Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Μικρασιάτες πρόσφυγες

Α’ ΜΕΡΟΣ
Η αναγκαστική μετακίνηση του Ελληνικού πληθυσμού στον κυρίως ελλαδικό χώρο εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα συστηματικών και καλά οργανωμένων διωγμών από τις τουρκικές κυβερνήσεις, με βάση τα παλιά Γερμανικά σχέδια που είχαν απόλυτα υιοθετηθεί τόσο από τον Σουλτάνο όσο και από τους Nεότουρκους. Οι Μικρασιάτες εκδιώχθηκαν εξαιτίας της εθνικής τους ταυτότητας. Οι διωγμοί πήραν επίσημη μορφή από το 1908 και εντάθηκαν την περίοδο 1919-1922 με τα γνωστά αποτελέσματα της υποχρεωτικής ανταλλαγής με βάση το θρήσκευμα και όχι την καταγωγή των ανταλλασσόμενων.
Βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας ήταν η εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από τη Μικράς Ασία ώστε να μπορέσει μετά να διεκδικήσει αυτά τα εδάφη, επικαλούμενη εθνική ομοιογένεια του πληθυσμού και παράλληλα να αποδυναμωθεί το ελληνικό κράτος εξαιτίας της πληθυσμιακής έκριξης που προκλήθηκε.
Συνολικά, μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία προς την Ελλάδα 1.220.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύµατος και από την Ελλάδα προς την Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, µουσουλµανικού θρησκεύµατος. Στο συνολικό αριθμό των ανταλλάξιµων που αναφέρθηκε περιλαµβάνονται επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες. Μαζί µε τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και ικανός αριθµός χριστιανών Αρµενίων, Σελτζούκων (οπαδών του παπά Εφτίμ Καραχισαρίδη) και Συροχαλδαίων. Απ’ αυτούς 653.000 ήταν αστικής προέλευσης και κατευθύνθηκαν στις πόλεις, 552.000 ήταν αγρότες. Το 93% από αυτούς κατευθύνθηκε στη Μακεδονία και στη Θράκη και μόνο 7% στην Παλαιά Ελλάδα.
Ένα µεγάλο τµήµα του προσφυγικού πληθυσµού εµφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευµένη φθηνή εργατική δύναµη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δηµιουργία νέων παραγωγικών µονάδων. Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανοµής των µεγάλων αγροκτηµάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές. Ωφέλησε την ελληνική οικονοµία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που κατείχαν τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις οικονοµικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που µετέφεραν, λειτούργησαν και σαν νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιοµηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε µεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευµένης και φθηνής εργατικής δύναµης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς. Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εµφανίστηκαν αφενός σαν στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφ’ ετέρου λειτούργησαν µακροπρόθεσµα σαν προσοδοφόροι τοµείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική µεταρρύθµιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες. Επίσης, ορισµένοι κλάδοι της οικονοµίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδοµές αναπτύχθηκαν µε ρυθµούς ταχύτερους απ’ ό,τι άλλοι κλάδοι.
Προερχόµενοι από τόπους µε µακραίωνη πολιτισµική παράδοση, οι πρόσφυγες µετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισµό τους. Η µουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώµατα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο µικρασιατικός αστικός πληθυσµός, προστιθέµενος στον ελληνικό αστικό πληθυσµό, καθόρισε τη σύζευξη του σµυρναίικου µε το ρεµπέτικο. Η µουσική ορχήστρα εµπλουτίστηκε µε τον µπαγλαµά, τα σάζια, τους ταµπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι.
Προερχόµενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σηµαντικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα και εκτεταµένο σχολικό δίκτυο, µε τον κοσµοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισµικό τοπίο µε νέες αντιλήψεις και πολιτισµικές αξίες.
Το 1922 θεωρείται σηµαντικός σταθµός για τη λογοτεχνία. Πέραν της µουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυµασία και τα κοινωνικά έθιµα εµπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύµατα για την επιστήµη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειµένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήµατα» για τη διάχυση και αφοµοίωση κάθε είδους πολιτισµικής δραστηριότητας.
Οι ξεριζωµένοι Έλληνες άφησαν πίσω τους τα πάντα: την παλιά τους ζωή, τα πλούτη, την περιουσία τους, που µε τόσο κόπο είχαν αποκτήσει και πήραν µαζί τους µόνο τα όνειρα τους, τις αναµνήσεις, την κουλτούρα, τον πολιτισµό και την πανάρχαια και ένδοξη ιστορία τους. Ήρθαν λοιπόν στη «µητέρα πατρίδα».
