Τι ‘ν’ η συνείδηση; Λιβανιστήρι του παπά στ’ άγια των αγίων εικονίσματα και ύμνος προς εξασφάλιση της του Θεού ευλογίας; Εξορκισμός και εξοστρακισμός και καθαρμός κάθε κακού και δυσίατης τινος νόσου για το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή; Διαρκής και ασταμάτητη και ακούραστη και άφθαρτη ζυγαριά είναι, από την ώρα που εγεννήθης εωσού πεθάνεις, χειμώνα, καλοκαίρι, φθινόπωρο, άνοιξη, κάθε στιγμή. Σου γνέφει και σου μιλά με λόγια και ως οδοσήμαντρο σού παραστέκεται. Τη βλέπεις διαυγέστατα και ακούγεται πεντακάθαρα. Νικά κάθε ωτασπίδες και υποσκελίζει τις παρωπίδες. Από τη μια, τα όνειρά σου και οι κρυφές και φανερές σου πεθυμιές. Από την άλλη, του κόσμου τα πρέπει και οι κανόνες. Κι ανάμεσά τους, για να κλίνουν, ανά εποχή και τόπο, το ζυγό, χώνονται οι συνήθειες παρέα με τα πάγια ή ο έρως ο δυνατός αγκαλιά με την αγάπη την αληθινή… Για να ιδείς, λοιπόν, σιμά σε τούτη τη ζυγαριά, με τα μάτια σου τα χρυσοποίκιλτα μήλα της ζωής και των Εσπερίδων και για να τα γευτείς με τα χείλη και τον ουρανίσκο σου, δεν έχεις ανάγκη κάποιον άβουλο και αδύναμο Ευρυσθέα να προστάξει ένα χεροδύναμο και εύστροφο Ηρακλή να τα φέρει μπροστά μας… Εσύ -να το θυμάσαι!- ο ίδιος μ’ αλήθεια, αγάπη, υπομονή και τόλμη στην καρδιά σου φωλιασμένες, με τη συνείδησή του έχοντάς τα συμφωνήσει και δίχως βιάση, φυγομαχία και λαιμαργία στο κορμί σου να ‘χουν γαντζωθεί στην απρόβλεπτη ζωή, πάντα, πρέπει να αγωνίζεσαι και να ταξιδεύεις! Ακόμα κι αν από μύρια κύματα, π’ η συνείδησή σου και η αγάπη σφιχταγκαλιασμένοι αρωγοί σου θάναι εάν θες να τ’ αντιπαλέψεις, θα δώσουν η Μοίρα και ο Θεός να έχεις να διέλθεις, άλλοτε θεόρατα και άλλοτε ασημαντότατα…