Τατουάζ ανεξίτηλο στον μυστικό ομφαλό της γης, ο χρησμός της μεθυσμένης ιέρειας. Από τους καπνούς σπάνιων, μυστικών βοτάνων. Από τα ξόρκια των θεών και των δαιμόνων. Και η κρυφή της έκσταση, ιερογλυφικά, στους δρόμους των προοπτικών, που ταξιδεύουν σε ξεχασμένους θυμούς. Σε ξεχασμένους πόνους. Σε ξεχασμένους εφιάλτες. Που τους γιάτρεψε το άγγιγμα των πεσμένων πλατανόφυλλων δίπλα στην αρχέγονη πηγή. Κοντά στους αρχέγονους όρκους. Εκεί που μια κατανυκτική σιωπή, έχει τον βωμό της. Τον αρωματισμένο με αρχαία μύρα. Σαν κι αυτά που άλειψαν πεθαμένους θεούς, καθώς από το θνητό, περνούσαν , αυτοί, στο αθάνατο. Και ο χρησμός, πάντα ο ίδιος. Ανεξίτηλος και ακατανόητος από τους σοφούς. Μα τόσο κατανοητός από τον Έρωντα. Ως βότανο που πίνει το πεπερασμένο, για να γίνει άπειρο. Ως αρχαία λαλιά, που την μιλούν όσοι έμειναν αγρίμια. Όσοι αγαπούν τα γκρέμνα και τα όρη και τις αγριεμένες θάλασσες. Όσοι ζουν στο πέρας των οριζόντων. Που βλέπουν, μακρινά, κρυμμένα σύμπαντα, πέρα από τον χορό των χορδών. Ως βέβηλη εφηβική ζωγραφιά, πάνω σε αρχαία κάστρα. Που κατακρίνουν οι βολεμένοι. Μα που τη βλέπουν οι Δροσουλίτες και χαίρονται. Γιατί ξέρουν πως η σιωπή, συνεχίζει να γεννά πολεμιστές. Που θα έρχονται πάντα καβαλάρηδες. Κάθε αυγή. Κάθε που χαράζει. Πιστοί “τοις κείνων ρήμασι”… Και κρυφογελούν οι Δροσουλίτες βλέποντάς τους. Γιατί ξέρουν ότι υπάρχουν ακόμα αυτοί που αποκρυπτογραφούν. Τον ανεξίτηλο χρησμό. Που η μεθυσμένη ιέρεια συνεχίζει ακούραστα να ψιθυρίζει στο αυτί των νέων μαχητών. Ως αρχέγονη μύηση. Ως αρχέγονος όρκος. Στους βωμούς, τους κρυμμένους στις εσχατιές των εσωτερικών οριζόντων.