Σχετικά με την αντιμετώπιση των Μικρασιατών προσφύγων από τους ντόπιους, οφείλουμε να πούμε ότι τις περισσότερες φορές ήταν αισχρή και απάνθρωπη αφού σκεπτόμενοι ρατσιστικά και κερδοσκοπικά, τους αντιμετώπιζαν δίχως να υπολογίζουν τον πόνο και τη δυστυχία που είχαν λόγω του ξεριζωμού από τις πατρίδες τους. Πογκρόμ, βία, ρατσισμός, διαχωρισμός, ξενοφοβία, θάνατος. Αυτά χαρακτηρίζουν την περίοδο της βίαιης εξόδου των Μικρασιατών προσφύγων προς τον Ελλαδικό χώρο.
Τους είχαν βγάλει και ορισμένα προσωνυμία  όπως «πρόσφυγγας» από τη σφίγγα που τσιμπάει και προκαλεί πόνο, «σκυλοπρόσφυγγες», «ογλούδες», «λεφούσια», «Ιβίδες» «Παλιοαούτηδες», «Τουρκόσποροι», και «αναμαζωξιάρηδες». Ο εκδότης της δεξιάς εφημερίδας «Καθημερινή» Γεώργιος Βλάχος έγραφε: «Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβιλώνεται από την προσφυγικήν αγέλην. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των καθαρών Ελλήνων, αλλά και η πόλη των προσφύγων».
Γεγονός είναι ότι οι Μικρασιάτες στην πλειονότητά τους ένιωθαν αποξενωμένοι ενώ βίωναν με πολύ βάρβαρο τρόπο την προκατάληψη, ψυχικά τραυματισμένοι και έχοντας το άγχος της επιβίωσης, έκφραζαν συχνά  παράπονα για την αντιμετώπιση που δέχονταν από τους παλιούς κατοίκους της Κρήτης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ίδιων «στην Τουρκία μας λέγανε Έλληνες και στην Ελλάδα μας λένε Τούρκους» δηλαδή δεν υπήρχε πουθενά πατρίδα για κείνους παρά μόνο κοινωνικός αποκλεισμός και κακομεταχείριση.
Δυστυχώς αυτού του είδους η συμπεριφορά είχε περάσει και στις νεαρές ηλικίες με αποτέλεσμα μικρά παιδιά και έφηβοι που πήγαιναν στο ίδιο σχολείο με τα εντόπια Κρητικάκια να βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο το ρατσισμό. Σαν θύματα λεκτικής βίας  ακόμη μελαγχολούν όταν σκέπτονται τα παιδικά τους χρόνια τότε που τα υπόλοιπα παιδιά τα παραμέριζαν και τα απομάκρυναν από τις παρέες με τη φράση «Φύγετε τουρκάκια». Εννοείται βέβαια ότι και οι ενήλικες έζησαν μέσα στη φτώχεια και στην ένδεια χωρίς όμως να τα παρατούν ή να μένουν άπραγοι. «Ανάθεμά σας ήρθατε εσείς και χάσαμε τσοι καλοί μας γειτόνοι τσοι μουσουλμάνοι», τους λέγανε.
Στις 9 Νοέμβρη του 1923, έγινε συλλαλητήριο στις στήλες του Ομυμπίου Διός στην Αθήνα, όπου συμμετείχαν μαζικά οι βασιλόφρονες κάτοικοι των Μεσσογείων. Το χαρακτηριστικότερο σύνθημα ήταν «Φωτιά στους Τουρκόσπορους πρόσφυγες».
«Ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα. Ενάμιση εκατομμύριο φτηνά εργατικά χέρια, ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαληνή για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις άδειες τσέπες …» αναφέρει η Διδώ Σωτηρίου.
Οι Μικρασιάτες ήταν ιδιαίτερα ανεπιθύνητοι και από το επίσημο Ελληνικό κράτος.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τους Δ. Γούναρη και Λ. Ρούφο εξέδωσαν το νόμο 2870/1922 στις 18 Ιούλη 1922 «Περί μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» με τον οποίο απαγορεύτηκε στον Ελληνικό Μικρασιατικό πληθυσμό να φτάσει στην Ελλάδα, εφ’ όσο δεν ήταν εφοδιασμένοι «δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων».
Όσον αφορά το λαό, συνειδητά ή μη, οι βασιλική παράταξη, ταύτησε τους πρόσφυγες με τους οπαδούς του Βενιζέλου την άφιξή τους με την καταδίκη και εκτέλεση των έξι της πολιτικής ηγεσίας τους Χατζηανέστη, Θεοτόκη, Μπαλτατζή και των τριών πρώην πρωθυπουργών Πρωτοπαπαδάκη,  Στράτο και Γούναρη.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι υπήρχε μια σχετική τάξη στη χώρα, αποφάσισε να δώσει δάνεια ώστε να μπορέσει να αποκατασταθεί το προσφυγικό πρόβλημα. Έτσι με αυτά τα χρήματα και τις απαλλοτριώσεις των γεωργικών εκτάσεων η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει έστω και την εντύπωση ότι έχουν τεθεί οι πρώτες βάσεις για μια στοιχειώδη έγνοια για τους προόσφυγες. Όλη αυτή η δράση είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η λεγόμενη «Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων.
