Η κοινότητα των μουσουλμάνων Χανιωτών, όπως είναι γνωστό, κατοικούσε στην περιοχή της Σπλάντζιας. Την περίοδο του ραμαζανιού μόλις σκοτείνιαζε γύρω από την ιστορική πλατεία άρχιζε το γλέντι των πιστών, οι οποίοι νήστευαν ολόκληρη την ημέρα. Μερικές ενδιαφέρουσες εικόνες από μια τέτοια βραδιά μας μεταφέρει με την πένα του ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» με τίτλο «Από τα νύκτας του Ραμαζανιού. Γλυκά, τραγούδια και χοροί» στις 19/11/1905. Στο πρωτοσέλιδο άρθρο ο Χανιώτης χριστιανός αρθρογράφος ακολουθεί κάποιο μουσουλμάνο φίλο του και περιδιαβαίνει μαζί του στη Σπλάντζια.
Εκείνο που του κάνει εντύπωση είναι τα «[…]εξαιτίας του Ραμαζανίου ιδρυόμενα πρόχειρα μικροζαχαροπλαστεία[…]», τα οποία γεμίζουν από πεινασμένους πιστούς. Ο δημοσιογράφος και η παρέα του προτίμησαν ένα κανονικό ζαχαροπλαστείο: «[…]μετά μακρόν ευρισκόμεθα προ των ταψιών και των κιοσέδων εντός ζαχαροπλαστείου[…]Κουραμπιέδες, δυο πέντε, καταϊφι, μπακλαβαδάκια, μπουρεκάκια, ασουρέδες, μουχαλεμπιά, γαλακτομπούρεκα, τσουρέκια, χαλβάς και δέκα άλλα είδη[…] μας προσφέροντο πάμφθηνα. Και ξεύρετε γιατί είναι τόσο φθηνά, μας λέγει ο φίλος μας, διότι οι Οθωμανοί τα τρώγουν όχι ως γλυκίσματα μόνον, αλλ’ ως επίδειπνα και τρώγουν πολλά, δι’ αυτό πρέπει να είναι φθηνά».
Μετά το ζαχαροπλαστείο έχει σειρά το καφενείο, στο οποίο είχε στηθεί ένα κρητικό γλέντι: «[…]Από το ζαχαροπλαστείον αυτό μετέβημεν εις έν άλλον κέντρον, εδώ είναι καφενείον, και χορός κρητικός με λύρα, όπου χορεύουν σούστα, συρτό και πεντοζάλι οι εκ των επαρχιών νέοι Οθωμανοί επιδεικνύοντες την χάριν και την ευκαμψίαν του σώματός των προς τους ασθενικούς ομοθρήσκους Χανιώτες. Ο χορός χρησιμεύει και ως μέσον διασκεδάσεως και χωνεύσεως φαίνεται ταυτοχρόνως[…]διότι όχι μόνον οι Τουρκοκρήτες, αλλά και οι μαύροι και οι Βεγγάζιοι οι οποίοι έχουν γεννηθεί εις Κρήτην αποκλειστικώς κρητικούς χορούς χορεύουν, και τα δίστιχα τα οποία τραγουδούν συνοδεύοντες την λύραν και αυτά όχι μόνον εις ελληνικήν γλώσσαν είναι, αλλ’ είναι εντελώς ερωτικά, τα οποία έχουν εν χρήσει εις τα γλέντια και εις τας διασκεδάσεις των και οι Έλληνες Κρήτες».
Εδώ φαίνεται ότι τα βράδια έρχονταν στην πόλη πολλοί νέοι από τα γύρω χωριά για να διασκεδάσουν. Επίσης, ο κρητικός χορός με τη λύρα φανερώνει την κρητική ταυτότητα όχι μόνο των μουσουλμάνων Κρητών, αλλά και των μαύρων και των χαλικούτηδων που είχαν γεννηθεί στα Χανιά. Αυτή την ταυτότητα, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ενισχύει η ελληνική γλώσσα, την οποία μιλούσαν όλοι, ενώ οι μαντινάδες ήταν ακριβώς οι ίδιες που έλεγαν οι χριστιανοί Χανιώτες στα γλέντια τους. Στη συνέχεια, υπάρχει μια αναφορά στην καταγωγή των κρητικών χορών, συνδέοντας το μέλος και τον βηματισμό με τους αρχαιοελληνικούς χορούς. Συγκεκριμένα, ο συρτός προέρχεται από τον σπαρτιατικό γέρανο και το πεντοζάλι από την «κορυβαντική πρύλη», σύμφωνα με τον Λουκιανό.
Το άρθρο κλείνει με την πρόσκληση της παρέας στην «Αλατία», πιθανόν ένα κακόφημο καφέ σαντάν, όπου «[…]ακροώμενοι τα γλυκύφθογγα άσματα της αραβικής και να βλέπωσι με όμμα λάγνον και τακερόν τας προκλητικωτάτας κινήσεις των αποτελουσών την αλατίαν γυναικών, εν τη ορχήσι των[…]». Εκεί έπαιζαν και ζάρια, αλλά τελικά ο δημοσιογράφος δεν ακολούθησε την παρέα προτιμώντας να φύγει με τις όμορφες εικόνες του κρητικού χορού στο καφενείο.