουρκοκρητικοί στην Αλικαρνασσό»  του αγαπητού φίλου, συντοπίτη μας και καλού σκηνοθέτη Κώστα Νταντινάκη και τους λέει ένας υπεραιωνόβιος μουσουλμάνος Κρητικός από την Αλικαρνασσό, το σημερινό Μποντρούμ.
Τραγούδια, που εκφράζουν τον πόνο, τον ξεριζωμό, τον έρωτα, την Κρήτη, παροιμίες, ανέκδοτα, ήθη και έθιμα, που η δημιουργία αρκετών απ’ αυτά βασίστηκε σε ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές καταστάσεις και μιλάνε καθαρά ή υποκρύπτουν μεγάλες αλήθειες.
Ενδεικτικά αναφέρω μια χαρακτηριστική από τις πάρα πολλές εικόνες των Παλιών Χανιών που υπάρχουν στο βιβλίο και είναι η περιγραφή του εορτασμού της Πρωτομαγιάς των Χαλικούτηδων που γίνονταν στην παραλία της Καινούργιας Χώρας στον τάφο του εβλιγιά Σεΐτη Μπιλάλ δίπλα από το μεγάλο βαγί με τους γλυκούς χουρμάδες. Διαβάζω ένα μικρό σχετικό απόσπασμα: «[…] Όλη η παραλία από τα (εβραίικα) μνήματα ίσαμε τον Κλαδισό ποταμό, μοσχομύριζε από το στακοβούτυρο […]. Σα να ’τανε γαμοπίλαφο. Το ψήσιμο αναλάμβαναν οι μεγαλύτερες αραπίνες γυναίκες. Οι νέες, οι άντρες και τα παιδιά, συνέχιζαν ασταμάτητα το γλέντι. Η Καινούργια Χώρα είχε την τιμητική της. […] Ποιον δεν συνέπαιρνε ο Αλή Γκογκό ο οποίος παίζοντας την τραμπούσκα του, έκανε δέκα βήματα μπροστά από τους άλλους, ύστερα άλλα δέκα πίσω ξεφωνίζοντας: “Πάμε το Μάη”. Και το πλήθος των χαλικούτηδων που ακολουθούσε να απαντά: “Α ρε χά! Α ρε χά!”. Ο Αλή Γκογκό να συνεχίζει με την ίδια ένταση στη φωνή του: “Πάμε στα μούρνα!”. Με τον κόσμο να επαναλαμβάνει: “Α ρε χά! Α ρε χά!”. […] Ποιος δεν έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όταν η (Αμπλά) Νουριγιέ Μαρμαράκη έσειε το φιδίσιο της κορμί!!! Το γλέντι δε σταματούσε εκεί, παρά μόνο αργά το απόγευμα, όταν ξεκινούσε πάλι η πομπή για την επιστροφή, κάνοντας την ίδια διαδρομή όπως και το πρωί, ίσαμε να φτάξουν στο παλάτι του Κυβερνήτη του νησιού στη Χαλέπα. […]».
Σημαντικό, επίσης, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η χρήση ως πρωταγωνιστών απλών καθημερινών ανθρώπων άγνωστων στο ευρύ κοινό, καθώς και η επιλογή ενός ιστορικού πλαισίου που δεν έχει ακόμη επαρκώς ερευνηθεί, αν και πολλές φορές αυτό γίνεται μέσα από παραμορφωτικούς φακούς και από την «επίσημη» δημόσια ιστοριογραφία και μέσω διαφόρων κρατικοδίαιτων ιδρυμάτων, αρκετές ζέουσες αλήθειες έχουν διαστρεβλωθεί, συσκοτισθεί και αποσιωπηθεί από τον ελληνικό λαό.
Αξιοσημείωτη, ακόμη, είναι η βιωματική σχέση του συγγραφέα και της οικογένειάς του με τον πρωταγωνιστή, μα και η εξαιρετική του έρευνα μεταξύ των ανταλλάξιμων Κρητικών μουσουλμάνων της Σμύρνης και τ’ Αϊβαλιού, που ήταν η αιτία και η αφορμή γι’ αυτό που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Διαβάζω ένα σχετικό απόσπασμα: «[…](ο γέρο Αχμέτης) Αντίκρυσε το μικρό στενάκι. Εκείνο που βρισκόταν απέναντι από το παραθύρι του πατρογονικού του κι ένωνε το σοκάκι το δικό τους με το διπλανό, που έβγαζε στο δρόμο της Χαλέπας. […]
–  Έντο ε! Τούτο ναι είναι, αναφώναξε και τα πόδια του ξανάρχισαν να τρέμουν. Σήκωσε το δεξί χέρι και με το δείκτη έδειξε το σπίτι τους, επαναλαμβάνοντας τις φράσεις: Έντο ε… έντο ε!! […]
–  Ψάχνετε κάτι; ρώτησε μια γυναίκα που παρακολουθούσε τις κινήσεις τους με απορία πίσω από την άσπρη κεντημένη κουρτίνα, μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο.
–Επαέ μένετε; της απάντησε μ’ ερώτηση επίσης.
–Ναι. Εσείς τι ψάχνετε; χρωματίζοντας τον ερωτηματικό τόνο της φωνής της.
Τι να απαντήσει; Ότι έψαχνε να βρει το σπίτι τους; τον εαυτό του; τις ψυχές των πεθαμένων και των ζωντανών; […]».
Φύγανε “πρόσφυγες από μια πατρίδα που δεν είναι πια δική τους” και πήγανε “πρόσφυγες σε μια πατρίδα που δεν είναι ακόμη δική τους”, γράφει η Μάρω Δούκα.