Βασικοί τόποι εγκατάστασης των προσφύγων ήταν οι κορυφές των μεγάλων πόλεων στις οποίες περιοχές ιδρύονταν οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Βέβαια οι συνθήκες ήταν άθλιες αφού έμεναν σε παράγκες ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις, έμεναν ακόμα και σε στάβλους.
Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστηασης των προσφύγων, οι ίδιοι οι πρόσφυγες ανάλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους, προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, σαν στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι, με την άφιξη των προσφύγων εμφανίζτηκε το φαινόμενο  της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, σαν διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη.
Ομαδικά οι πρόσφυγες έκτιζαν τα αυθαίρετα σ’ ένα μερόνυχτο. Μεταξύ εργολάβων και εκπροσώπων του κράτους είχε αναπτυχθεί σχέση που δε διακρινόταν εμφανώς το νόμιμο από το παράνομο…
Δυστυχώς, άλλη μια αλήθεια είναι ότι εκτός από την λεκτική βία  (βία με τα λόγια) δεχόταν και σωματική βία, αφού ντόπιοι σε κάποιες περιοχές προσπαθούσαν να πάρουν πίσω τα ανταλλάξιμα έχοντας αισχροκερδή κίνητρα…
Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά, προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως σαν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, επειδή λόγω ακριβώς της κατάστασής τους αυτής, ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες αποδοχές από τους ντόπιους. Επιπρόσθετα, δεν είχαν συνδικαλιστική εμπειρία δεδομένου ότι στη Μικρά Ασία δεν είναι αναπτυχθεί το συνδικαλιστικό κίνημα, οπότε τους καθιστούσε δεξαμενή απεργοσπαστών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιοπραγιών προς τους πρόσφυγες καταγράφτηκαν στη Δράμα της Μακεδονίας που μόνιμοι κάτοικοι χρησιμοποιώντας πιστόλια, μαχαίρια και άλλα μέσα έσφαξαν εν ψυχρώ δεκάδες άτομα. Στο χωριό Κιούπκιοϊ (σημερινή Πρώτη) των Σερρών, το φθινόπωρο του 1925, οι κάτοικοι πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Πυρπόλησαν τις σκηνές των προσφύγων και λεηλάτησαν τα λιγοστά υπάρχοντα που κουβάλησαν από τα σπίτια τους, από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Σύμφωνα με τις καταγραφές της παντελώς απούσας χωροφυλακής κάηκαν ολοσχερώς 120 σκηνές μέσα στις οποίες έμεναν πρόσφυγες Ποντιακής καταγωγής και τραυματίστηκαν με μαχαίρια δεκαεπτά (17) άτομα. Τα περισσότερα ήταν γυναίκες. Οργανωτής του πογκρόμ ήταν ο αυτοαποκαλούμενος «μακεδονομάχος», δάσκαλος του χωριού Κιούπκιοϊ Γεώργιος Καραμανλής (πατέρας του Κωνσταντίνου Καραμανλή). Σε άλλες περιοχές ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να φοράνε συγκεκριμένο χρώμα ρούχων (κίτρινο) για να ξεχωρίζουν από τους Ελλαδίτες Έλληνες. Τούτο μάλιστα είχε προταθεί πολλά χρόνια αργότερα, το 1933, από τον Ν. Κρανιωτάκη, εκδότη της εφημερίδας «Πρωϊνός Τύπος» να εφαρμωστεί σε όλη την Ελλάδα, ώστε να ξεχωρίζουν από τους Έλληνες. Ενώ παράλληλα διακατέχονταν από προκαταλήψεις όπως για παράδειγμα ότι φέρνουν κακή τύχη. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος «σμυρνιά» είχε γίνει συνώνυμο της πρόστυχης γυναίκας λόγω του ότι ήταν δυναμικές και εργατικές συμβάλλοντας οικονομικά στο σπίτι με εξωτερικές δουλειές.
Τέλος, από μερικούς αναγνωρίστηκε η καθαριότητά τους ενώ δυστυχώς από μια άλλη μερίδα ανθρώπων θεωρούνταν κατώτεροι και βρώμικοι. Οι μπουγάδες μύριζαν καθαριότητα και πράσινο σαπούνι ενώ ντρέπονταν να απλώσουν κάτι το όποιο ήταν γαριασμένο. Οι  Σμυρνιές έφεραν τον ασβέστη και φρόντιζαν η παράγκα τους να δείχνει όσο πιο καθαρή και περιποιημένη γίνεται, ενώ με μελαγχολία αναπολούσαν την παλιά τους γειτονιά που ήταν γεμάτη από τενεκεδάκια με λουλούδια και μυρωδιές.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

* Ο Ευθύμης Λεκάκης είναι νομικός, ιστορικός ερευνητής


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα