Ο Νίκος Κοπάσης γεννηθείς το 1917 στην Ανώπολη Σφακίων, απόφοιτος γυμνασίου, στρατολογικής κλάσης 1938, κατετάγη στις 18 Οκτ στο 14 ΣΠ και παρουσιάστηκε εκεί που σήμερα βρίσκονται οι κατεστραμμένοι μετά την πρόσφατη πυρκαγιά ιταλικοί στρατώνες στην οδό Τζανακάκη.
Βρέθηκε το μέτωπο της Αλβανίας, στην Μάχη της Κρήτης, την Εθνική Αντίσταση μέχρι και την μεγαλύτερη επιχείρηση οργανωμένων ομάδων του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών που κατέληξε στην Μάχη της Παναγιάς στα Κεραμιά τον Νοέμβρη του 1944.
Κατατάχτηκε στον Εθνικό Στρατό στις 12 Φεβ 1945 όταν παρουσιάστηκε στη XVIII Ταξιαρχία και τοποθετήθηκε στο 607 Τάγμα Εθνοφυλακής. Προάχθηκε επ’ ανδραγαθία στον βαθμό του Εφέδρου Υπολοχαγού Πεζικού από 21 Νοε 1947. Απελύθη από το Στρατηγείο V Ταξιαρχίας ως Υπολοχαγός Πεζικού στις 10 Δεκ 1948.
Την φρίκη του εμφυλίου συνοψίζει μέσα σε μια ιστορία που καταγράφει χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος φύλλων ‘’ΕΝΤΥΠΟ ΣΗΜΑΤΟΣ’’ και φέρει ημερομηνία 22 Οκτ 1948.
Γράφει λοιπόν: « Λυσσάει και βορίζει έξω. Θα ‘χουν περάσει τα μεσάνυχτα. Δεν κοιμάμαι σχεδόν όπως κάθε βράδυ τέτοια ώρα. Καθόμουνα ακόμα μπροστά στο κακοφτιαγμένο τζάκι της καλύβας μας και κάτω από το χλωμό φως μιας λάμπας με σπασμένο το γυαλί και δεμένο με ένα ψιλό σύρμα διάβαζα. Στο μονοκόματο κρεβάτι που πιάνει όλο τον χώρο της καλύβας μας εκτός το τζάκι το δικό μου κρεβάτι κι ένα τραπέζι, κοιμούνται πεντέξι από τους στρατιώτες μου, κουκουλωμένοι με τις κουβέρτες πάνω απ το κεφάλι και μισοροχαλίζουν. Έξω, θεέ μου πόσο παράξενα φυσάει απόψε ο βοριάς !… Ο αέρας κλαψιάρικα και παραπονεμένα τρύπωνε μέσα στη καλύβα από τις χαραμάδες και τις βρίζες {σίκαλη, άχυρο} που σκεπάζουν το σπιτικό μας, τρεμοσβήνει το κίτρινο φως της λάμπας και ξαναφέρνει τον καπνό που βγαίνει από το καπνοδόχο ξανά προς τα μέσα. Άξαφνα η πόρτα ανοίγει απότομα κι ένας στρατιώτης μου μπαίνει μέσα.
-Πυρώνεστε ακόμα κύριε υπολοχαγέ; μου λέει. Μου επιτρέπεται να καθίσω κι εγώ λίγο κοντά σας; Δεν μπορώ να κλείσω απόψε μάτι, δεν μπορώ να μένω στα σκοτεινά στη δικιά μας την καλύβα.
Σαν απόψε … Πρώτη φορά στην ζωή μου είδα πρόσωπο να καθρεφτίζει τόσο ολοφάνερα την αναστάτωση της ψυχής του. Το στόμα του ήταν μισανοιγμένο τα χείλη του κατάφορα φοβισμένα λες και ένας τρομερός εφιάλτης τον πλήγωνε. Στο αυλακωμένο πρόσωπο χίλιες δύο ρυτίδες σημάδια του πόνου και της συμφοράς του. Άφησα το διάβασμα, του ‘δειξα ένα κασόνι των φυσιγγίων αδειανό που το μεταχειριζόμαστε για κάθισμα και του είπα να καθίσει, του ‘δωσα ένα τσιγάρο και τον ρώτησα αν θέλει να ψήσουμε στα πεταχτά δυο καφέδες.
-Ευχαριστώ μου λέγει. Αν θέλετε εσείς καφέ να σας βοηθήσω να τον φτιάσετε, εγώ όμως θα ‘θελα απόψε… Εκάθησε κάτω, πήρε μέσα που το τζάκι ένα αναμμένο κλαδί, άναψε το τσιγάρο του, ακούμπησε τους αγκώνες πάνω στα γόνατά του κι άπλωσε τις παλάμες του πάνω στην φωτιά. Εγώ θα θελα απόψε κάτι για να με κάνει να κοιμηθώ. Να γλυτώσω από το βάσανο που με κυνηγά. Σωπάσαμε για λίγο. Κατάλαβα πως κάτι τον πλήγωνε μέσα στην ψυχή κι ήθελα όσο μπορούσα να του κάμω τη συντροφιά μου λιγότερο βασανιστική. Έσκυψε πάνω από το τζάκι, μάζεψε τ’ αποκαΐδια και τα ‘ριξε μέσα στην φωτιά και ύστερα κοιτάζοντας με μου λέει.