Η γυναίκα ήταν η αείμνηστη Μαρία Λεκάκη η μητέρα του Ευθύμη και ο ίδιος σ’ αυτή τη σκηνή στεκόταν λίγο παράμερα στο στενό, αυτόπτης μάρτυρας.
Πυρήνας του βιβλίου που συμπυκνώνει όλη του την ουσία, θεωρώ ότι είναι οι λέξεις νόστος, μνήμη και λόγος, μέσα από τις πολλαπλές παραμέτρους και διαμεσολαβήσεις τους. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο πλέκονται οι ιστορίες του, που πλημμυρίζουν με την επιθυμία της επιστροφής του Αχμέτη στην Ιθάκη του και την καλπάζουσα μνήμη αθροισμένη και ζεματιστή που είναι γραμμένη με πυρωμένο σίδερο στο DNA κάθε λαού, μα και το λόγο, τη γλώσσα της Κρήτης κοφτή, κακοτράχαλη και κελαηδιστή.
Ένα ολόκληρο έπος έχει θέμα το νόστο, την επιστροφή στο σπίτι, δηλαδή, του Οδυσσέα και τις περιπέτειές του μέχρι να το επιτύχει. Από τότε μαρτυρείται ο λεκτικός τύπος, από την εποχή των ομηρικών επών και εξής. Στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας απαρνείται ακόμα και την αθανασία για χάρη του νόστου του.
«Είναι γλυκιά η πατρίδα, Οδυσσέα, αλλά ο νόστος είναι μέλι πικρό που τρώει τα σωθικά σου», γράφει ο Μιχάλης Γκανάς στην Οδύσσειά του. Και ο νόστος στο μυθιστόρημα του Λεκάκη ξεκίνησε παράδοξα, πριν ακόμα φύγουν από τα Χανιά για το Αϊβαλί και πάνω στη στενοχώρια και την περισυλλογή τους τον εκφράσανε με τον καλύτερο τρόπο. Με μια μαντινάδα: «Τση Κρήτης τα ψηλά βουνά, θε μου χαμήλωνέ τα. Να μου βγορίζουν τα Χανιά κι απόης ψήλωνέ τα». Και ταυτόχρονα ο Μπραΐμης σκεφτόταν: «[…] όπως δεν ξεχνιέται η μάνα, ετσά δε ξεχνιέται και η πατρίδα. Ήθελα να ’χα δυο μεγάλα χέρια. Να τ’ απλώσω, ν’ αγκαλιάσω ούλη την Κρήτη. Από τη μια μπάντα ίσαμε την άλλη. Τη θάλασσα, τα βουνά, τσοι κάμπους, τσοι πολιτείες, τσ’ ανθρώπους […]».
Κι ύστερα στα καινούργια χώματα που πήγαν, «Ο μικρός Αχμέτης, έσερνε τη μεγάλη ανηφόρα για τον τεπέ του Αϊβαλιού, στο μαχαλά των Τσιγκανέδων. […] “Κακορίζικο Αχμετάκι η Κρήτη μας είναι πολλά αλάργα”, του έλεγαν. “Ψώματα μου λέτε. Δε μπορεί. Τα φώτα π’ άφτουνε κάθε αργά άκρα τση θάλασσας, είναι η Κρήτη.”.  Έτσι ήθελε να πιστεύει το παιδικό μυαλό τ’ Αχμετακιού. Τα φώτα της Μυτιλήνης που αντιφεγγίζανε στη θάλασσα του Αδραμυτιού, πέρα από τα Μοσχονήσια, στα βάθη του ορίζοντα, τα ’κανε Κρητικά. […] Έμενε ως αργά. Πολύ αργά. […] Φεύγοντας, στύλωσε γι’ άλλη μια φορά το βλέμμα του ίσια πέρα, στο ανοιχτό πέλαγος, φούσκωνε τα πλεμόνια του και μ’ όση δύναμη του ’χε απομείνει φώναζε: “Χαιρετίσματα σε ούλους σας και στο Μαρικάκι. Σας αγαπώωω….”. Η ηχώ της παιδικής φωνής χάνονταν στον αέρα της καινούργιας πατρίδας που ετσιθελικά του πρόσφερε η απόφαση των Ελ. Βενιζέλου και Μουσταφά Κεμάλ, με τις ευλογίες, φυσικά, των υποτιθέμενων συμμάχων, των Εγγλέζων. […]».
Το Αχμετάκι μεγάλωσε, έγινε Αχμέτης, σπούδασε γιατρός κι έφτασε στη δύση της ζωής του, πάντα όμως με τον ψυχικό πόνο της νοσταλγίας που γεννάει η προσμονή, η λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα. Ο ξεριζωμένος, ονειρεύεται το ταξίδι του νόστου κι έρχεται κάποια στιγμή η ευλογημένη μέρα της επιστροφής, το «νόστιμον ήμαρ». Όπως λέγεται, η γενέθλια πόλη είναι η ζωή του καθενός μας και γι’ αυτό πάντα θέλουμε να ξαναγυρνάμε εκεί. Οι αναμνήσεις είναι σαν την θάλασσα, και βρίσκονται καλά κρυμμένες στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Αυτή τη χανιώτικη θάλασσα φιλοτεχνεί στη γλωσσική παλέτα του, ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημά του “Ζουγραφιές”[2]:
Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
από του πέλαου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς· μπατσίζουνε τα βράχια,
κι άγρια φιλούν την αμμουδιά, […]
Και τα Χανιά στη θάλασσα την ανεμοδαρμένη
σα γλώσσα απλώνουνε παχειά το κάστρο τους,
περίπαιγμα, θαρρείς, στην τρικυμία
και καταφρόνια στα στοιχειά.

