Διαδηλωτές υπέρ της δημοκρατίας κατέβηκαν και πάλι σήμερα στους δρόμους στη Μιανμάρ, την επομένη μιας νέας συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου παραμένουν οι διαφωνίες για την απόκριση στις “απεγνωσμένες εκκλήσεις” του πληθυσμού.
Η φονική καταστολή συνεχίζεται: τουλάχιστον 55 άνθρωποι σκοτώθηκαν από την έναρξη της ειρηνικής εξέγερσης κατά του πραξικοπήματος της 1ης Φεβρουαρίου που ανέτρεψε την πολιτική κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Όμως η κινητοποίηση δεν χάνει τον παλμό της. Στο Λοϊκάου (κέντρο) εκατοντάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων εκπαιδευτικοί με πράσινες και άσπρες στολές, κρατούσαν πανό που καλούσαν σε πολιτική ανυπακοή.
“Η επανάστασή μας πρέπει να νικήσει”. Αν πάτε στη δουλειά, βοηθάτε τη δικτατορία”, φώναζε το πλήθος.
Οι εκκλήσεις για απεργία είχαν σημαντική επίπτωση σε ορισμένους τομείς της ήδη πολύ εύθραυστης οικονομίας της χώρας, με τις τράπεζες να μην μπορούν να λειτουργήσουν, τα νοσοκομεία να είναι κλειστά και τα γραφεία στα υπουργεία, άδεια.
Τα κρατικά ΜΜΕ κάλεσαν τους δημόσιους υπαλλήλους να επανέλθουν στην εργασία τους, διαφορετικά “θα απολυθούν από τις 8 Μαρτίου”.
Στη συνοικία Σαν Τσαούνγκ της οικονομικής πρωτεύουσας Ρανγκούν, η αστυνομία κατέστρεψε αυτοσχέδια οδοφράγματα που έστησαν οι διαδηλωτές και έκανε χρήση δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου λάμψης για να διαλύσει μικρές συγκεντρώσεις.
“Στις προηγούμενες επαναστάσεις μας, δεν κερδίσαμε ποτέ (…) Αυτή τη φορά, πρέπει να αγωνιστούμε μαζί με τη νέα γενιά για τη νίκη”, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο ακτιβιστής Μαούνγκ Σαούνγκα.
Διακοπές ίντερνετ, συλλήψεις, προσφυγή στη φονική βία: οι πραξικοπηματίες στρατηγοί είναι πιο αποφασισμένοι από ποτέ να σταματήσουν τον άνεμο της εξέγερσης που πνέει στη χώρα.
Χθες, Παρασκευή, ένας άνδρας 26 ετών σκοτώθηκε από πυροβολισμό στον λαιμό στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης στη Μανταλάι (κέντρο) και μία μη κυβερνητική οργάνωση κατέγραψε επιδρομές σε κτίρια κατοικιών και ένα νοσοκομείο στα σύνορα με την Ταϊλάνδη.
Δύο ημέρες νωρίτερα, τουλάχιστον 38 διαδηλωτές σκοτώθηκαν, με πλάνα να δείχνουν τις δυνάμεις ασφαλείας την ώρα που πυροβολούν εναντίον του πλήθους, και διαδηλωτές γεμάτους αίματα, από πυροβολισμούς στο κεφάλι.
Δύο νεαροί 18 ετών τάφηκαν σήμερα. “Δεν θα υπάρξει συγχώρεση για εσάς μέχρι το τέλος του κόσμου”, φώναζε το πλήθος.
Σύμφωνα με τοπικά ΜΜΕ, οι αρχές προχώρησαν στην εκταφή της σορού ενός άλλου θύματος, της Κιάλ Σιν, που έγινε σύμβολο της αιματηρής καταστολής καθώς φορούσε ένα φανελάκι που έγραφε “Όλα θα πάνε καλά” όταν πυροβολήθηκε– που την εξέτασαν προτού τη θάψουν και πάλι προκαλώντας κατακραυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα κρατικά ΜΜΕ αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η έφηβη δολοφονήθηκε από την αστυνομία ή τον στρατό, έφθασαν μάλιστα να πουν ότι γενικότερα οι δυνάμεις ασφαλείας “δεν είχαν σχέση” με θανάτους διαδηλωτών.
