Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Μια τρυφερή φτερωτή αληθινή ιστορία

» Με πρωταγωνιστές τα πουλιά και τον δήμαρχο Χανίων Παναγιώτη Σημανδηράκη

Κύριε διευθυντά,
διάβασα στην εφημερίδα τα Χανιώτικα Νέα, ένα άρθρο με τίτλο “Σεβασμός στα ζώα” που το είχε γράψει ο κ. Ευτύχιος Κουκουτσάκης. Αμέσως θυμήθηκα τον δήμαρχο Χανίων τον κύριο Παναγιώτη Σημανδηράκη που αγαπούσε πάρα πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα πουλιά.
Στην πλατεία του χωριού της Ρόκκας υπάρχει ένας μεγάλος πλάτανος. Επάνω στο δέντρο τα πουλιά τραγουδούσαν και κάτω στο έδαφος τα μερμήγκια έστηναν χορό. Κάποια στιγμή ο κότσυφας είπε στα άλλα πουλιά ότι θα κάνει μια βόλτα και πήγε μέχρι το σπίτι της Ευθυμάκενας για να αναπνέυσει το άρωμα που έβγαζαν οι φρέζιες που είχε στην γλάστρα της. Ήταν οι πιο αρωματικές φρέζιες που είχε δει, γιατί πουθενά δεν υπήρχε τέτοιο άρωμα όπως αυτές.
Ο παπά-Παναγιώτης Σημανδηράκης, λειτουργούσε στη Ρόκκα, στην Κερά, στα Περβολάκια και στο Σφακοπηγάδι. Σε αυτά το χωριά έκανε όλες τις τελετές. Τους γάμους, τις βαφτίσεις, τα μνημόσυνα και τις κηδείες.
Ήταν πολύ αγαπητός. Είχε βαφτίσει όλα τα παιδιά που τα ήξερε όλα με το όνομά τους και τις οικογένειες όλων με τα μικρά τους ονόματα.
Ο κότσυφας για μια στιγμή άκουσε μια συζήτηση που έκαναν οι χωριανοί. Η συζήτηση έλεγε ότι είχαν αποφασίσει να κόψουν τον πλάτανο. Γύρισε πίσω τρομαγμένος και είπε τα νέα σε όλα τα πουλιά.
«Θα κόψουν τον πλάτανο; Μα ο πλάτανος είναι το σπίτι μας! Και πού θα μείνουμε;»
Σε λίγες μέρες που συνειδητοποίησαν το γεγονός, άρχισαν να ψάχνουν ένα δέντρο σαν τον πλάτανο για να τα στεγάσει. Όμως τα άλλα πουλιά δεν ήθελαν ξένους στο δικό τους δέντρο.
Και τα πουλιά λυπημένα πέταγαν από δέντρο σε δέντρο μήπως βρούν κάποια προστασία. Έμοιαζαν σαν λαθρομετανάστες. Ήταν λυπημένα έψαχναν να φάνε κάτι αλλά δεν ήταν έυκολο να βρούν φαγητό.
Εκεί που συνεδριάζαν άκουσαν ένα θόρυβο και κοιτώντας είδαν μια τεράστια μπουλντόζα και έναν άνθρωπο που προπαθούσε να ρίξει τον πλάτανο κάτω με το μηχάνημα.
Τα πουλιά τρέμοντας αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν. Όλα μαζί πέταξαν απάνω στην μπουλντόζα και ο άνθρωπος μη μπορώντας να δει αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Ο πιο αδιάφορος που δεν έχανε το κέφι του ήταν ο τζίτζικας.
Είχαν μαζευτεί πολλά πουλιά. Τα σπουργίτια, τα κοτσύφια, ο σπίνος, ο μελισσουργός, η καρδερίνα και άλλα που δεν θυμάμαι το όνομα τους και κάθε μέρα έκαναν συμβούλιο.
