Ο Michelangelo δεν είχε ακόμη καλά καλά τελειώσει τη “Δευτέρα Παρουσία”, όταν ο Πάπας Παύλος Γ’ της οικογενείας των Φαρνέζε (Farnese) του παρήγγειλε τον Οκτώβριο του 1541 τη διακόσμηση με δύο νωπογραφίες στους πλαϊνούς τοίχους του ιδιωτικού του παρεκκλησίου, της Cappella Paοlina, που είχε πρόσφατα ολοκληρωθεί απ’ τον Antonio da Sangallo το Νεώτερο. Εκεί ο Michelangelo θα ζωγραφίσει δύο σκηνές απ’ τις Πράξεις των Αποστόλων, τη “Μεταστροφή του Σαύλου” και τη “Σταύρωση του Πέτρου”.
Η “Μεταστροφή του Σαύλου” πρέπει να είναι πρωιμότερη. Άρχισε τον Οκτώβριο του 1542 και κατά πάσα πιθανότητα είχε τελειώσει στις 12 Ιουλίου 1545 όταν ο Παύλος Γ’ επισκέφθηκε το παρεκκλήσι όπου εργαζόταν ο ζωγράφος. Στις 10 Αυγούστου δόθηκε η πληρωμή για την προετοιμασία του απέναντι τοίχου, αλλά μια αιφνίδια ασθένεια του καλλιτέχνη στα 1544 η 1545, σε συνδυασμό με την πυρκαγιά που ξέσπασε την ίδια εποχή στο παρεκκλήσι προξενώντας σοβαρές ζημιές στην οροφή και θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την παράσταση, καθυστέρησαν την έναρξη της δεύτερης τοιχογραφίας ως την άνοιξη του 1546. Η “Σταύρωση του Πέτρου” είχε σχεδόν ολοκληρωθεί στις 13 Οκτωβρίου του 1549, όταν ο Πάπας, που ηταν σε βαθιά γεράματα και λίγες εβδομάδες απ’ το θάνατο, εξέφρασε την επιθυμία να δεί το έργο του Michelangelo.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι η “Μεταστροφή του Σαύλου” δε ζωγραφίστηκε απέναντι στην “Παράδοση των κλειδιών της Εκκλησίας στον Πέτρο”, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά απέναντι στη σταύρωση του αποστόλου, σκηνή που θα ταίριαζε με τη σειρά της αρμονικότερα με τον αποκεφαλισμό του Παύλου. Οι δύο σκηνές προσφέρουν δύο διαδοχικά στάδια μιας ύπαρξης αφιερωμένης στο Θεό. Στην πρώτη παράρσταση, μέσα απ’ την εκτυφλωτική λάμψη της Θείας Χάρης, υποδεικνύεται ένας νέος δρόμος στον άνθρωπο, που είναι τυφλός και χωρίς πίστη, ενώ στη δεύτερη γιορτάζεται η θυσία του άνδρα, με την ακατάλυτη πίστη του οποίου η Εκκλησία γεννιέται στην οικουμενικότητά της. Τα δύο έργα συλλαμβάνονται όχι μόνο ως ιστορικά συμβάντα, αλλά, παρατηρώντας και τους ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στη “Μεταστροφή του Σαύλου” και τη «Δευτέρα Παρουσία», κι ως εξομολογήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη, ως τ’ αποτελέσματα ενός θρησκευτικού στοχασμού σε συνάρτηση με την υπερνίκηση μιας ψυχικής πάλης απ’ τη μεριά του ζωγράφου. Δίνουν, κατά τον Tolnay, στο Michelangelo τη δυνατότητα να ενσκήψει στη δική του “Μεταστροφή” και να συναισθανθεί τη συλλογική ενοχή που μοιράστηκε μ’ όλη την ανθρωπότητα.
(Συνεχίζεται την επόμενη εβδομάδα).