Στου χρόνου το διάβα, διαβάτες πολλοί στους δρόμους της πόλης για ώρες πολλές πραμάτειες πουλούσαν ή ήταν τεχνίτες και όλοι αυτοί αναμνήσεις αφήκαν μιας άλλης εποχής. Γι’ αυτούς τους διαβάτες λίγα θα γράψω· όσα είδα, όσα έζησα πριν χρόνια πολλά.
Ο ΚΑΡΑΜΠΑΣΑΣ
Το 40βότανο και αργότερα απλώς καραμπάσι, το πουλούσαν στις γειτονιές της πόλης, αλλά και στην ενδοχώρα της Κρήτης. Οι Καραμπασάδες γύρναγαν στις γειτονιές και στα χωριά φωνάζοντας «Ο Καραμπασάς. Έχω καλό καραμπάσι για όλες τις αρρώστιες».
Το καραμπάσι ήταν αιθέριο έλαιο από 40 αρωματικά βότανα ή μόνο από φύλλα και καρπούς δάφνης. Η παρασκευή του ήταν πολύ κοπιαστική και χρονοβόρα. Έπρεπε να μαζέψουν τα φύλλα και τους καρπούς της δάφνης, να τα αποξηράνουν σε σκιερό μέρος και στη συνέχεια να τα σιγοβράσουν μέχρις ότου γίνουν αιθέριο έλαιο.
Το καραμπάσι ήταν πολύ ακριβό. Δέκα δράμια καραμπάσι κόστιζε σαν να αγοράζει τρία κιλά κρέας. Το μετρίδι του καραμπασά ήταν μια δακτυλίθρα που έβαζε 2 δράμια καραμπάσι. Το αγόραζαν οι νοικοκυρές, το έβαζαν σε ένα μικρό μπουκαλάκι που χωρούσε 10 δράμια και το φύλαγαν μαζί με τα εικονίσματα.
Πονόδοντος, πονόλαιμος, πυρετός και κρυολόγημα γιατρεύονταν με το καραμπάσι. Οι Καραμπασάδες συνήθως ήταν από τον Τζιτζιφέ Αποκορώνου, γιατί το χωριό ήταν γεμάτο δάφνες. Γυρνούσαν για μέρες και μέρες τις γειτονιές και τα χωριά. Τα πόδια τους πρήζονταν από το περπάτημα. Όταν κανένα πόδι πρήζονταν πολύ, έβγαζαν το στιβάνι και περπατούσαν μόνο με ένα στιβάνι, γι’ αυτό τους Αποκορωνιώτες τους έλεγαν μονοστίβανους.
Καραμπάσι πουλούσαν τον παλιό καιρό και ορισμένοι φαρμακοποιοί. Το αγόραζαν από τους καραμπάσηδες και το μεταπουλούσαν. Στο φαρμακείο όμως του Σκουλά, ένα από τα 5 φαρμακεία της τότε εποχής των Χανίων, ο φαρμακοτρίφτης Μάντιος έφτιαχνε και πουλούσε καραμπάσι δικής του παρασκευής.
Σήμερα δεν υπάρχουν πια Καραμπασάδες, όπως δεν υπάρχουν και γανωτζήδες και άλλοι γυρολόγοι.
Ο ΣΠΑΝΑΚΟΠΙΤΑΣ
Με μια λαμαρίνα στο κεφάλι γεμάτη λαχταριστά σπανακοπιτάκια τριγυρνούσε στην περιοχή των Νέων Καταστημάτων ο Μίκος ο Αφγανιστάκης. Στο μπράτσο του είχε περασμένο ένα μικρό τριποδάκι για να ακουμπά τη λαμαρίνα όταν την κατέβαζε από το κεφάλι για να πουλήσει την πραμάτεια του. Τα σπανακοπιτάκια του Μίκου ήταν το κάτι άλλο. Φύλλο τόσο λεπτό που ήταν διάφανο. Και μια πικάντικη γεύση από το πιπερόνι που έβαζε στο σπανάκι. Το πιπερόνι, όπως έλεγε, το καλλιεργούσε ο ίδιος. Η λαμαρίνα χωρούσε περίπου 500 σπανακοπιτάκια, αλλά γρήγορα ο Μίκος τα ξεπουλούσε. Συνήθως τα πουλούσε πεντάδα- πεντάδα.