• Εμείς κατεβήκαμε στον δρόμο που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο και ενώ ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, μια ξαδέρφη μου η Κατίνα που το σπίτι της ήταν στην δεξιά πλευρά του δρόμου, έκανε παράπονα γιατί δεν πήγα στο σπίτι της να την επισκεφθώ.
Μάλιστα μου έδειξε μια μαρμάρινη επιγραφή που είχαν στημένη εκεί και ανέφερε τα ονόματα των ανθρώπων που είχαν σκοτωθεί από τους Γερμανούς.
Μεταξύ των άλλων ήταν και το όνομα του πατέρα μου.
• Ξεκινήσαμε για τα Χανιά και μετά από δύο χιλιόμετρα περίπου συναντήσαμε στην άκρη του δρόμου έναν νεαρό με ένα μάυρο αυτοκίνητο. Με έφαγε η περιέργεια. Τι ήθελε στην άκρη του δρόμου ένας νέος άνθρωπος;
Ο συνοδός μου φρέναρε με το αυτοκίνητο και τότε ειδαμε τον νεαρό να βγάζει από το πορτ μπαγκαζ ένα πολύ βαρύ σάκο και τον μετέφερε απέναντι.
Τον είδαμε να ανοίγει τον σάκο και να βγάζει διάφορες τροφές τις οποίες σκόρπισε στο έδαφος και ένα σμήνος πουλιών έτρεξε και τις έτρωγε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο του και οδηγήθηκε προς τα Χανιά. Μετά από μια εβδομάδα, εμφανίστηκε ξανά το μαύρο αυτοκίνητο αλλά δεν σταμάτησε στον δρόμο αλλά πήγε κατευθείαν στην Κερά.
• Ο κότσυφας επειδή ήταν πολύ περίεργος, ακολούθησε το αυτοκίνητο και διαπίστωσε ότι στάθμευσε στο σπίτι του παπά-Παναγιώτη. Έτσι λύθηκε η απορία του κότσυφα και έμαθε ότι ο νεαρός ονομαζόταν Παναγιώτης, ήταν φοιτητής και σπούδαζε στην Αθήνα.
Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι του, φρόντιζε φεύγοντας να έχει γεμίσει τον σάκο του με διάφορα φαγητά και σπόρους. Γι’ αυτό σταμάταγε στον δρόμο γιατί απέναντι ήταν ένα δέντρο το πλατάνι που είχε φυτέψει ο ίδιος, κατόπιν προτροπής του ιερέα παππού του, είχε μεγαλώσει είχε βγάλει κλαδιά και φύλλα και το είχε φυτέψει για να γίνει σπίτι των πουλιών.
Πράγματι στην αρχή ήταν λίγα τα πουλιά γιατί μερικά είχαν πεθάνει από το κρύο και την ασιτία, αλλά τώρα ο νεαρός Παναγιώτης φρόντιζε να έχουν και φαγητό και νερό και έκανε ότι μπορούσε για να είναι ευχαριστημένα.
• Την ώρα που σκεφτόταν διάφορα για τα πουλιά εμφανίστηκε ο κυρ Γιώργης με ένα τσεκούρι στον ώμο που ερχόταν από το χωράφι του. Ο Παναγιώτης τον φώναξε και του είπε αν μπορεί με το τσεκούρι του να ανοίξει μια τρύπα στο πιο χοντρό μέρος του πλατάνου για να γίνει φωλιά για τα πουλιά.
Ο κυρ Γιώργης το έκανε με ευχαρίστηση.
• Μετά από λίγο καιρό ο Παναγιώτης που είχε τελειώσει τις σπουδές του, πήγε χαρούμενος στο σπίτι του και η μητέρα του η Ελευθερία φρόντισε να του φτιάξει ένα καφέ και του τον πρόσφερε μαζί με παξιμαδάκια.
Ο Παναγιώτης ρούφηξε μια γουλιά καφέ, έβαλε τα παξιμαδάκια στην τσέπη του και πήρε το μαύρο αυτοκίνητο και έφυγε.