Έρχεται ο Αχμέτης στη γενέθλια πόλη για να ξεδιαλύνει τα αναπάντητα και βασανιστικά γιατί που τον κατατρύχουν και να τακτοποιήσει τις πολύ προσωπικές του υποθέσεις με τον Μπραΐμη τον αγαπημένο του εγγονό.
Η μνήμη, μας βοηθά να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας κι όχι να την αρνηθούμε. Και εδώ στην Κρητική γη ξεκινά να ξετυλίγεται το κουβάρι της μνήμης του Αχμέτη. Μια μνήμη που έμεινε ολοζώντανη και ξάστερη για πολλές δεκαετίες και τώρα, κοιτάει να δει τι έχει απομείνει, αν υπάρχει κάτι, απ’ τα έμψυχα και τ’ άψυχα, π’ άφησε στα κοπελάτα του. Δυνατά συναισθήματα τον πλημμυρίζουν, νοσταλγία και θύμησες.
Και να, στριφογυρίζουν στο νου μου τα λόγια της Σμυρνιάς ρεμπέτισσσας Αγγέλας Παπάζογλου: «Να θυμάσαι, αν θες να μείνεις ζωντανός δεν πρέπει να ξεχνάς… είναι αμαρτία να ξεχνάς. ΜΗ ξεχνάς…». Κι οι ιστορίες κυλούν απολαυστικές σαν το γάργαρο νερό του ρυακιού μιας αυθεντικής δροσερής μαδαρίτικης πηγής.
«Χαρώ τηνε τη γλώσσα σου / τη σχιζαμυγδαλάτη / που είναι μέσα κουφωτή / και ζάχαρη γεμάτη», λέει μια παλιά κρητική μαντινάδα που μας έρχεται από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. «Τη γλώσσα μου δώκανε Κρητικιά…», λέει η βραβευμένη δημοσιογράφος Tanju Izbek (Τανζού Ιζμπέκ) που γεννήθηκε στο Μοσχονήσι του Αϊβαλιού, απόγονος μουσουλμάνων Κρητικών τρίτης γενιάς, παραφράζοντας το νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη. Και συμπληρώνει: «η γλώσσα για μένα σημαίνει πατρίδα, είναι η πατρίδα». Ο συγγραφέας γνωρίζοντας πολύ καλά τα παραπάνω, άριστα πράττει και χρησιμοποιεί το πλούσιο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα στον υπερθετικό βαθμό, κάτι που άλλωστε αποτελούσε την καθημερινότητα στην επικοινωνία των ανθρώπων στις εποχές στις οποίες αναφέρεται. Ιδίωμα που μεγάλος όγκος των λέξεων του, έρχονται από τη μακρινή αρχαιότητα, από τις ακρογιαλιές του Ομήρου και κοντά στ’ άλλα με αυτό ο συγγραφέας πετυχαίνει και διασώζει λέξεις που τείνουν να χαθούν!
Τελειώνοντας θα καταφύγουμε ξανά στη αγαπημένη μας συγγραφέα τη Χανιώτισσα Μάρω Δούκα η οποία σ’ ένα εξαιρετικό της κείμενο[3], γράφει: «[…] Η μνήμη οριστικά πλέον δεν διεκδικείται ως δικαίωση αλλά ως πολιτισμική ταυτότητα. Κι όπως θα περνούν οι δεκαετίες, ο χρόνος θα μας αποκαλύπτεται κατοικημένος από συνδυασμούς γεγονότων, νοημάτων, συνειδήσεων θα πυκνώνει ή θα αραιώνει ανάλογα, φέρνοντας κοντά το παρόν με το παρελθόν. Και καθώς θα σχετικοποιείται στις συνειδήσεις όλων η αντικειμενικότητα της εμπειρίας μέσα στα ιστορικά της συμφραζόμενα, θα κλείνει το χάσμα ανάμεσα σε μυθοπλασία και ιστορία στη λογοτεχνία, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξερεύνηση της υποκειμενικής εμπειρίας. Ιστορία πια δεν θα είναι μόνο οι πόλεμοι, οι πολιτικές μεταβολές, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, θα είναι, θα δικαιούνται να είναι, και οι τραυματικές εμπειρίες των θυμάτων. […]Πώς ορίζεται η δυναμική του Λόγου (αλλά και της εικόνας) στην ανάπλαση του χώρου με μυρωδιές, αναμνήσεις, εικόνες, γεύσεις, ακούσματα; Πώς συνομιλεί το παρόν με το παρελθόν προσβλέποντας στο μέλλον; Πώς το αφήγημα για το χθες θα μπορούσε να έχει νόημα για το παρόν; Ποιο είναι το πρακτικό, ποιο το ιστορικό παρελθόν; Αν στο ιστορικό παρελθόν ανατρέχουμε για να ικανοποιήσουμε τη διανοητική μας περιέργεια, στο πρακτικό παρελθόν ανατρέχουμε για απαντήσεις που έχουν σχέση με το παρόν μας και τον τρόπο με τον οποίο θα πορευτούμε στο μέλλον. Η ατομική μνήμη θα μετατραπεί σε συλλογική μνήμη και η συλλογική μνήμη θα μετατραπεί σε ιστορία».
Ευχαριστώντας τον Ευθύμη Λεκάκη για το ταξίδι προς τη συλλογική ενσυναίσθηση που μας προσφέρει, δεν θα μπορούσα να κλείσω αλλιώς την περιδιάβασή μου στο βιβλίο του, παρά με ένα ερώτημα και με μια ακόμα μαντινάδα από το βιβλίο. Το ερώτημα: Θα μπορούσε η Ιστορία ως πρακτική να μας οδηγήσει σε μια κοινωνία ικανή να επανασχεδιάσει τις δομές της, ώστε να ζούμε όλοι μαζί ελεύθεροι, διαφορετικοί και ισότιμοι, ξεπερνώντας με συνοχή και αλληλεγγύη τα προβλήματα; [4]