-Επειδή είμαι καινούργιος στην διμοιρία σας κύριε υπολοχαγέ και δεν με ξέρετε επιτρέψτε μου να σας φανερώσω τη στεναχώρια μου. Ξέρω πως δεν υπάρχει πια γιατριά μα θα προσπαθήσω ν ακούσω τη συμβουλή που θα μου δώσετε, μα ως ακόμα σαν θα μιλήσω νομίζω πως για λίγο θα ξαλαφρώσω και θα μπορέσω ύστερα να κλείσω τα μάτια μου. Στον ύπνο που θα μου φέρει τη ξεχασιά και τη γαλήνη. Είναι σήμερα 2 μήνες και λίγες μέρες που ο λόχος μας πέρασε από το Γλυκονέρι* ένα βράδυ και την επόμενη εκάμαμε επίθεση και καταλάβαμε την Τούχουλη*. Θα περάσατε και σεις από κει, είναι δρόμος που πηγαίνει για την Ασπρόπετρα* και τα Τσαϊρια* που όπως μού ‘πανε κι αυτά τα κατέλαβε η ταξιαρχία μας. Αν θα προσέξατε όταν στεκόμαστε πάνω στην κορυφή και κοιτάζουμε προς το Μπάϊρια (Άσπρη Πέτρα*), δεξιά μας και πιο κάτω από τη κορυφογραμμή ανάμεσα από λίγους αβόρατους {πεύκα} κι άλλα κλαδιά είναι ένα στρατάκι μικρό που πηγαίνει πλάι πλάι ως την μέση της Άσπρης Πέτρας κι από κει παίρνει κάτω και πάει στο Πεύκο*. Εκεί μ’ έβαλε ο Διμοιρίτης μου το πρώτο βράδυ που θα μέναμε πάνω στη κορυφή να φυλάω σκοπός μ’ άλλους 3 συναδέλφους μου, και μαζί με τις άλλες εντολές που μας έδωσε μας είπε να προσέχουμε πιο περισσότερο το δρομάκι αυτό. Ήμουνα σκοπός έντεκα με μιάμιση. Έτσι ήταν η νύχτα εκείνη σαν κι απόψε. Αέρας δυνατός πήχτρα σκοτάδι, και μια κατσιφάρα πιο σκοτεινή από την νύχτα, άφηνε πάνω στην χλαίνη μου, το κράνος μου και το αυτόματό μου, σταγόνες νερό. Κάπου κάπου στις γύρω κορφές ακουγότανε καμιά ριπή από καμιά ‘’τουρτούρα’’ {γερμανικό υποπολυβόλο λάφυρα του ΔΣΕ} ή φαινότανε κατάψηλα στον ορίζοντα ανάμεσα στα σύννεφα και στην μαυρίλα της νύχτας καμιά φωτοβολίδα θαμπά θαμπά σαν άστρο μισβησμένο που πάει να βασιλέψει.{*χωριά και τοποθεσίες στο θέατρο επιχειρήσεων του Γράμμου}
Εγώ είμαι απ ένα χωριό της Θεσσαλίας και φέτος κατά τον Μάη μπήκανε μια νύχτα στο χωριό μου κάμποσοι αντάρτες και πήρανε τα αδέρφι μου αιχμάλωτο. Τον Πάνο μας, έτσι τον λέγανε τον αδελφό μου, αφότου μια μέρα στην κατοχή οι Γερμανοί τον στήσαμε μαζί με άλλους χωριανούς καταμεσής στην πλατεία του χωριού μου και τους χτύπησαν με τα πολυβόλα τους, αφότου γλύτωσε μόνο αυτός από τους άλλους 27 που είχανε στημένους μαζί, από τότε η αγάπη όλον μας στο σπίτι εδόθηκε μόνο σ αυτόν. Δεν είχα άλλο αδελφό και για τους γέρους γονιούς μου … εδώ κόπηκε η φωνή του, φούσκωσε το στήθος του και ξανά δάκρυα χοντρά κι απανωτά άρχισαν να κατεβαίνουν στα μάγουλά του. Ξανανάψαμε άλλο ένα τσιγάρο και μου συνέχισε. Ναι τη νύχτα εκείνη που φύλαγα σκοπός απάνω στην κορφή της Τούχουλης κάτι σαν θόρυβος μου φάνηκε σε κείνο το δρομάκι που έρχεται από τα πεύκα μέσα στους αβόρατους και τα κλαδιά. Ήταν όπως σας είπα πίσσα στο σκοτάδι που δεν έβλεπα τίποτα, και ο θόρυβος πιο δυνατά ακουγότανε μες στα κλαδιά. Γύρισα προς τα εκεί το αυτόματό μου, ένα τόμιγκαν που το ‘χα απ τη μέρα καθαρισμένο και λιπασμένο, επάτωσα την σκανδάλη και άφησα μια ταινία ολόκληρη να φύγει. Σταμάτησε την αφήγησή του, τον έπνιξαν οι λυγμοί και για να δώσει στην αναταραχή τόπο να περάσει, κοίταξε κάτω στην φωτιά και τη ζωντάνευε ρίχνοντας μέσα μικρά μικρά ξύλα. Κόπηκε ύστερα ο θόρυβος προς τα κει, απότομα χωρίς τίποτα άλλο ν ακούσω ή να δω στο σκοτάδι μέσα. Παρέδωσα σε λίγο στον άλλο σκοπό που ήλθε να μ’ αντικαταστήσει κι ώσπου να φύγει η νύχτα δεν μας συνέβηκε άλλο τίποτα.