Τίποτα δεν κάμπτει τους στρατιωτικούς, που εκμεταλλεύονται τις διαφωνίες της διεθνούς κοινότητας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που συνεδρίασε χθες, δεν κατάφερε να συμφωνήσει σε μια κοινή δήλωση. Οι διαπραγματεύσεις για ένα κείμενο αναμένεται να συνεχιστούν την προσεχή εβδομάδα, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές.
“Είμαστε έτοιμοι να προβλέψουμε διεθνείς κυρώσεις βάσει του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αν η κατάσταση εξακολουθήσει να επιδεινώνεται”, δήλωσε η Βρετανίδα πρεσβευτής Μπάρμπαρα Γουύτγουορντ μετά τη σύνοδο του σώματος την οποία είχε ζητήσει η Βρετανία.
Αναγκαστικά μέτρα ανακοίνωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως παρατηρητές καλούν για βήματα παραπέρα με ένα διεθνές εμπάργκο όπλων, απόφαση που απαιτεί τη συμφωνία όλων των μελών του ΣΑ.
Όμως το Πεκίνο και η Μόσχα, παραδοσιακοί σύμμαχοι του στρατού και εξαγωγείς όπλων προς τη χώρα, αρνούνται να αναφερθούν σε “πραξικόπημα”, με το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων να κάνει λόγο στις αρχές Φεβρουαρίου για “υπουργικό ανασχηματισμό”.
Η χώρα μας θέλει να είναι ένας “φιλικός γείτονας”, δήλωσε χθες ο Κινέζος πρεσβευτής Ζιανγκ Τζουν, προειδοποιώντας ότι αυτό που θα έκαναν οι κυρώσεις θα ήταν “να επιδεινώσουν τις εντάσεις ή να περιπλέξουν περαιτέρω την κατάσταση”.
Οι άλλοι περιφερειακοί γείτονες δεν κάνουν και πολλά για να ακουστεί η φωνή τους.
Η Σιγκαπούρη, πρώτη σε επενδύσεις στη χώρα, ήταν η μοναδική που ύψωσε τους τόνους, κάνοντας λόγο διά του υπουργού Εξωτερικών Βιβιάν Μπαλακρισνάν για “εθνική ντροπή”. Όμως ο επικεφαλής της διπλωματίας εκτίμησε επίσης πως οποιαδήποτε εξωτερική πίεση στους στρατηγούς θα είχε μικρό αποτέλεσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο η έκκληση για “ενότητα” που απηύθυνε η απεσταλμένη των Ηνωμένων Εθνών για τη Μιανμάρ, Κριστίν Σράνερ Μπουργκενέρ, δεν φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες να ακουστεί.
“Η ελπίδα που εναπόθεσαν [οι κάτοικοι της Μιανμάρ] στα Ηνωμένα Έθνη και τα μέλη του μειώνεται” είπε, λέγοντας ότι λαμβάνει καθημερινά “απεγνωσμένες εκκλήσεις” από μητέρες, φοιτητές και ηλικιωμένους.
Περισσότεροι από 1.700 άνθρωποι έχουν συλληφθεί από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, εκ των οποίων περίπου 30 δημοσιογράφοι.
Απέναντι στην επιδείνωση της κατάστασης πολίτες άρχισαν να φεύγουν από τη χώρα καταφεύγοντας στη γειτονική Ινδία, εκ των οποίων τρεις αστυνομικοί που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στην καταστολή, σύμφωνα με τον ινδικό στρατό.
Η χούντα, που αμφισβητεί το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου στις οποίες το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Τσι κατήγαγε συντριπτική νίκη, αρνήθηκε να απαντήσει σε επανειλημμένα αιτήματα του Γαλλικού Πρακτορείου.