» Ο Μαντολάτος, ο ακονιστής, ο Σαλεπιτζής, η Αμπλά και ο παλιατζής
Στου χρόνου το διάβα, διαβάτες πολλοί στους δρόμους της πόλης για ώρες πολλές πραμάτειες πουλούσαν ή ήταν τεχνίτες και όλοι αυτοί αναμνήσεις
αφήκαν μιας άλλης εποχής. Γι’ αυτούς τους διαβάτες λίγα θα γράψω· όσα είδα, όσα έζησα πριν χρόνια πολλά.
Ο Μαντολάτος
Δεκαετία του 1930. Ένα προσφυγόπουλο, ο Νίκος ο Περιστέρης, έφτιαχνε το παραδοσιακό γλυκό των Επτανήσων, το Μαντολάτο, και το πουλούσε στους δρόμους και κυρίως τις Κυριακές στο γήπεδο. Η συνταγή του Μαντολάτου είναι μέλι, ζάχαρη, μαρέγκα και πολύ καλά καβουρδισμένα αμύγδαλα. Χρειάζεται πολύ κόπο και διαρκές ανακάτεμα για να δημιουργηθεί το γλύκισμα του μαντολάτου. Ο Περιστέρης όμως ήταν πολύ δυνατός και τα κατάφερνε. Εκτός από πωλητής του μαντολάτου ήταν και πολύ καλός τερματοφύλακας της Ιωνίας. Ακόμα ήταν και καλός στο μποξ. Αξέχαστοι θα μείνουν οι αγώνες του με τον ΠΕΟ στο Εθνικό Στάδιο Χανίων. Με τον θάνατο του Περιστέρη το μαντολάτο χάθηκε από τους δρόμους των Χανίων.
Ο Ακονιστής
Στις γειτονιές της πόλης καθημερινά τριγυρνούσε ο Ακονιστής. «Μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω», φώναζε δυνατά για να τον ακούσουν οι νοικοκυρές. Ήταν ένας μαυριδερός άντρας και είχε στην πλάτη του ένα μηχανισμό που πάνω του στηριζόταν ένας τροχός για το ακόνισμα των μαχαιριών και των ψαλιδιών. Την εποχή εκείνη ήταν πολυτέλεια ν’ αλλάζεις μαχαίρια ή ψαλίδια, κι έτσι ο ακονιστής είχε πάντα πολλή δουλειά. Όμως τα χρόνια πέρασαν. Οι νοικοκυρές αντί ν’ ακονίζουν μαχαίρια και ψαλίδια, προτιμούσαν ν’ αγοράζουν καινούργια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο ακονιστής να εξαφανιστεί από τις γειτονιές της πόλης.
Ο Σαλεπιτζής
Τη δεκαετία του 1930 στα Χανιά υπήρχε και ένας Σαλεπιτζής. Το σαλέπι ήταν ένα ζεστό ρόφημα που παρασκευαζόταν από ένα βότανο, τον βολβό μιας ορχιδέας. Γυρνούσε τις γειτονιές της πόλης τις κρύες μέρες του χειμώνα και διαλαλούσε τη ζεστή πραμάτεια του. Οι πελάτες του πολλοί και όλοι ευχαριστημένοι από το ζεστό ρόφημα του. Ο αλησμόνητος Μιχάλης Γρηγοράκης σε ένα από τα βιβλία του γράφει μια γουστόζικη ιστορία για το σαλέπι:
«Ένας χωριανός έρχεται στην πόλη για να πουλήσει πραμάτειες. Λίγο μετά τη γέφυρα του Κλαδισού ένιωσε την ανάγκη να κατουρήσει χοντρά. Πήγε σε ένα χωράφι και όταν άρχισε να κατεβάζει το παντελόνι του άκουσε τον σαλεπιτζή να φωνάζει “σαλέπι, σαλέπι”. Νόμιζε ότι έλεγε “σε βλέπει, σε βλέπει”. Πήγε πιο μέσα και άκουγε πάλι το “σαλέπι, σαλέπι”. Εγώ θα κατουρήσω γιατί δεν αντέχω κι ας με βλέπει, είπε ο χωρικός».
Το σαλέπι είναι ένα πανάρχαιο ρόφημα. Αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου και στην Ιστορία του Ηροδότου. Σήμερα το σαλέπι πουλιέται πολύ στη Βόρεια Ελλάδα, όπου κάνει πολλά κρύα.
Η Αμπλά
Στη βόρεια πλευρά της Δημοτικής Αγοράς είχε το στέκι της η Αραπίνα ή Αμπλά. Φθινόπωρο και χειμώνα με ένα ταβλί μπροστά της γεμάτο παστέλια και αφράτα στραγάλια καθόταν η Αμπλά ή Αραπίνα Ντεζιρά. Τα παστέλια τα έφτιαχνε η ίδια από σουσάμι και μέλι και ήταν πεντανόστιμα. Τα αφράτα στραγάλια μπορούσες να τα λιώσεις και με τα δάχτυλα. Ήταν τόση καλοσυνάτη η Αραπίνα Αμπλά που πολλές μανάδες πήγαιναν να ψωνίσουν με τα παιδιά τους για να τα χαϊδέψει η Αμπλά. Έλεγαν πως τους έφερνε τύχη. Την άνοιξη και το καλοκαίρι η Αμπλά μετακόμιζε έξω από την ανατολική είσοδο της Αγοράς, απέναντι από τους αμαξάδες. Την αγαπούσαν όλοι και την προστάτευαν από τα πιτσιρίκια που την πείραζαν.
Ο Παλιατζής
Άλλος γυρολόγος της εποχής ήταν ο παλιατζής. «Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω», ακουγόταν η φωνή του. «Και στις γειτονιές γυρίζω κι ό,τι βρω παλιά ψωνίζω. Και παπούτσια και χαλιά κι ό,τι άλλο βρω παλιά». Ένας παλιατζής ήταν και ο Γιάννης ο Μάραθας. Ένας ταλαίπωρος αλκοολικός που ήταν όμως μπεσαλής και ντόμπρος. Αγόραζε ό,τι παλιό και το πουλούσε στα παλαιοπωλεία της πλατείας Κολοκοτρώνη. Όταν είχε αναδουλειές, ζητούσε δανεικά. Έναν Ποσειδώνα- εικοσάφραγκο της εποχής ήταν τα δανεικά που ζητούσε. Μόλις έπιανε λεφτά γύριζε τον Ποσειδώνα. «Δεν είμαι ζήτουλας, δανεικά σου ζήτησα», έλεγε. Όταν δεν είχε λεφτά, στεκόταν έξω από το καπηλειό τη Βουλή του Ανιτσάκη. Όταν τον έβλεπε ο Χρήστος ο Ανιτσάκης, ένας υπέροχος Χανιώτης, του φώναζε να μπει μέσα. Τον περίμενε ένα ποτήρι κρασί -όχι δεύτερο- κι ένα μπακαλιαράκι. Για τον Γιάννη τον Μάραθα αυτό ήταν δώρο θεού.
Κι άλλοι διαβάτες, πολλοί διαβάτες μιας άλλης φοράς.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος δημοσιογράφος- τυπογράφος