Η 82η επέτειος της Μάχης της Κρήτης, όπως πάντοτε, υπενθυμίζοντας και τη συντριβή των Ιταλών στα αλβανικά βουνά, ζωντάνεψε και φέτος με τις διάφορες εκδηλώσεις της το “Βιετνάμ” του Άξονα στην Κρήτη το Μάη του 1941: την απομυθοποίηση του αήττητου των στρατιωτικών του δυνάμεων και την αχρήστευση του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που έκτοτε δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ.
Εφέτος, όμως, όπως ήταν φυσικό, επισκιάστηκε από την πολιτική κατάσταση, δηλαδή τη διενέργεια των διπλών εκλογών, τις εκπλήξεις και τα μηνύματά τους. Επειδή όμως την ιστορία πρέπει να τη σεβόμαστε, γιατί κινείται και κινεί, ακόμη κι όταν είναι κάτω απ’ το χαλί και την πατείς, ήσυχος πως την έκρουψες (έπνιξες) και πως δε θα διδάξει πια προβληματίζοντας, πρέπει, νομίζω, να κάνομε τις οφειλόμενες αναφορές και στη Μάχη της Κρήτης.
Το οφείλομε πρώτα πρώτα στον κρητικό λαό, τον άμαχο πληθυσμό, που, απληροφόρητος στα σχετικά με το «δίκαιο του πολέμου» (να τον πατούν και να περνούν οι ισχυροί), έτρεξε σύσσωμος σχεδόν να υπερασπιστεί με όπλα τα γεωργικά του εργαλεία τα παιδιά και τους γέροντές του, τα σπίτια του και την μόλις 40 χρόνια ελεύθερη γη του, που άχνιζε ακόμη από το αίμα των πατεράδων του. Έτρεξε όχι απρόκλητος, αλλά απρόσκλητος, αυθόρμητος εθελοντής, όπως εθελοντές ήταν και όσοι πολεμούσαν δίπλα στα βρετανικά στρατεύματα : όσοι στρατιώτες της Μεραρχίας Κρητών κατάφεραν να κατεβούν στην Κρήτη, οι ελάχιστα γυμνασμένοι Κρήτες που τους πρόλαβε η συνθηκολόγηση στο δρόμο για το μέτωπο και γύρισαν πίσω και πολέμησαν.
Αυτοί οι στρατιώτες πολέμησαν εθελοντικά, γιατί δεν ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν, αφού δεν υπήρχε πια Κράτος (εξαίρεση αποτελούσαν οι αιχμάλωτοι).
Εθελοντικά πολέμησαν και όσοι ελλαδίτες στρατιώτες κατέβηκαν μόνοι τους ή κατά ομάδες με τους αξιωματικούς τους – χαμηλόβαθμοι κυρίως – , όπως ο υπολοχαγός Θεόδωρος Καλλίνος, ο διοικητής του 7ου Συντάγματος της 18ης Μεραρχίας Λουκάς Κίτσος, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Αντώνης Φάκαρος, ο υπολοχαγός Δημήτρης Αυλητής, ο Κωνσταντόπουλος κ.λπ.
Εθελοντικά πολέμησαν κα οι 300 φοιτητές της Σχολής Ευελπίδων, ένα Τάγμα (παρά την άρνηση του στρατηγού Καβάκου). Επίσης οι 100 μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής Ρεθύμνου και, βέβαια, οι εξόριστοι στη Φολέγανδρο του μεταξικού καθεστώτος (η Ελληνική Κυβέρνηση τους είχε όλους παραδώσει στους Γερμανούς). Εκείνοι δραπέτευσαν και ήρθαν κινδυνεύοντας να πνιγούν και πολέμησαν από την πρώτη ως την τελευταία ώρα της μάχης, υπερασπίζοντας την πατρίδα.
Αυτό είναι το πρώτο και μεγάλο χαρακτηριστικό της παράδοξης Μάχης της Κρήτης (20 – 30 Μαΐου 1941) που, μαζί με το Αλβανικό Μέτωπο, ανέκοψαν τη μέχρι τότε νικηφόρα προέλαση του Άξονα και ανέτρεψαν τη στρατηγική του. Η Μάχη της Κρήτης, ευθύνεται για την κατά 5 εβδομάδες καθυστέρηση της Σοβιετικής Εκστρατείας. Επίσης, πλην των άλλων, απέδειξε και ότι η υπεροπλία του Άξονα και η μαχητική του ικανότητα δεν είχαν την απόλυτη στρατιωτική αξία.
Στη συνέντευξή του το 1970 (Μαθιόπουλος, «Ελληνική αντίσταση 1944 και οι Σύμμαχοι») ο 65χρονος υπουργός της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ Άλμπερτ Σπέερ, ο μόνος από τους υπόδικους που στη Δίκη της Νυρεμβέργης το 1945 κράτησε αξιόπρεπη στάση και έδειξε μεταμέλεια, λέει ότι «Τα πλήγματα από τη Μάχη της Κρήτης ο Χίτλερ δεν τα ξεπέρασε ποτέ».
