Σάββατο μεσημέρι και μόλις ο κυρ Κώστας μπήκε στο σπίτι του παρέα με τον εγγονό του, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς.
Το σπίτι του ήταν σε χωριό κάμποσα χιλιόμετρα από την πόλη.
«Ευτυχώς προλάβαμε», είπε ο Κωστής.
«Ναι, εμείς προλάβαμε, αλλά σίγουρα κάποιους έπιασε η κακοκαιρία στο δρόμο. Ελπίζω να βρουν μέρος να προστατευθούν».
Δεν ήταν μόνο η βροχή, αλλά φυσούσε πολύ. Φυσούσε όχι από μία κατεύθυνση, αλλά πότε από τη μία μεριά και πότε από την άλλη. Σαν ανεμοδούρα!
Τα φυλλαράκια που είχαν μείνει ως τότε στα κλαδιά, άρχισαν να παραδίνονται στη δύναμη του αέρα. Έπεφταν κατά εκατοντάδες και ενώνονταν με τα άλλα που ήταν κάτω και σιγά σιγά δημιούργησαν ένα παχύ χαλί, σε χρώμα καφεκόκκινο, με πιτσιλιές πράσινου.
Αυτά έβλεπαν από το μεγάλο παράθυρο που ήταν στο κεντρικό δωμάτιο.
Η βροχή συνέχιζε και με τον αέρα την έριχνε με δύναμη στο τζάμι, εκεί που στεκόταν ο Κωστής.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και γκρι σύννεφα χόρευαν εδώ κι εκεί. Τα έσπρωχνε και αυτά ο αέρας κι όλο να βρέχει με ορμή.
Τα δέντρα απέναντι να λυγίζουν τα κλαδιά τους, σα να προσκυνάνε τη φύση και την δύναμή της. Έπρεπε να λυγίσουν, να υποχωρήσουν στο δυνατό φύσημα, για να μη σπάσουν. Μετά, ίσιωναν ξανά τα κλαδάκια τους κι όλα καλά.
Ο αέρας, όσο άυλος φαίνεται, τόσο δυνατός είναι. Αρκεί να θέλει!
Μπορεί να σηκώσει ολόκληρη στέγη σπιτιού ή να μετακινήσει ένα αυτοκίνητο. Να το πετάξει σαν φυλλαράκι. Το ίδιο ισχύει και με το νερό. Τόσο απαλό, ήρεμο όταν είναι λίγο, αλλά αν είναι σε ποσότητα, όπως ένα ρυάκι ή θάλασσα ή ποτάμι, δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμά του.
Ο Κωστής, έβαλε σε μια καρέκλα δυο μαξιλάρια για να κάθεται στα ψηλά και να βλέπει πιο καλά από το παράθυρο, πέρα από την αυλή τους.
Σιγά σιγά είχε δημιουργηθεί ένα ποταμάκι από την βροχή, που μαζί με φύλλα, χώμα και πέτρες έπαιρναν την κατηφορική κλήση του δρόμου, για να φθάσουν ως τον κεντρικό δρόμο και να απλωθούν στα δίπλα χωράφια. Για πολλή ώρα κοιτούσε την βροχή σιωπηλός, μέχρι που ο παππούς του, ζήτησε να τον βοηθήσει.
«Μια και βλέπω ότι θα βρέχει για ώρα, ακόμα και δεν μπορούμε να βγούμε για δουλειές έξω, λέω να φτιάξουμε ένα γλυκό. Τι λες;»
«Ναι παππού! τι γλυκό;»
«Κυδώνι», του απάντησε και άνοιξε μια τσάντα και έβγαλε από μέσα πεντέξι ωραία κυδώνια στρουμπουλά και χρυσοκίτρινα.
Βάλθηκαν λοιπόν να τα καθαρίσουν και ο κυρ Κώστας το έκοψε σε λεπτές λωρίδες. Ζήτησε από τον Κωστή να βγάλει από το ντουλάπι την μεγάλη κατσαρόλα, γιατί το γλυκό ήταν αρκετό. Έφερε επίσης ζάχαρη και βανίλια με την εντολή του.