Τα παξιμαδάκια που του είχε δώσει η μητέρα του η Ελευθερία, τα έβγαλε από την τσέπη του, τα έκανε κομματάκια και τα έριξε στα πουλιά. Ίσως αργήσω να επιστρέψω και μην ανησυχείτε γιατί έχετε μπόλικο φαγητό.
• Μετά από αρκετό καιρό, το μαύρο αυτοκίνητο εμφανίστηκε στην Κερά και ο Παναγιώτης πολύ χαρούμενος ανήγγειλε στους δικούς του ότι οι κάτοικοι του νομού Χανιών τον επέλεξαν για δήμαρχο.
Αυτό ήταν ένα σπουδαίο γεγονός, και ο Παναγιώτης με το μαύρο του αυτοκίνητο, πήγε στην Ρόκκα και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου όπως συνήθιζε και άρχισε να πατάει την κόρνα.
Τα πουλιά αναστατώθηκαν δεν ήξεραν τι συμβαίνει και έτρεξαν στον Παναγιώτη. Σκαρφάλωσαν επάνω του, στα χέρια του, στο σώμα του και στα μαλλιά του και με αυτο ήθελαν να του δείξουν την χαρά τους.
• Ο καιρός πέρασε και ο Παναγιώτης μια μέρα πήγε πολύ πρωί στο γραφείο του στο Δήμο, γιατί διαπίστωσε ότι υπήρχαν πολλές δουλειές που έπρεπε να τακτοποιήσει.
Πήρε τα ντοσιέ που είχε αφήσει η γραμματέας του, και ένα ένα άρχισε να τα κοιτάζει. Προς το μεσημέρι είχε κουραστεί. Έκλεισε τα ντοσιέ και έγειρε το κεφάλι του πίσω στην πολυθρόνα.
Ίσως από την κούραση τα μάτια του γρήγορα έκλεισαν και ένα όραμα παρουσιάστηκε μπροστά του. Είδε το βουνό της Ρόκκας φωτισμένο με εκατοντάδες λαμπιόνια, οι ορχήστρες να παίζουν στην πλαγιά του βουνού και οι τραγουδιστές να τραγουδάνε.
• Αυθόρμητα ζήτησε να κλείσει η μουσική γιατί θα έβλεπαν ένα υπέροχο θέαμα με ησυχία. Όλοι φτερωτοί του φίλοι σχημάτισαν ένα βέλος ο ένας δίπλα στον άλλον και άρχισαν να τραγουδούν.
Το σμήνος των πουλιών πήγαινε και ερχότανε γύρω από το βουνό χωρίς να χάσουν καθόλου τον σχηματισμό τους και θυμήθηκαν τον πιλότο που με το αεροπλάνο του διέσχιζε τον ουρανό στις εθνικές εορτές και ευχόταν ότι καλύτερο για την Ελλάδα.
Το ίδιο ήθελαν να κάνουν και τα πουλιά αλλά αντί για αεροπλάνο, χρησιμοποίησαν τις φωνές τους τραγουδώντας.
Ο Παναγιώτης τα κοίταγε όλα με χαρά και υψώνοτας την φωνή του, τους φώναξε:
«Πολύ ωραία τα πήγατε σήμερα, αλλά μην ξεχνάτε ότι ο Αύγουστος δεν θα αργήσει να ‘ρθεί και πρέπει να παρουσιάσουμε όλοι μας τον καλύτερο εαυτό μας».
Όταν τα πουλιά ετοιμάστηκαν να φύγουν ακούστηκε μια γλυκιά και μελωδική φωνή που έλεγε : «Δήμαρχέ μου, με τη βοήθεια του Θεού και τη δική σου μεγάλη καλοσύνη και επιμονή, αποκτήσαμε σπίτι, τροφή, και… αγάπη».

Κατερίνα Βασιλάκη
συνταξιούχος εκπαιδευτικός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα