Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή.
» Μικρασιάτες συγγραφείς και λόγιοι
Μικρά Ασία, χώρα “φορτωμένη” ιστορία… Χώρα των φιλοσόφων, των ποιητών, των συγγραφέων, των λογίων… Χώρα αγαπημένη…
Σίτσα Καραϊσκάκη
Η Σίτσα Καραϊσκάκη-Νικολάου, Ελληνίδα λογοτέχνης, ίσως η πλέον επιφανής Ελληνική προσωπικότητα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1897 στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας και πέθανε στις 30 Απριλίου 1987 στην περιοχή της Αμφιθέας στο Παλαιό Φάληρο Αττικής. Το 1932 παντρεύτηκε τον Γερμανοεβραίο ελληνολάτρη βιομήχανο φον Μπάχμαν, σημαντικό οικονομικό παράγοντα και μεγαλοαστό που µεσουρανούσε την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερµανία. Μετά τον πόλεμο έζησε με τον Μπάχμαν στο κατεχόμενο από τους Σοβιετικούς τμήμα της Ανατολικής Γερμανίας και μετά τον θάνατο του Μπάχμαν το 1963, οι αρχές της τότε Ανατολικής Γερμανίας της επέτρεψαν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πατέρας της Σίτσας ήταν ο Παναγιώτης Καραϊσκάκης. Η Σίτσα που είχε δύο αδελφές, τη Νίκη και τη Φιλίτσα Καραϊσκάκη, σύζυγο του Δημητρίου Σακελλαρίου καθηγητή στο Γυμνάσιο του Παλαιού Φαλήρου, αποφοίτησε από το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Σμύρνης. Το 1913 δημοσίευσε ποιήματα της στο «Μικρασιατικόν Ημερολόγιον 1913» του Ε. Σβορώνου και το από το Μάρτιο του 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς», τις ποιητικές συλλογές «Το ταίρι που αμάρτησε» και «Αλήθεια».
Η οικογένειά της μετά την καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου η Σίτσα είχε έντονη παρουσία με τη δημοσίευση ποιημάτων, πεζοτράγουδων και διηγημάτων στα τοπικά μέσα και από τρίτο δεκαήμερο Απριλίου του 1923 στην εβδομαδιαία λογοτεχνική εφημερίδα «Καμπάνα» του εθνικιστή λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1923 με άρθρα της στο περιοδικό «Ο Νουμάς».
Μετά το 1924 η Καραϊσκάκη επανεμφανίστηκε στο περιοδικό «Νουμάς» το 1930, στο τεύχος του Μαΐου εκείνου του έτους, με ένα άρθρο για τον Νορβηγό νομπελίστα λογοτέχνη Κνουτ Χάμσουν, ο οποίος, όμως, τότε είχε συνταχθεί με τις ευρωπαϊκές εθνικιστικές δυνάμεις και στο τεύχος Ιουνίου του 1930, η Καραϊσκάκη θα δημοσιεύσει ένα δικό της διήγημα με τίτλο «Αννελόρα» κι είναι εμφανές ότι ιδεολογικά συντάχθηκε με τον Εθνικοσοσιαλισμό του Αδόλφου Χίτλερ και ασπάστηκε τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες. Σύμφωνα με δημοσιεύματα η Σίτσα Καραϊσκάκη, επιλέχθηκε από τον Βίλχελμ Κανάρις και έγινε συνεργάτιδα των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών στον τομέα της προπαγάνδας. Όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές ανήλθαν στην εξουσία της Γερμανίας, στις 30 Ιανουαρίου 1933, διορίστηκε σύμβουλος του Υπουργείου Προπαγάνδας. Για τους λόγους της ιδεολογικής της μεταστροφής έγραψε άρθρο με τίτλο «Μια γυναίκα» ο Ασημάκης Πανσέληνος ο οποίος γράφει [22] πως «…πραγματοποίησε στρφή 180 μοιρών… {…}… καθώς έγινε αντικομμουνίστρια κι αντισιμίτισσα …η κυρία Σίτσα ανήκει στην οικογένεια των ανθρώπων που καμιάν άλλη φιλοδοξία δεν έχουν παρά μονάχα πώς θα πετύχουν με κάθε τρόπο. Ξεκίνησε για να γίνει μεγάλη και ξέπεσε γιατί ήταν μικρή. Ζήτησε την επιτυχία με όλα τα μέσα. Στην ποίηση, στην πολιτική, και στην επιστήμη. Κι απέτυχε σε όλα με τη σειρά, γιατί δεν είχε μέσα της κανένα ιδεώδες. Απέτυχε επειδή ζήτησε να πετύχει. Κι αλήθεια η αποτυχία και η επιτυχία είναι οι δυο μεγάλες εστίες της σύγχρονης ηθικής κόλασης μας…
Η Σίτσα Καραϊσκάκη αναφέρεται ως μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της Αιολικής Σχολής της πεζογραφίας, μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Φώτη Κόντογλου, Στρατή Δούκα, Κοσμά Πολίτη, Τάκη Χατζηαναγνώστου και Κώστα Γ. Βαλέτα. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες, άρθρα και κοινωνιολογικές αναλύσεις στα ελληνικά και τα γερμανικά. Το έργο της απέσπασε θερμές κριτικές και τιμήθηκε με διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό…
Καρακάσης Λαίλιος
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1885. Γιος του Ζέφη Καρακάση, επίσης μουσικού στο βιολί. Η οικογένεια, μετακόμισε στην Αθήνα, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων. Από 6 ετών είχε θαυμαστή επίδοση στο πιάνο κι από 12 ετών αφοσιώθηκε στη ποίηση, αρχίζοντας με μια έμμετρη τραγωδία. Από το 1910 διορίστηκε υπάλληλος στη Τράπεζα Ανατολής και μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1951. Μαέστρος της νεότερης οπερέτας, ειδικός σε διασκευές τραγουδιών, μεταφραστής ποιητικών και θεατρικών κειμένων, επιθεωρησιογράφος κ.λπ. Έχει στο ενεργητικό του συνολικά 78 έργα (μονόπρακτα, οπερέτες κι επιθεωρήσεις).
Στη νεότητά του έγραψε και μια σειρά λυρικών τραγουδιών, που διακρίνεται η σατιρική φλέβα. Τα καθαρά του σατιρικά ποιήματα, τα παρουσίασε στο περιοδικό της Σμύρνης “ΚΟΠΑΝΟΣ” του Γ. Αναστασιάδη, με το ψευδώνυμο Επιθεωρητής, καθώς και σ’ άλλα φύλλα της εποχής, χωρίς ποτέ να τους αποδώσει ιδιαίτερη σημασία. Διακρίνονται ωστόσο για το λεπτό χιούμορ και το λυρικό τους υπόστρωμα, στοιχεία που τους προσδίδουν ένα σατιρικό τόνο που έλειπε από τη νεότερη σατιρική ποίηση.
Ιωάννης Καρασούτσας
Ο Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873) ήταν Έλληνας ποιητής και μεταφραστής. Γεννημένος στην Σμύρνη, έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου και σπούδασε στην Αθήνα. Το 1839, μαθητής ακόμα, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Λύρα και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η δεύτερη με τίτλο Μούσα θηλάζουσα, αφιερωμένη στη βασίλισσα Αμαλία. Μέχρι το 1850, οπότε διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ναύπλιο, δημοσίευε σχεδόν μια ποιητική συλλογή το χρόνο. Από τις συλλογές αυτές ξεχωρίζουν οι Εωθιναί μελωδίαι (1846) και η επιλογή από το προηγούμενο έργο του με τίτλο Απάνθισμα ποιητικόν (1849). Την περίοδο της διδασκαλίας του συνέγραψε μια γραμματική της γαλλικής, ένα λεξικό συνωνύμων της γαλλικής, μια γαλλική χρηστομάθεια και άλλα διδακτικά βιβλία. Το 1852 μετατέθηκε στην Αθήνα. Η περίοδος της ποιητικής του ακμής ξεκίνησε γύρω στο 1855. Τότε ο Καρασούτσας πήρε μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και βραβεύτηκε τρεις φορές με τα έργα Μη ζωη μετ’ αμουσίας (1855), Πολιτικαί και πατριωτικαί μελέται (1859) και Κλεονίκη (1867), ενώ το 1860 εξέδωσε τη συλλογή Η Βάρβιτος με κάποια από τα καλύτερα έργα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με πολλές στερήσεις (είχε προηγηθεί απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση) και έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτοκτόνησε το Μάρτη του 1873 στην Αθήνα.
Φώτης Κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας Μικρασιάτης λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου του 1895. Είχε τρία ακόμη αδέλφια: τον Γιάννη, τον Αντώνη και την Τασίτσα. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του — ναυτικός στο επάγγελμα — και την κηδεμονία των τεσσάρων παιδιών ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912. Στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, από το 1911, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές.
Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, στην Γ’ τάξη. Το 1913–1914 έμενε με τον Στρατή Δούκα στη Νεάπολη και στην Κυψέλη και μετά με τον Παπαλουκά στην Κολοκυνθού. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργαζόταν ως ρετουσέρ στο φωτογραφείο Μπούκα και Καλιαμπέκου. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου σε διαγωνισμό του περιοδικού. Εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο από όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο Νέοι Άνθρωποι και έγινε πρόεδρος. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει.
Το 1923, επίσης, πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ως ζωγράφος στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το σιντριβάνι, στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο, το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα στο Μυστρά όπου καθάριζε τις τοιχογραφίες των ναών του. Από το 1948 άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του.
Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση, ταλαιπωρημένος σωματικά και ψυχικά ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη με το αυτοκίνητο το 1963.
Ο Κόντογλου «είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο». Ο Φώτης Κόντογλου ήταν μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής τέχνης. “Με την εμφάνισή του, τάραξε τα λιμνασμένα νερά της ανερμάτιστης ευμάρειας του μεσοπολέμου, κέντρισε την εθνική μας συνείδηση και διασάλπισε την σωτηριώδη καθαρότητα της Ορθόδοξης πίστης μας. Το έργο του μένει παρακαταθήκη στην εθνική μας συνέχεια, στήριγμα της ψυχής των Ελλήνων”. Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει. Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροσιά της λαϊκής ζωγραφικής…