Η διαδικασία ήταν απλή μετά το καθάρισμα. Αρκούσε να βάλουν λίγο νερό, ζάχαρη και φυσικά τα λεπτοκομμένα κυδώνια και να τα βράσουν, μέχρι να μαλακώσουν λίγο, αλλά συγχρόνως να πήξει το σιρόπι. Όση ώρα έφτιαχναν το γλυκό, ο Κωστής καθάριζε ένα μπολ αμύγδαλα από το καφέ φλούδι τους, όπως του έδειξε ο παππούς του και κρατώντας τα ολόλευκα και τραγανά, περίμενε με αγωνία τη στιγμή που θα τα έριχνε στο γλυκό.
«Να το ρίξω παππού;»
«Όχι, όχι τώρα, στο τέλος. Όταν το βγάλω από την φωτιά».
Μη έχοντας κάτι άλλο να κάνει, περίμενε υπομονετικά με το μπολ στο χέρι, πότε θα ετοιμασθεί το γλυκό.
Ο κυρ Κώστας θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή του από την αναμονή, άρχισε να τον ρωτά.
«Τελικά αποφάσισες τι δουλειά θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις;»
Τον ρώτησε για ακόμη μια φορά γιατί κάθε που τον ρωτούσε κάποιος, έλεγε άλλο επάγγελμα. Πότε ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, άλλη φορά ήθελε κτηνίατρος, μηχανικός αυτοκινήτων, αγρότης και τόσα άλλα που κατά καιρούς του είχαν κάνει εντύπωση.
«Ναι παππού. Νομίζω ότι βρήκα το καλύτερο επάγγελμα, που θα μπορώ να είμαι μαζί σου να σε βοηθάω και να βγάζω χρήματα».
«Καλό μού ακούγεται!» είπε ο παππούς.
«Ποιό λες;»
«Θα γίνω γεωπόνος!»
Ακολούθησε σιωπή. Αστραπιαία ο κυρ Κώστας σκέφθηκε πόσο χρήσιμο είναι και αυτό το επάγγελμα, αλλά επίσης όλη του η περιουσία θα ήταν σε καλά χέρια.
«Μακάρι Κωστή μου! Μακάρι! Σου το εύχομαι», απάντησε ο παππούς συγκινημένος.
«Τότε παππού, εγώ θα κάνω τις δύσκολες δουλειές και εσύ θα κάθεσαι. Θα σου κρατάω μια πολυθρόνα σε κάθε χωράφι που θα πηγαίνουμε, για να μην κουράζεσαι όρθιος. Εγώ θα κάνω όλες τις δουλειές».
Στα όμορφα λόγια του εγγονού του, δεν μπόρεσε να μην δακρύσει.
«Ναι αγόρι μου, έτσι να το κάνουμε! Σε ευχαριστώ! Εσύ θα έχεις σπουδάσει και θα τα κάνεις όλα πιο σωστά και μελετημένα. Σε ευχαριστώ που με σκέπτεσαι. Ευχαριστώ Κωστή μου!»
Το γλυκό είχε αρχίσει να κάνει φουσκάλες, δείγμα ότι ήταν έτοιμο.
Με μία κίνηση το έβγαλε από την φωτιά και το άφησε δίπλα.
Ο Κωστής, πανέτοιμος από ώρα, έριξε τα τραγανά αμύγδαλα και το ανακάτεψαν μία φορά.
«Αυτό ήταν! Είναι έτοιμο. Θα το βάλουμε σε βάζα να το πάρεις στο σπίτι σας. Αρέσει πολύ και στη μαμά σου».
«Πολύ εύκολα έγινε το γλυκό παππού! Μήπως να γίνω ζαχαροπλάστης;» ρώτησε πειραχτικά, κοιτάζοντάς τον και χαμογελώντας πονηρά.
Η βροχή συνέχιζε. Οι ώρες κύλησαν όμορφα και απλά. Με μια ηρεμία που την απόλαυσαν και οι δυο τους. Είχε βραδιάσει πλέον, μα τα όμορφα λόγια του εγγονού του, ακόμα του χάιδευαν τα αυτιά. Άλλη μια μέρα κύλησε γλυκά. Η συγκεκριμένη, κυριολεκτικά γλυκά, με το πεντανόστιμο κυδώνι που έφτιαξαν μοναχά οι δυο τους!