Τα ξημερώματα ένας άλλος συνάδελφός που πήγαινε να περάσει το δρομάκι αυτό σκόνταψε πάνω στο πτώμα ενός νεκρού. Εφώναξε στον διμοιρίτη μας κι όταν πηγαίναμε όλοι προς τα εκεί είδαμε ένα πτώμα πεσμένο μπρούμυτα και κρατούσε στο ένα του χέρι ένα ξύλο και στην άκρη του είχε σκαλώσει ένα κομμάτι άσπρο πανί. Όταν του γύρισα το κεφάλι προς τα πάνω κι ήλθε το πρόσωπό του αντίκρυ στο δικό μου θυμάμαι πως έπεσα πάνω του τον αγκάλιαζα και του φιλούσα το ματωμένο πρόσωπο, του φώναζα… Όταν συνήλθα κάτω στο Νεστόρι* την ίδια μέρα πήρα ένα γράμμα απ το γέρο πατέρα μου και μου έγραφε: Μήτρο μου πρόσεχε μην πιάσουνε το Πάνο μας πουθενά και χωρίς να ξέρουν ποιός είναι του κάμουνε κακό. Καημένε πατέρα και να ΄ξερες …
Τον άφησα στην μεσοσβησμένη φωτιά απάνω ν’ απλώνει τα παγωμένα χέρια του και να τον πνίγουν οι λυγμοί … Τι να του πεις; αυτός είναι ο εμφύλιος!»
Το 2015 ο Χρήστος Χωμενίδης ομοτράπεζος στο Πασχαλινό μας τραπέζι καταφέρνει να εκμαιεύσει την αφήγηση που ακολουθεί όπως την εξιστορεί ο ίδιος:
«13 Απριλίου στις 1:27 μ.μ. -Οικοδεσπότης μας στο πασχαλινό τραπέζι στα Χανιά ήταν ο Νίκος Κοπάσης. Ετών 98. Πανύψηλος λεβέντης με βιβλική γενειάδα και παιδικό χαμόγελο. Ο Νίκος Κοπάσης πολέμησε σε τρεις πολέμους: Στην Αλβανία, το 1940-41, στην Κρήτη κατά την Κατοχή και στον Γράμμο, στον Εμφύλιο. Στρατεύτηκε -όπως πολλοί δημοκράτες Έλληνες- με το ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση και με τον Εθνικό Στρατό στο Εμφύλιο, όπου και αποστρατεύθηκε στα τέλη του 1948 αφού προήχθη σε λοχαγό επ’ ανδραγαθεία.
Ο Νίκος Κοπάσης σπανίως μιλάει για τις πολεμικές του εμπειρίες. Χθες όμως μάς έκανε τη χάρη. Δύο στιγμιότυπα από όσα μάς διηγήθηκε από τον Γράμμο συγκρατώ. “Οι αντάρτες” μάς είπε δίχως ίχνος έχθρας ή μνησικακίας “είχαν τρομερό πάθος. Και οι άνδρες και οι γυναίκες τους. Είχαμε αιχμαλωτίσει κάποτε έναν και τον ανακρίναμε και ξαφνικά αρπάζει το τόμιγκαν του επικεφαλής μας και το στρέφει εναντίον μας. Άμα δεν ήταν άδειο, θα μας θέριζε…”
“Σε μια νυχτερινή επιχείρηση, τραυματίστηκε ένας φίλος μου. Πάω στο νοσοκομείο να τον δω. “Νίκο” μου λέει “κάνε μου μια χάρη: Μου έχουν ακουμπήσει τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου και με βαραίνουν. Κατέβασέ τα, σε παρακαλώ, γιατί εγώ δεν μπορώ να τα κουνήσω….” Του τραβάω την κουβέρτα και βλέπω ότι δεν είχε πλέον χέρια. Του τα’χαν κόψει μα δεν το΄χε καταλάβει. Την επομένη πέθανε…” (Είμαι ευγνώμων στον γιό του, Λευτέρη Κοπάση, και στον κουμπάρο μου Μανούσο Βολουδάκη , που μου γνώρισαν τον Νίκο Κοπάση).»
Ο εμφύλιος Πόλεμος τέλειωσε τον Αύγουστο του 1949 με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού ενώ θεωρείται διεθνώς ως η πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου στην μεταπολεμική ιστορία. Ήταν η πολεμική σύγκρουση με τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η πατρίδα μας από το 1830 έως σήμερα.