Tότε ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στο κέντρο της ομήγυρης και είπε: Ειρήνη υμίν! Μετά στρεφόμενος προς το Θωμά του είπε: Τείνε το δάκτυλο σου- ιδού τα χέρια μου. Βάλε το χέρι σου στο πλευρό μου και μην είσαι άπιστος, αλλά πιστός! Ο Θωμάς του απάντησε: Κύριε και Θεέ μου! Ο Ιησούς του είπε: Εφόσον με είδες, πιστεύεις. Ευλογημένοι, όσοι δεν βλέπουν και εντούτοις έχουν πίστη”
Το γνωστό αυτό επεισόδιο του άπιστου Θωμά από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (ΧΧ, 24-29) εικονογραφεί ο πίνακας του Καραβάτζιο. Τρείς μαθητές συνωστίζονται ερχόμενοι από δεξιά γύρω από τη μορφή του Σωτήρα, έτσι ώστε το κεφάλι του Θωμά και του έτερου Αποστόλου που παρακολουθεί τη σκηνή από κάποια απόσταση από ψηλά, οριοθετούν τον κεντρικό άξονα της σύνθεσης. Υπέροχο το εύρημα του ζωγράφου με τα συγκλίνοντα κεφάλια των τεσσάρων πρωταγωνιστών, που αν και σε άμεση γειτνίαση μεταξύ τους, μοιάζουν εντούτοις να αναπνέουν στο ζωτικό χώρο που τους αναλογεί, διατηρώντας τη δέουσα απόσταση το ένα από το άλλο. Κάτω από τα εξεταστικά βλέμματα των δύο Αποστόλων πάνω δεξιά, εκτυλίσσεται η κεντρική σκηνή της μεταστροφής του άπιστου μαθητή. Ο Χριστός παραμερίζοντας στην άκρη το σάβανο του -που στον τρόπο απόδοσής του ενθυμίζει περισσότερο τόγκα αρχαίου φιλοσόφου!-, καθοδηγεί επιτακτικά το προτεταμένο δεξί χέρι του Θωμά στην αποκαλυφθείσα πληγή στο πλευρό του, αιχμαλωτίζοντας με το αριστερό χέρι τον καρπό του μαθητή. Μια αδιόρατη αίσθηση πόνου μοιάζει να σχηματίζεται στα μισάνοιχτα χείλη του Ιησού, τη στιγμή της επαφής. Διαμετρικά΄αντίθετη είναι η αντίδραση του μέχρι πρότινος άπιστου Θωμά, η μεταστροφή του οποίου αποτυπώνεται εύγλωττα στην έκφραση του προσώπου του, στις έντονες συσπάσεις των μυών και στο έκπληκτο βλέμμα με τα γουρλωμένα μάτια, που μοιάζει να αναζητά στα βάθη της πληγής επίμονα την αλήθεια που τόσο καιρό αρνούνταν ν α παραδεχτεί.
Οι τόνοι κυμαίνονται σε γήϊνες αποχρώσεις χωρίς χρωματικές εξάρσεις, ενώ η τοποθέτηση των μορφών στο χώρο παραμένει συνειδητά απροσδιόριστη, αποτρέποντας οποιαδήποτε παρέκκλιση της προσοχής από το διαδραματιζόμενο γεγονός στο κέντρο του πίνακα. Στην αποπνέουσα δραματικότητα της σκηνής συντελεί χωρίς άλλο και ο ιδιότυπος, περίτεχνος χειρισμός του φωτός. Η σκηνή παραμένει στο δεξιό τμήμα σκοτεινή, ενώ η μορφή του Χριστού και τμήματα των κεφαλιών των τριών μαθητών λούζονται σε ένα κύμα φωτός, η αθέατη πηγή-προβολέας του οποίου εστιάζεται έξω από τον πίνακα, πάνω και αριστερά από τη φιγούρα του Ιησού.
Η χρήση αυτής της έντονης αντίστιξης φωτός-σκιάς (Chiaroscuro), ήταν μία τεχνική, της οποίας ο Καραβάτζιο υπήρξε δεινός σπεσιαλίστας, ιδρύοντας μάλιστα μετά θάνατον μία άτυπη σχολή μιμητών. Περαν όμως της δραματικής σύλληψης το έργο εντυπωσιάζει και με την αμεσότητα της διαλεκτικής επαφής του με το θεατή, μέσω της αληθοφάνειας στην απόδοση των χαρακτήρων του. Καμία μορφή, ακόμη και αυτή του Ιησού δεν είναι εξειδανικευμένη, οι φυσιογνωμίες εκπέμπουν οικειότητα. Ειδικά οι τρείς Απόστολοι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τρείς απλοί Ιταλοί του 17ου αιώνα, σύγχρονοι του καλλιτέχνη. Σήμερα γνωρίζουμε, ότι αυτή η αρχική εντύπωση δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα. Και σε αυτόν τον τομέα ο Καραβάτζιο θα υπάρξει πρωτοπόρος, μελετώντας ενδελλεχώς τους λαϊκούς, απλούς ανθρώπινους τύπους και χαρακτήρες στον κοινωνικό περίγυρό του και χρησιμοποιώντας τους ως μοντέλα, όχι μόνο στην απεικόνιση σκηνών από την καθημερινή ζωή, αλλά και στην ιερή θεματογραφία, αφαιρώντας από τις θρησκευτικές σκηνές, όπως στον “‘άπιστο Θωμά”, κάθετι το μεταφυσικό και το υπερβατικό.