Εσείς μωρέ κοπέλια, μπορεί και να χαντάτε πως έτσα απού τονε θωρείτε τον γκόσμο σήμερα, έτσα ήτονε πάντα ντου, εγώ όμως απού ήμουνε μεγαλωπό κοπελάκι και πρίχου γενεί ο πόλεμος, γροικάτε μου να σας αναλυγαδιάσω μερικά πράματα για να πάρετε μιαν ιδέα απού τα καλοζώγια εκείνης τση εποχής.
Βούλομαι αυτή τη βολά να σασε αναλυγαδιάσω πως εζεσταινόμεστανε ετότεσιδά. Τα παλιότερα σπίθια στον τόπο μου ήσανιε καμαράτα και είχασινε 4 σπάλες. Οι τρεις ήσανιε απάνω σοφαδάκια για ύπνο, και κάτω αποθηκεύανε τα λάδια, τα κρασιά και τ’ άλλα μαξούλια. Κάτω δα, αν τα χωρίζανε με τάβλες τα λέγαμε μπουλμέδες, μα α δεν τα χωρίζανε με τάβλες, εκκρεμούσανε ένα σεντόνι για να μη βγορίζουνε τα πιθάρια και τα κατοιμάνταρα απού αποθηκεύανε εκειδά. Την άλλη σπάλα την εκάνασινε καμινάδα και εκειά εμονομεριούσανε ούλα τα κουζινικά. Εκειά εμπόριενε να είναι και ούλος ο φούρνος, εμπόριενε όμως και να ‘ναι όξω το κουφάρι ντου και να ‘ναι ο πόρος του από μέσα, να φουρνίζουνε από μέσα. Σε μια γωνιά εκάνασινε ντίμπις χάμες την παρασιά, ξαργουτού για να πυρώνουνται το χειμώνα, γιατί αν ήτονε κρεμαστά ‘θελα πχιαίνει η πολλή πυρά απάνω να χάνεται. Μα ετότες ήσανιε πολύτεκνες οικογένειες, γιατί, ούλες οι γυναίκες εγεννούσανε ώστε να θέλει ο Θεός και ούλες οι φαμελιές ήσανιε κοντά στσοι δέκα γη πιλιά από δέκα. Ήτονε δα απού οι φαμελιές εκοιμούντανε μαζωμένοι ούλοι. Μαζί επχιαίναμε στην εκκλησία, μαζί εκαθίζαμε για φαΐ, μαζί επχιαίναμε και για να αποσπερίσουμε, και ότι νάχαν πάει μια μεγάλη φαμελιά σε μιαν άλλη μεγάλη φαμελιά, εγέμιζεν η σπάλα, μα εβάνασινε ορθά τα κουτσούρια και εβγάνασινε πολλή φωθχιά κι εζεσταίνεντονε ο αέρας του σπιθχιού.
Εβάνασινε όμως και μαγκάλι για όσους ήσανιε πιλιά άκρα. Στο μαγκάλι εσημώναμενε πολλά κοντά και οι γυναίκες απού δεν εβάνασινε ετότες πατελόνια μα και εμείς τα κοπέλια απού εβάναμενε κοντά πατελονάκια από ρετσινόπανο χειμώνα καλοκαίρι, εκαϊναντίζανε τα πόδια μας και εκάνανε πουλάδες.
Εμείς, όσοι είχαμενε τ’ αγόρια για το καλοκαίρι και τσι γιαλιές για το χειμώνα, εβγαίναμενε το χειμώνα στ’ αγόρια οι γι άντρες για να ζευγαρίζομενε και για να καλλιεργούμενε τα αμπέλια. Μα τα σπίθχια ήσανιε με χωματοσκεπές κι εβάνασινε νερό κι είχασινε πολλή ογρασιά και πάρα πολύ κρύο και τη νύχτα αύταμενε μεγάλη φωθχιά στη μέση του σπιθχιού και γύρου γύρου απλώναμενε κλίματα γή θύμους κι εβάναμενε τα ράσα μας κι επαιρνούσαμε ζωή χαρισάμενη.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Όντεν = Όταν
Μιτσός = Μικρός
Μούδε = Μήτε
Ογρασιά = Υγρασία
Καμινάδα = Κουζίνα
Χαντώ = Νομίζω
Όσια = Προς
Βολά = Φορά
Παρασιά = Η θέση που βάζουν το τσικάλι για να βράσει.
Ξαργουτού = Για τον σκοπό αυτό
Αγόρι = Το θερινό χωριό
Γιαλιά = Το χειμερινό χωριό
Μαξούλια = Εισοδήματα
Πουλάδες = Όταν είχαμε τα γυμνά μας πόδια εκτεθειμένα σε δυνατή φωτιά εδημιουργούντο μαυροκόκκινες βούλες που τις λέγαμε “πουλάδες”
Καμαράτο σπίτι = Ήτανε μια γέφυρα που στο άνοιγμά της ήτανε η σαλοτραπεζαρία του σπιτιού. Από τις άκρες της αρχίζανε οι τέσσερις σπάλες του σπιτιού.
Κατσιμάνταρα = Διάφορα πράγματα
Καϊναντίζω = Εκτίθεμαι σε πολύ μεγάλη ζέστη
Ντίμπις = Τελείως
Βγορίζει = Φαίνεται