«Ο προπάππους κι ο παππούς μου έζησαν, όπως και οι περισσότεροι Κρητικοί, αγκαλιά με τ’ άρματα πολεμώντας σε βουνά και χωριά, ολόκληρη τη ζωή τους. Η απορία είναι, πως αυτοί οι άνθρωποι ασχολήθηκαν και με τα “γήινα”…»
«Εσύ Μανώλη…» σκέφτομαι συγκινημένη, καθώς διαβάζω την πρώτη σελίδα του πάκου που έχω μπρος μου «πότε ασχολήθηκες με τα γήινα, που ήσουν από πάντα ένας ταπεινός πατριώτης, ένας ταγμένος στη υπεράσπιση της πατρίδας στρατιώτης;»
Συγκινούμαι, δακρύζω, αλλά ξαναγυρίζω στα χαρτιά. Τ’ ανέσυρα πριν λίγο απ’ το πάνω ράφι της ντουλάπας -τρία χρόνια μετά το φευγιό του αγαπημένου μου συζύγου- για να βρεθώ ξανά κοντά του, γυρίζοντας σ’ αυτά που αγαπούσε, σ’ αυτά που του έδωσαν το σθένος να μιμηθεί τους άξιους προγόνους μας και να υπηρετήσει την πατρίδα μ’ όλη του τη ψυχή…
Κατέβασα λοιπόν, τον φάκελο, όπου είχα φυλάξει τα γραπτά του, μαζί με μερικά πολύτιμα έγγραφα από το Γ.Α.Κ που αφορούν τον παππού και τον προπάππο του. Αυτά τ’ αντίγραφα με τα ξεθωριασμένα γράμματα ήλθαν στην κατοχή μας, όταν πριν χρόνια σύχναζα στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Κάποια μέρα, σκυμμένη πάνω σε μια παλιά εφημερίδα, ακούω έναν τακτικό μελετητή του Αρχείου να μου λέει: «Κυρία Κανιτσάκη, γνωρίζετε ότι τ’ όνομα του προπάππου του συζύγου σας ήταν… Δασκαλάκης;» Το ήξερα και του εξιστόρησα μάλιστα την ενδιαφέρουσα ιστορία της αλλαγής ονόματος, όπως την είχα ακούσει από μέλη της οικογένειας.
Ο μια ζωή αγωνιστής, «Καλησπέρης» και μετέπειτα Οπλαρχηγός Γιάννης Δασκαλάκης δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ για ν’ αλλάξει τ’ όνομά του. Έγινε από μόνο του, όταν στη Γραμβούσα επάνω, εξασκούμενος στην σκοποβολή…«κάνιζε» το μάτι του! Τρεμόπαιζε δηλαδή. «Ιδέ ο Δασκαλάκης…«κανεί»!», έλεγαν οι συμπολεμιστές του, κι έτσι από Δασκαλάκης μετονομάστηκε σε…Κανίτσος. Στο κατοπινά χρόνια προστέθηκε στο καινούργιο του επίθετο και η γνωστή, Κρητική κατάληξη «…άκης»
Εκείνη η συζήτηση στο Αρχείο, μας οδήγησε στην αναζήτηση παλιών εγγράφων, όπου ανακαλύψαμε αρκετές αναφορές στο Γιάννη Δασκαλάκη-Κανίτσο, όπως και στον επίσης οπλαρχηγό γιό του, Μανώλη Κανίτσο! Βρίσκουμε υπογραφές τους σε αποφάσεις των επαναστατών, αναφορές σε συμμετοχή σε μάχες, μαρτυρίες τους για την δικαίωση αγωνιστών που είχαν πολεμήσει κάτω απ’ τις διαταγές τους, το έγγραφο όπου ο Μανώλης Κανίτσος κάνει αίτημα στην επιτροπή κατάταξης αγωνιστών για την αναγνώριση των υπηρεσιών του στην πατρίδα, και άλλα πολλά…
Μελετώ εδώ και ώρα την Ιστορία των Κρητικών Αγώνων καταγεγραμμένη άλλοτε με μολύβι, άλλοτε με στυλό. Ανακαλύπτω ιστορικά στοιχεία, σχετικές πληροφορίες, όπως κι ακούσματα από παλαιότερους. Προσχέδια προφανώς, του συζύγου μου για κάποιο σχετικό βιβλίο που είχε σκοπό να γράψει. Μέσα σε τόσο υλικό δύσκολο να διαλέξει κανείς! Τελικά επιλέγω να καταθέσω ένα μέρος απ’ τα πεπραγμένα του παππού αρχικά, ο οποίος έφυγε πλήρης τιμών, σκεπασμένος με το ιερό λάβαρο της ομάδας του.