Σ’ όλους τους μαχητές της Μάχης της Κρήτης αφιερώνεται το παραπάνω κείμενο και η αφήγηση του αγνού μαχητή Μανώλη Σταματάκη από τις Άγιες Παρασκιές, που κατέγραψα στο Ηράκλειο στις 3 Ιουνίου 1981. Εκπροσωπεί και συμβολίζει ο αφηγητής τις τίμιες συνειδήσεις όσων αψήφησαν τη μεγαλύτερη πολεμική μηχανή του κόσμου και έκαναν το νησί μας «Βιετνάμ» για τον Άξονα.
Η αφήγηση: Ο Μανόλης Σταματάκης για τη Μάχη της Κρήτης
«Στο λιμάνι είχαν αφήσει οι Εγγλέζοι σαράντα αραπάδες, για να ξεφορτώνουν τα καράβια. Το Ηράκλειο βομβαρδιζόταν κάθε μέρα συνεχώς. Μια μέρα στεκόμουν στην πόρτα του Λιμεναρχείου και έσκασε μια βόμβα είκοσι μέτρα μπροστά μου και τα αέρια με πέταξαν 10 μέτρα πάνω σε ένα σωρό αλάτι, μέσα σε μια πυκνή σκόνη που δε σ’ άφηνε να δεις το δάχτυλο σου. Όταν συνήλθα από το ξαφνικό αισθάνθηκα ένα μούδιασμα στο δεξί μου χέρι. Σαν ξεσκοτίνιασε από τη σκόνη, βρήκα το όπλο μου σπασμένο από τη μέση, ασφαλώς από το θραύσμα της βόμβας. Στο φρούριο του Κούλε ήταν πολλοί αντάρτες και στρατιώτες. Πήγα από εκεί και πήρα ένα όπλο και σε ένα κουτί από κονσέρβα πέντε-έξι κιλά σφαίρες. Είχαν εκεί άφθονες οι Εγγλέζοι.
Ασχολούμαστε μετά να ανοίξουμε χαρακώματα κάπως σπηλιαρωτά να προφυλαχτούμε. Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες χωρίς να τις μετρούμε. Νερό είχαμε άφθονο. Οι σωλήνες του δικτύου είχαν σπάσει και το νερό έτρεχε ποτάμι.
Μια μέρα ήρθε ένας Αρμένης γνωστός με στρατιωτικά και μας είπε αλαφιασμένος και έντρομος ότι οι Γερμανοί έσπασαν τους δικούς μας στη Χανιώπορτα και μπήκαν στο Ηράκλειο. Τώρα είναι στο Μεϊντάνι και καταφθάνουν εδώ.
Τίθεται αμέσως επικεφαλής ένας σημαιοφόρος που ήταν στο Λιμεναρχείο και μας ανεβάζει στο δεύτερο πάτωμα που είχε δυο παράθυρα προς τη θάλασσα και στη μέση μια πόρτα. Μας τοποθέτησε δυο σε κάθε παράθυρο και τρεις στην πόρτα. Εγώ ήμουν στο δεξιό παράθυρο. Ο σημαιοφόρος μας είπε όταν οι Γερμανοί κατεβούν τα σκαλιά και πιάσουν το πλακόστρωτο, το δεξιό παράθυρο να σκοπεύει τους δεξιούς Γερμανούς, η πόρτα τους μεσαίους και το αριστερό παράθυρο τους αριστερούς. Με ψυχραιμία και προσοχή, γιατί ο χρόνος θα είναι πολύτιμος. Πράγματι έτσι έγινε. Με το δάκτυλο στη σκανδάλη περιμέναμε και μόλις κατέβηκαν οι Γερμανοί, την κατάλληλη στιγμή ακούμε : έτοιμοι – Πυρ. Έπεσε η πρώτη ομοβροντία, επαναλάβαμε και δεύτερη και τρίτη. Οι Γερμανοί τρέξανε να πάρουν τους αραπάδες, προφανώς για να τους βάζουν μπροστά ώστε να τους προφυλάσσουν. Οι αραπάδες σήκωναν τα χέρια. Οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν πανικόβλητοι μπερδεύοντας ο ένας στον άλλον και στα πτώματα τους. Εντωμεταξύ τρέξανε και άλλοι αντάρτες από τριγύρω πυροβολώντας. Οι Γερμανοί, άλλοι τραβήξανε προς την Ηλεκτρική και άλλοι γύρισαν πίσω και μπήκαν στο τότε ξενοδοχείο Μίνως.
Εμείς κατεβήκαμε από το επάνω πάτωμα να πάρουμε από πίσω τους Γερμανούς, αλλά θέλαμε να δούμε και πόσους σκοτώσαμε. Και μετρήσαμε δεκαεννιά. Ο σημαιοφόρος συγκινημένος μας φίλησε και τους εφτά. Την ώρα που ήμασταν έτοιμοι να τραβήξουμε προς την Ηλεκτρική, ακούσαμε εκρήξεις στο Μίνως. Αλλά επειδή ήταν πολλοί αντάρτες εκεί και πολλοί Γερμανοί τραβήξανε προς την Ηλεκτρική έτσι τραβήξαμε προς τα εκεί. Φτάσαμε σε ένα σπίτι όπου ήταν κλεισμένοι οι Γερμανοί. Ένας ιατρός που ήξερε γερμανικά τους έλεγε να παραδοθούν και επειδή αρνήθηκαν ψάχνανε να τους κάψουν με βενζίνα. Εμείς φύγαμε και δεν ξέρω τι έγινε. Στην Ηλεκτρική δεν βρήκαμε κανέναν Γερμανό και φύγαμε για τα Καμίνια.
