Καταμεσής στο πέλαγος μια βάρκα ταξιδεύει
κι επιβάτης μοναχός είναι ο τιμονιέρης
Μην τάχα εταξίδευε ψάρια για να ψαρέψει
ή μήπως είχε μοναξιά κι θελε να μισέψει
Η βάρκα εταξίδευε δυο μέρες μοναχή της
μα ο βαρκάρης έχασε το ένα το κουπί της
Τίποτα δεν τον ένοιαζε αν ζήσει ή αν πεθάνει
αρκεί να είναι μακριά σε κόσμο να μην φτάνει
Με μιας αλλάζει ο καιρός και αρχίζει ένα μπουρίνι
τα κύματα ήταν βουνό, μα η βάρκα αρμενίζει
Ο Άγιος Νικόλας σκέφτηκε ότι με βοηθάει
η βάρκα και δεν πνίγετaι κι ακόμα κολυμπάει
Ξανοίγεται στο πέλαγος μακριά χωρίς φεγγάρι
και εκείνον εις το κόσμο του που είναι και που πάει
ούτε πουλιά είχε κοντά, δεν είχε ούτε στίγμα
να ξέρει το που βρίσκετε μα ούτε και πυξίδα
Εκεί αποκοιμήθηκε και μια φωνή ακούει
και νόμιζε ότι ήτανε ο γιος που είχε χάσει,
στη θάλασσα επνίγηκε κι ήθελε να ξεχάσει
Πετάχτηκε απότομα και έχασε το μυαλό του
και φώναζε το σώσατε, τον φέρατε σε μένανε το γιο μου;
Ένα πλοίο που πέρναγε τυχαία τον αντάμωσε
και τον επεριμάζεψε, τον γιο μου φέρτε να τον δω
που πνίγηκε στον ωκεανό τόσο καιρό τον ψάχνω.