Γράφει ο Μανώλης για τον ηρωικό παππού: «Ο Εμμανουήλ Κανίτσος ήταν γιός του Ιωάννου Κανίτσου, οπλαρχηγού Ροδωπού σ’ όλους τους αγώνες από το 1821 έως τα 1868. Γεννήθηκε στα Ροδωπού Κισσάμου το 1849. Ακολούθησε την πορεία του πατέρα του και τον βρίσκουμε για πρώτη φορά να συμμετέχει στην Παγκρήτιο Επαναστατική Συνέλευση στο χωριό Φρέ Αποκορώνου τον Ιανουάριου του 1878…»
Στα κατοπινά χρόνια θα τον συναντήσουμε με τους χωριανούς του να μάχονται χωρίς σταματημό. Πάντα έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους για την ελευθερία! Ας μην ξεχνάμε πως το πολυπαθές νησί μας γεννά ήρωες και δεν υπάρχει οικογένεια να μην έχει τους δικούς της. Να θρηνεί θανάτους επίσης…Και όχι μόνο. Διότι ο δυνάστης δεν δίσταζε να καίει σπίτια και σοδιές, να χύνει λάδια και κρασιά, να κόβει δένδρα, για ν’ αποδυναμώσει και να εξαθλιώσει ολότελα όσους είχαν απομείνει…
Ο μόνος τρόπος η αντίσταση! Κι ο αγώνας σκληρός και ασταμάτητος…
Ο συγχωριανοί του Μανώλη δίνουν το «παρών» και στην κατάληψη του Πύργου των Βουκολιών. Αντιγράφω το σχετικό κομμάτι από το χειρόγραφο του συζύγου μου, ο οποίος σίγουρα θα είχε συμβουλευτεί ιστορικά βιβλία, πιστεύω όμως πως γνώριζε αρκετά πράγματα από πρώτο χέρι, καθώς ο πατέρας του Νικόλαος θυμόταν καλά όλους τους αγώνες σε Κίσσαμο και αλλού, και συχνά αναφερόταν σ’ αυτούς. Έτσι μαθαίνουμε πως «…Στις 16 Μαΐου του 1896, επειδή συνεχιζόταν η έκρυθμη κατάσταση αποφασίστηκε η δι’ εφόδου κατάληψη του Πύργου των Βουκολιών. Δυο ημέρες αργότερα όμως, σε σύσκεψη των Αρχηγών-Οπλαρχηγών διαπιστώθηκε η αδυναμία εφαρμογής, κυρίως λόγω ελλείψεως πυρομαχικών. Στη σύσκεψη αυτή παρών και ο Εμμ. Κανίτσος ο οποίος στο ενδιάμεσο διάστημα δεν έλλειψε από καμμιά επαναστατική ενέργεια. Η πολιορκία συνεχίστηκε…»
Προχωρούμε, για να βρούμε τον παππού στη μάχη του Δρομόνερου στις 14 Ιουνίου 1896 να συνεχίζει να πολεμά, και μάλιστα να διακρίνεται «επ΄ ανδρεία και πολεμική ικανότητα»!
Και φτάσουμε στον πρώτο μήνα της επομένης χρονιάς…
Διαβάζουμε σε κάποιο σημείο: «…Μετά τις σφαγές των χριστιανών τον Ιανουαρίου του 1897 και την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων, την νύχτα της 2ης-3ης Φεβρουαρίου ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι. Η ομάδα του Εμμ. Κανίτσου ήταν μεταξύ αυτών που εξασφάλισαν τον χώρο αποβάσεως. Συνόδευσαν το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα μέχρι Πλατανιά. Μετά την κήρυξη της ουδέτερης ζώνης γύρω από τα Χανιά από τις Μ. Δυνάμεις, οι προσπάθειες στράφηκαν στην ύπαιθρο. Στις 6/7 Φεβρουαρίου 1897 ο πύργος των Βουκολιών κατελήφθη. Στην μάχη αυτή ο Εμμ. Κανίτσος υπέστη βλάβη στα μάτια από τις ατελώς καιόμενες πυρίτιδες του όπλου του που θα τον οδηγήσει αργότερα, σε πλήρη μέχρι του θανάτου του, τύφλωση. Παρά τον τραυματισμό του στα μάτια κι επειδή η βλάβη εξελίσσετω βραδέως συμμετείχε στην πολιορκία του Πύργου της Καναπίτσας και στην άλωσή του, καθώς και στην πολιορκία του Καστελίου. Απέθανε το 1935 στην Σπηλιά Χανίων. Από την πολιτεία τιμήθηκε, και του απονεμήθηκε ο βαθμός του Οπλαρχηγού Β’ Τάξεως».
Αυτά καταθέτω εν συντομία για τον Κισσαμίτη αγωνιστή, όπως τα βρήκα μεταξύ άλλων, στο αρχείο του εγγονού του Εμμ. Κανιτσάκη, Υποστρατήγου ε.α.
Έχω ωστόσο, ακούσει να λένε πως ο παππούς ήταν ευφυής άνθρωπος. Και πως εκτός απ’ τη παλικαριά, διέθετε κι άλλα χαρίσματα που κληροδότησε στους επιγόνους του, που έγιναν όλοι χρήσιμοι και καλοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Ο παππούς έζησε -αν και σχεδόν τυφλός!- για να δει την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, τιμήθηκε και χάρηκε! Ο «Καλησπέρης» πατέρας του -στον οποίο χρωστώ να γράψω δυο λόγια σε κάποιο επόμενο κείμενο- δεν πρόλαβε, αλλά οι κόποι του μιας ζωής έπιασαν τελικά τόπο…
Στη μνήμη όσων απ’ την οικογένεια δεν είναι πια κοντά μας και μας κοιτούν απ’ εκεί ψηλά. Σίγουροι να είναι πως τους αγαπάμε, τους θυμόμαστε, τους σκεφτόμαστε και πως κι εμείς με τη σειρά μας θ’ αγωνιστούμε, από το μετερίζι του ο καθένας, για μια καλύτερη πατρίδα.