Και η μαντινάδα:
Ανάθεμα τσι μαραγκούς
που κάνουν τα βαπόρια
που ξεχωρίζουνε καρδιές
και πάνε χώρια-χώρια.

Ή η παραλλαγή της από το ντοκιμαντέρ «Tο ταξίδι (Κρήτη-Αϊβαλί)», 1997 της Μαρίας Μαυρίκου και του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στο οποίο η ηλικιωμένη Zehra Basbug (Ζεχρά Ξηρή), λέει:

Ανάθεμα τσι μαραγκούς
που κάναν τα βαπόρια
και μα σε ξεχωρίζανε
παιδί μου χώρια-χώρια.

Σημειώσεις:
[1] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας. Απόσπασμα από ομιλία του για το ιστορικό μυθιστόρημα που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής στις 28 Απριλίου 2014.
[2] Γ. Π. Σαββίδης, “Στα χνάρια του Καρυωτάκη”, Κείμενα 1966-1988, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989.
[3] Μάρω Δούκα, Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης, εφημ. Αυγή, ένθετο Αναγνώσεις, 16 Απριλίου 2018.
[4] Τα λόγια του ερωτήματος αυτού τα οποία χρησιμοποίησα από το παραπάνω κείμενο της Μάρως Δούκα με την ίδια ακριβώς διατύπωση, η Δούκα τα θεωρεί ως δεδομένα και ότι ήδη έχουν γίνει πράξη.

[Το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων του βιβλίου του Ευθύμη Λεκάκη, «Μια θάλασσα δρόμος» (εκδόσεις Όστρια), στις 1/6/2018, και διατηρεί τον προφορικό του χαρακτήρα.]


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα