Ήτανε, που λες, μεροκάματο κι οι δυο. Ο Σπύρος κι ο Μανόλης. Μάστορας ο πρώτος πουργός ο δεύτερος. Καλά παιδιά κι οι δυο, φιλότιμα, εργατικά, πρόσχαρα, με τον καλό λόγο και την καλή διάθεση, σε σκλαβώνουν. Δεν είναι σαν άλλους που τους πληρώνεις, βαριούνται ή δεν ξέρουν να γελάσουν, το ευχαριστώ το λυπούνται να το ξοδεύουν και μένεις με την εντύπωση πως αυτοί σε πληρώνουν.
Ή σαν και μια κοπελιά, μεσότριβη έως ολότριβη θε νάταναι, που δουλεύει σαν πωλήτρια ή κάτι τέτοιο, εδώ, σε ένα μαγαζί με σιδερικά, χρώματα, σόμπες, τέτοια, και μπήκα μέσα με τη γυναίκα μου να αγοράσουμε μια ξυλόσομπα κι όση ώρα κοιτούσαμε αυτό που θέλαμε να πάρουμε κι υπήρχε περίπτωση να αφήσουμε μέχρι και 500 ευρώ, αυτή έτρωγε, με πολύ αναίδεια, ψωμί με μαρμελάδα. Φράουλα θαρρώ ήταν γιατί είχε πασαλείψει, σαν τα βρέφη, τα μάγουλά της κόκκινα. Απαντούσε με το ζόρι στις “αναιδείς” ερωτήσεις μας για την τιμή, την απόδοση, αυτά τα απαραίτητα, κι έδινε την αίσθηση πως μας είχε δώσει δανεικά και δεν τα επιστρέφαμε και γι αυτό έπρεπε να αδειάσουμε τη γωνιά το γρηγορότερο. Κι αυτό φυσικά έγινε με τις χειρότερες εντυπώσεις (που δεν την ενδιαφέρει βέβαια) αλλά και χωρίς να αφήσουμε δεκάρα στο μαγαζί. (αυτό μάλλον την ενδιέφερε).
Αλλά όχι. Ο Μανόλης κι ο Σπύρος, γελάνε και ευχαριστούνε πριν ακόμα πάρουν αυτό που δικαιούνται. Γι αυτό και τους ξαναπαίρνεις στη δουλειά σου.
Τούτη τη φορά, ένα μερεμέτι έπρεπε να γίνει στο πολυχρονισμένο σπίτι μου, τους φώναξα, τρέξαν με την πρώτη. Δεν είχανε, λέει, πολύ δουλειά, ήρτανε. Χάρις την κρίση. Είδες; Και παραπονιόμαστε!
Ούτε και το κλασικό κολατσιό θέλουν. Ένα καφές, λίγο τυρί με δυο φρυγανιές, αρκούν. Και λίγη κουβεντούλα. Όπως σήμερα που, άκου να δεις, κατηγορούσαν οι αθεόφοβοι, την κυβέρνηση για την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς τις διαφανείς συντάξεις, αηυτά τα ψιλοπράγματα. Λες και φταίει το ισχύον δίδυμο. Σου είπα. Αχαριστία ρε παιδί μου. Και να η άμεση επέμβαση της συμβίας μου που έφερνε γλυκό του κουταλιού για τα καλορίζικα:
– Τι να σου κάνει το Κράτος; Από πού να εισπράξει…
– Από τους ποθαμένους. Αντέδρασε ο Μανόλης.
– Ανέκδοτο; είπε κάποιος.
– Αμ δεν είναι ανέκδοτο.
– Και τι είναι.
– Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, πρέπει, λέει, να πληρώσει ΕΜΦΙΑ, πώς διάολο το λένε, για το σπίτι που μένουμε.
– Για λέγε; Λέγε;
– Ποθαμένος δυο χρόνια, δηλώσαμε το θάνατό του διακόπηκε η σύνταξή του…
– Την παίρνει το κράτος. Τα είπαμε αυτά. Αν πεθάνουν οι μισοί Έλληνες, βγαίνουμε από την κρίση.
– Ναι… Τον ποθάνανε, παίρνουν τη σύνταξή του, του ζητούν κι από πάνω χαράτσι για σπίτι που το έχουμε οι κληρονόμοι του και που πληρώνουμε όλοι κανονικά.
– Μην είσαι γρινιάρης. Μπορεί να είναι για την “τελευταία κατοικία”.
– Όχι. Γι αυτήν που μένουμε είναι.
– Και τι έγινε;
– Τι να γίνει. Κράτος είναι, χωριάτες είμαστε, μας… κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι ζωντανός, λένε.
– Σώωπα!
– Δυο μήνες αγωνιζόμαστε να αποδείξουμε ότι έχει αποθάνει. Κι ακόμα χαρτιά και παράβολα μας ζητάνε. Φοβούμαι μην και ζητήσουν να τον βγάλουμε, να τον δούνε ότι είναι αυτός ο ίδιος στο μνήμα.
– Όπως έγινε στη Μυτιλήνη.
– Προς το παρόν μαζεύουμε βεβαιώσεις από παπάδες και νεκροθάφτες, πιστοποιητικά γέννησης, βάφτισης, γάμου, θανάτου κι ένορκες βεβαιώσεις πως ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, είναι συχωρεμένος.
– Μα είσαστε βλάκες, πετάχτηκε ο Σπύρος, ανάψανε τα αίματα του Μανόλη, σκέφτηκε όμως τα παιδιά του δεν έγινε φονικό!! Περιορίστηκε να ζητήσει εξηγήσεις.
– Πάρε πίσω το λόγο σου. Τι να έκανα δηλαδή;
– Να πάτε, βρε μούσμουλο, στην εφορία και να πείτε, αφού ο πατέρας μας δεν πέθανε, θα πληρώσει το χαράτσι, αλλά κι εσείς θα του πληρώνετε κανονικά τη σύνταξη και μάλιστα αναδρομικά.
Οπότε αντί κουμπούρες, βγήκανε χαρτιά και μολύβια.
– Κύριε Γιώργο, γράμματα ξέρεις, κάνε μας τούτο το χαρτί να πάμε στην εφορία να ησυχάσουμε βρε αδερφέ. Κι άμα πάρουμε τα αναδρομικά, που λέει ο Σπύρος, θα σφάξω και τον τράο το διχρονίτικο.
– Θα κάνω τα χαρτιά Μανόλη, αλλά θα περιμένω δέκα χρόνια να πάρεις απάντηση, για να φάω βραστό τράγο; Τη δικιά μου σύνταξη, ποιος θα την τρώει τότε σου;