Φτάσαμε σε ένα τοίχο που είχε μήκος πεντακόσια μέτρα. Ήταν πολλοί ταμπουρωμένοι εκεί. Σταμάτησα κι εγώ και όπου σάλευε το στάρι με τρόπο που έδειχνε πως ήταν Γερμανός πυροβολούσα κι εγώ, χωρίς να ψάχνω για αποτέλεσμα, όπως έκαναν και οι άλλοι.
Τότε δέχτηκα μια χαδιάρικη σβερκιά και μια σχεδόν γνωστή φωνή.
• Γεια σου λεβέντη μου.
Γύρισα και βλέπω τον ξάδερφο μου το Γιώργο τον Ινιωτάκη, τον κατοπινό Γκρίσκο, όπως θα τον ξέρουν πολλοί συναγωνιστές. Είχα 3 χρόνια να τον δω. Φιληθήκαμε και μου είπε να τον ακολουθήσω. Στο τέλος του τοίχου ήταν ένα σπιτάκι τέσσερα επί τέσσερα, μετά ένας χωματόδρομος, ένας φράχτης με τρεις σειρές τσιμπότελο και μετά αμπέλια. Ο δρόμος βαλλότανε από τους Γερμανούς και σηκώνονταν σκόνη. Εγώ το θεώρησα επικίνδυνο αλλά αυτός βρέθηκε με ένα σάλτο κατά πλάτος του δρόμου. Όμως τη στιγμή που σήκωσε το ένα πόδι για να περάσει τα σύρματα δέχτηκε μια σφαίρα στον αριστερό ώμο και με φώναξε. Όρμησα να τον πάρω αλλά με βοήθησε και ένας άλλος και τον βάλαμε στο σπιτάκι. Ο άλλος του είπε ότι πάει να φέρει ταξί. Πήγαινε, Ευτύχη, του είπε ο Γιώργος. Εγώ με το υποκόπανο, έσπασα ένα μπαούλο και σχίζοντας ένα σεντόνι έβγαλα λουρίδες για να τον δέσω. Αλλά εκείνη την ώρα ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένα παλικάρι που έστεκε στην πόρτα έπεσε πάνω στα χέρια των διπλανών του. Είχε ένα φάλτσο τραύμα στο κεφάλι και έτρεχε αίμα μαζί με τα μυαλά του. Ένας στρατιώτης με έναν επίδεσμο κοίταξε να τον επιδέσει. Εγώ του είπα να μου δώσει τον επίδεσμο γιατί αυτός δε σώνεται. Με κοίταξε άγρια και μου είπε : «μας αφήσανε στην Αλβανία και φύγανε και εσύ κοιτάζεις τον αξιωματικό»; Τον έπεισα και μου έδωσε τον επίδεσμο, αλλά και το παλικάρι δεν ζούσε πια. Επίδεσα τον Γιώργο. Επειδή είχα ακούσει ότι από την Αλβανία είχε τραύμα πάνω από την καρδιά και ότι το σίδερο είχε μείνει μέσα του και επειδή τώρα είχε χάσει τόσο αίμα τον ρώτησα εάν μπορεί να βαδίσει. Μου έκανε ένα νεύμα που θα πει όχι. Τότε έβγαλα την πόρτα του σπιτιού και τον έβαλα απάνω και μαζί με τους άλλους τον πήγαινα για την Πολυκλινική.
Είχαμε βαδίσει ένα χιλιόμετρο όταν φάνηκαν από τον βορά αεροπλάνα και έκαναν κύκλο από πάνω μας. Ο Γιώργος μας είπε να σκορπιστούμε και να μείνουμε ακίνητοι. Οι τρεις που με βοηθούσαν έκοβαν στάρι για να καμουφλάρουν τον Γιώργο, που τον είχα σκεπάσει με το άσπρο σεντόνι και εγώ τράβηξα το σεντόνι, το έκανα ένα κουβάρι και σκορπίσαμε. Τα αεροπλάνα χαμήλωσαν και έριχναν αλεξίπτωτα. Εγώ που ήμουν πιο κοντά στον Γιώργο του είπα «Γιώργο, τελειώσαμε». Ο Γιώργος χαμογέλασε. Το καθαρό του μυαλό δούλεψε. Οι Γερμανοί δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν τα σήματα που είχαν βάλει και τους έριχναν εφόδια. Ο Γιώργος είχε δει ότι ήταν κιβώτια και όχι αλεξιπτωτιστές.
Φτάσαμε στον αμαξόδρομο και σταματήσαμε να ξεκουραστούμε ……… Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός. Μπροστά μας προς την Χανιώπορτα ο δρόμος ήταν γεμάτος από πτώματα Γερμανών…».