Ο Ελληνικός στρατός κάνει θριαμβευτική είσοδο στη Σμύρνη, μετά από εντολή που είχαν δώσει οι Σύμμαχοι στον Βενιζέλο να στείλει στρατιωτική δύναμη, για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού.
Αποβιβάζεται η 1η Μεραρχία, που φέρνει μαζί της το 1ο Σώμα στρατού, και έρχεται αντιμέτωπη με τις επιθέσεις των Τούρκων.
Στην Αθήνα ο Βενιζέλος ετοιμάζεται για τις εκλογές, πιστεύοντας ότι θα τις κερδίσει, αφού μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, η ελληνική επικράτεια είχε διπλασιαστεί σε έκταση.
Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν μία ψυχρολουσία για τον Βενιζέλο και την παράταξή του. Ο Βενιζέλος, ο οποίος δεν εκλέχθηκε ούτε βουλευτής, αποσύρεται από την πολιτική σκηνή και στην κυβέρνηση ανεβαίνει η φιλοβασιλική παράταξη.
Η φιλοβασιλική παράταξη κατέβηκε στις εκλογές με κυρίαρχο σύνθημα « οίκαδε», το οποίο βρήκε τεράστια απήχηση σε ανθρώπους εξουθενωμένους και ταλαιπωρημένους, μία οικονομία που έχει γονατίσει από τους συνεχείς πολέμους, και έναν λαό ο οποίος ζητούσε επιτακτικά να σταματήσει η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και να επιστρέψουν οι στρατιώτες στην Ελλάδα.
Παρά τις προσπάθειες που έκανε το κόμμα των φιλελευθέρων, να δείξει τη νέα γεωγραφική αλλά και γεωπολιτική εικόνα της Ελλάδας όπως είχε διαμορφωθεί μετά τη συνθήκη των Σεβρών, ο Βενιζέλος υπέστη συντριπτική ήττα.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τους φιλοβασιλικούς ξεκινούν αμέσως και οι αντικαταστάσεις όλων των ανώτερων αξιωματικών του ελληνικού στρατού στην Ελλάδα αλλά και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Αναλαμβάνουν αξιωματικοί άπειροι με μοναδικό κριτήριο την πολιτική τους ταυτότητα. Γεγονός που δημιούργησε τεράστια προβλήματα και αντιδράσεις στους κόλπους του ελληνικού στρατού και είχε ολέθρια αποτελέσματα στην έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Ο μόνος αξιωματικός ο οποίος παρέμεινε στη θέση του και μετά την αλλαγή της κυβέρνησης ήταν ο Στεργιάδης, ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο και ένα πρόσωπο το οποίο στις συνειδήσεις των Μικρασιατών, έμεινε ως ο υπεύθυνος που έκρυψε από τον μικρασιατικό πληθυσμό την επερχόμενη καταστροφή.
Η έλευση του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε τον πόλεμο, αλλά τον επέκτεινε στο αχανές εσωτερικό, αναγκάζοντας έναν ήδη εξαντλημένο στρατό να γίνεται έρμαιο των ολοένα και συχνότερων επιθέσεων των νεότουρκων, αλλά και αποδέκτης της εχθρικής στάσης του ντόπιου πληθυσμού που βλέποντας την προέλαση του στρατού στο εσωτερικό της Τουρκίας άρχισε να αντιδρά και να καίει τα σπαρτά, να μην αφήνει τροφή και νερό, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην περίθαλψη, στις επικοινωνίες, στις μεταφορές. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ας μην ξεχνάμε ότι το Γενικό αρχηγείο του στρατού βρισκόταν στη Σμύρνη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, γεγονός που το καθιστούσε δυσλειτουργικό στη λήψη άμεσων αποφάσεων.
Όλη αυτή η κατάσταση, φυσικά, άρχισε να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στο ηθικό των στρατιωτών, οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονταν στον πόλεμο πάνω από 7 χρόνια.
Έτσι ξεκίνησαν οι αποστασίες αξιωματικών, καθώς και οι λιποταξίες.
Καθώς ο ελληνικός στρατός προελαύνει προς το εσωτερικό έχουμε πολλές ιστορικές μάχες, όπως τη μάχη της Κιουτάχειας, του Αφιόν Καραχισάρ, του Ουσάκ και σιγά σιγά φτάνουμε μέχρι τον Σαγγάριο. Ένα μέτωπο που επεκτεινόταν περίπου στα 700 χλμ. το οποίο όμως είχε τεράστια κενά που δεν υπήρχαν οι αντίστοιχες δυνάμεις για να καλυφθούν, με αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να παρεισφρύσουν και να δημιουργήσουν τα ρήγματα τα οποία οδήγησαν τελικά και στην κατάρρευσή του.
Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των νεκρών Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών ήταν πάνω από 90.000.
Κατά τη διάρκεια της προέλασης των Ελλήνων, οι Σύμμαχοι, κυρίως οι Άγγλοι, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, όχι μόνο δεν στήριζαν τις ελληνικές δυνάμεις, αλλά φρόντιζαν να εξοπλίζουν τον στρατό του Κεμάλ, να του παράσχουν κάθε είδους στρατιωτική αλλά και ηθική στήριξη, αφήνοντας τους Έλληνες αβοήθητους.
Εξαιρετικά πολύτιμα για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο αλλά και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο στρατός μας, δίνουν τα διασωθέντα ημερολόγια, μέσα στα οποία κατέγραφαν τους φόβους, τις αγωνίες, την απογοήτευση αλλά και τη λαχτάρα της επιστροφής τους στην Ελλάδα.
«… μακάρι να μπορούσα να κλάψω… να ξεπλύνω την ψυχή μου από το φαρμάκι… από τόσους θανάτους… τόση πίκρα… τόση ταπείνωση. Δεν έχω πια δάκρυα αδελφούλα, εδώ μέσα, είναι άδειο… πρέπει να το γεμίσω για να μπορέσω να ξανακλάψω….»
Ιάσων Πολυδαβρίδης 4/7/1922
Ν.Τσαμαδός
21-4-1921
«Σήμερα θα υποδεχτούμε τον πρωθυπουργό κ. Γούναρη. Στις τρεις το απόγιομα το σύνταγμα παρατάσσεται στο χώρο όπου ο εφοδιασμός. Ο λόχος μου έχει ορισθεί ν’ αποδώσει τας τιμάς. Στις τέσσερις καταφθάνει το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο και σταματάει προ της τιμητικής φρουράς. Ο κ. πρωθυπουργός κατέρχεται του αυτοκινήτου και ο παρατεταγμένος λόχος μου αποδίδει τιμάς παρουσιάζοντας όπλα. Συγχρόνως καταφθάνουν άλλα τρία αυτοκίνητα με το μέραρχό μας στρατηγό Τρικούπη, διοικητή του Β΄ Σώματος στρατηγόν Βλαχόπουλον και στρατηγούς Ξενοφώντα Στρατηγόν και Εξαδάκτυλον.
Μπροστά μου κουβεντιάζει ο πρωθυπουργός με τους στρατηγούς και μιλούν σχετικά με τα πηλήκια του στρατού. Σε μια στιγμή ο κ. πρωθυπουργός παίρνει από ‘να φαντάρο του λόχου μου το οπλοπολυβόλο και, κρατώντας το, ρωτάει μεγαλοφώνως τους στρατηγούς: «Τι είναι τούτο;». Οι στρατηγοί τ’ απάντησαν: «Οπλοπολυβόλο, κύριε πρόεδρε». Εμένα μ’ έπιασε απελπισία να βλέπω τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, που πολεμάει συνεχώς δέκα χρόνια, να ρωτάει «τι είναι τούτο» για κείνο που το ξέρουν και τα μικρά παιδάκια. Προπαντός εντύπωση μου ‘κανε η αφέλειά του, γιατί, μια φορά και δεν εγνώριζε αυτό το σύνεργο, όφειλε ιδιαιτέρως να ρωτήσει τι διάβολο είναι αυτό το σύνεργο.
΄Έρχεται στο μυαλό μου τώρα το φέρσιμο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε μια παρόμοια συγκέντρωση, στο Μακεδονίτικο μέτωπο, τον καιρό της Αμύνης, ρωτάει ένα διοικητή πολυβολαρχίας (στη Μακεδονία) ποιος είναι ο καλύτερος πολυβολητής του και ο λοχαγός του απαντά: «Αυτός ο λοχίας, κύριε πρόεδρε». Τότε ο πρόεδρος λέει στο λοχία: «Φέρε δυο πολυβόλα». Σε όλους που παρακολουθούν τη σκηνή κορυφώνεται η περιέργεια.
Ο λοχίας παρουσιάζει τα δυο πολυβόλα και ο πρόεδρος, παίρνοντας το ένα, του λέει: «Εμπρός, να δούμε ποιος θα διαλύσει και θα συναρμολογήσει πρώτος» και, γονατίζοντας στο έδαφος, αρχίζει το έργον και ο έμπειρος πολυβολητής επίσης. Ο πρόεδρος, με μια επιδεξιότητα μοναδική, έλυσε και συναρμολόγησε το πολυβόλο, ενώ ο λοχίας, παρόλη του την προσπάθεια, ευρισκόταν στη μισή δουλειά.
Να πρωθυπουργός του πολέμου, ενώ η πατρίδα του τον έστειλε στην εξορία!!!»
Η ιστορική μας διαδρομή θα συνεχιστεί.