Στην οδό Μυλωνογιάννη είχε ένα μικρό εργαστήρι χρυσοχοΐας ο Γιάννης ο Γλαμπές, τρομερός χαράκτης. Τα κοσμήματα του, ιδίως τα περιδέραια, ήταν περιζήτητα. Κάθε πρωί, περίμενε τον Μίκο για να αγοράσει το λιγότερο 20 σπανακοπιτάκια. Ήταν καλοφαγάς. Μπρέ Μίκο, έλεγε στον σπανακοπιτά, δεν φέρνεις και λίγο κρασάκι να πιούμε να το γλεντήσουμε;
Μια απ’ τις πολλές, ο Μίκος κρατούσε μαζί του ένα μπουκάλι γκαζόζας με μαρουβά που είχε αγοράσει από το βαρέλι 12 του καπηλειού “Βουλή των Ανιτσάκηδων”. Έλα Μαστρογιάννη, σου ΄χω και υπέροχο κρασί σήμερα, είπε χαμογελώντας στον χρυσοχόο ο Μίκος. Ο Μαστρογιάννης ήπιε ολόκληρο το μπουκάλι και ευφράνθηκε η καρδιά του.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Μίκος και τα σπανακοπιτάκια του ξεχάστηκαν, και σήμερα, αν κάποιος Μίκος έφτιαχνε τέτοια σπανακοπιτάκια, θα γίνονταν ανάρπαστα. Θα πουλούσε όχι μόνο μια λαμαρίνα αλλά πολλές περισσότερες.
Ο ΓΑΝΩΤΗΣ
Στα παλιά χρόνια όλες οι νοικοκυρές μαγείρευαν σε πήλινα τσικάλια, μικρά ή μεγάλα, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Όταν όμως ήθελαν να μαγειρέψουν για πολλούς είχαν και τα μπακιρένια τσικάλια. Τα τσικάλια αυτά όταν πάλιωναν ήθελαν γάνωμα (κασσιτέρωμα) γι’ αυτό στις γειτονιές τριγυρνούσε ο γανωτής. Είχε ένα τετράτροχο καρότσι και σε μια μεριά είχε μια φουφού με πέτρινα κάρβουνα. Σε ένα δοχείο είχε κασσίτερο λιωμένο και με μια σπάτουλα γάνωνε τα καλής μπακιρένια τσικάλια. Με τα χρόνια που τα μπακιρένια τσικάλια καταργήθηκαν, καταργήθηκε και ο γανωτής κι έπαψε να ακούγεται στις γειτονιές «Ο γανωτής μπακιρένια τσικάλια γανώνω…»
ΛΟΤΑΡΙΤΖΗΔΕΣ
Μια συμπαθέστατη ομάδα ανθρώπων ήταν οι Λοταριτζήδες. Έβγαζαν σε λοταρία και κλήρωναν ποικίλα πράγματα. Άλλοι κλήρωναν ψάρια, άλλοι κλήρωναν τυριά και ήταν και ο Βαγγέλης ο χασάπης που κάθε Σάββατο κλήρωνε ένα ολόκληρο ρίφι (κατσικάκι, ποτέ αρνί).
Ο Μανώλης κλήρωνε κάθε μέρα ψάρια. Πότε σαργούς και φαγκριά, άλλοτε πάλι στείρα, ή σφυρίδα, ή ροφό. Κρατούσε ένα τετράδιο που είχε γραμμένους 200 αριθμούς. Ο παίκτης μπορούσε να βάλει όσους αριθμούς ήθελε. Όταν παίζονταν και οι 200 αριθμοί, έκανε την κλήρωση. Φώναζε ένα μικρό παιδί να τραβήξει τον κλήρο μέσα από ένα μικρό σακουλάκι. Ήταν τρομερά τίμιος. Ποτέ δεν κατηγορήθηκε για απάτη, γι’ αυτό και κλήρωνε κάθε μέρα. Με το πέρασμα του χρόνου η λοταρία των ψαριών ξεχάστηκε. Κάποια μέρα γίνεται περιστασιακά και κάποια κλήρωση ψαριών, ποτέ όμως συστηματικά.
Ένας άλλος κλήρωνε τακτικά μια ολόκληρη γραβιέρα. Αυτός όμως είχε 20 μικρές καρτέλες με πέντε αριθμούς από το ένα μέχρι το εκατό. Κλήρωνε όταν πουλούσε όλες τις καρτέλες. Είχε σ’ ένα σακουλάκι 100 λαχνούς. Κλήρωνε δημόσια, αφού πρώτα έβρισκε ένα μικρό παιδί για να τραβήξει τον τυχερό αριθμό. Κι αυτός δεν κατηγορήθηκε ποτέ.
Ένας κρεοπώλης που πάντα είχε τα καλύτερα κρέατα, κλήρωνε κάθε Σάββατο ένα αρνάκι ή κατσικάκι. Πελάτες πολλοί, οι κλήροι λίγοι. Ο τυχερός έπαιρνε το καλύτερο αρνάκι ή κατσικάκι… Πελάτες, παίκτες και κρεοπώλης ήταν πάντα χαρούμενοι.