Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

“Μίλα μου, να μη σκέφτομαι…”

Οι ύστερες ανταύγειες του δειλινού, βρήκαν το γέρο ναυτικό να αγναντεύει την απεραντοσύνη της νερένιας ερημιάς της θάλασσας, που απλώνονταν νωχελική κι ατάραχη κάτωθε του σπιτιού του ίσαμε το στρογγύλεμα του ορίζοντα και στράλιαξε το βλέμμα στο μισοβυθισμένο δίσκο του αφέντη ήλιου.
Μισοσβησμένος, άτονα ροδαλός ετούτος, επίτρεπε στην κυρά-Νύχτα ν’ απλώνει αργά, νωχελικά, τα σκούρα, τα μαβιά και σκοτεινά της κρέπια εις τα γύρω, μα στέριωναν το μελαγχολικό τους φάλι και στα εσώψυχα του γέρου…
…Ώρες γαλήνιες εις την εναλλαγή του σκηνικού της φύσης, στιγμές σκεπτικισμού και περισυλλογής όσο και μελαγχολικές για τον νοήμονα, μοναχικό, σκεφτόμενο γεράκο, που εύρισκε απάγκιο μακριά από τις ανθρωπίσιες επιδράσεις τέτοιες ώρες, καθημερίς, ολονυχτίς κάποιες βραδιές…
…Παρέα με τη μοναξιά και τη σιωπή ταρακουνούσε η νόηση το νου, έδινε τούτος ώθηση στη σκέψη λες και το ενσυνείδητο ξύπναγε το υποσυνείδητο, να βλέπει καθαρά μ’ ένα δικό του φως εις το σκοτάδι, όσα δεν έβλεπαν τα μάτια την ημέρα. Ηταν το φως που πήγαζε απ’ την ψυχή, κι έβλεπε διάφανα τα τεκταινόμενα, φτιασιδωμένα την ημέρα με το μανδύα του καθωσπρεπισμού και της διπλωματίας, της διπλοπροσωπίας και της διγλωσσίας (κοντολογίς της ανθρωπογενούς υποκρισίας), έτσι για να κινείται “ο αραμπάς” της κοινωνίας.

Και γίνονταν οι σκέψεις διαπίστωση, και τούτη κάρφωνε αλύπητα ένα μετά το άλλο τα καρφιά στις απαλάμες, στ’ ακροπόδαρα και στην καρδιά της άμοιρης ψυχής και πόναγε ετούτη και υπόφερε πιότερο από τη χωματένια ύλη τ’ ανθρώπινου κορμιού σαν τούτο είναι πρόσκαιρο, φθαρτό, μα η ψυχή ζει και βιώνει στους αιώνες τον οδυρμό του Γολγοθά της…
…Απόδιωχνε ο γέρος ο νοήμονας τη σκέψη από  διαπιστώσεις πληγογόνες, μα κείνη, γοργόφτερη κι ατίθαση φτερούγιζε από “χαράκι” σε “χαράκι”, λες κ’ ήτανε βαλτή να αποδιώχνει τη γαλήνη απ’ τα εσώψυχά του. Και τα “χαράκια” εκείνα δομούσανε το οικοδόμημα της κοινωνίας… Τρόμαξε ο γεράκος σαν είδε σαθρωμένα κι ετοιμόρροπα τα ριζιμιά “χαράκια” της Οικογένειας, της Πίστης, της Αγάπης, της Ελπίδας, της Αξιοκρατίας, της Φιλίας, των Θεσμών, κ’ άλλα χαράκια που πάσχιζε ν’ αναγνωρίσει…
«Μα τούτα είναι τα θεμέλια της κοινωνίας!…» αναλογίστηκε ο δυστυχής. Έκανε προσπάθεια να κλείσει τα μάτια… Μα ήτανε ήδη κλειστά… Τούτα που έβλεπε, τα ’βλεπε με τα μάτια της ψυχής, άσχετα αν τα καπάκια των ματιών ήταν κλειστά ή ανοιχτά. Αφέθηκε λοιπόν ν’ ακολουθεί τη σκέψη στην ετσιθελική της περιπλάνηση… απλά σχολίαζε ψιθυριστά ή χαμηλόφωνα την κάθε διαπίστωση:
«…Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα έχασε ο άνθρωπος τον άνθρωπο, βιώνει ο καθείς τη μοναξιά του καθώς γυρεύει για να βρει τη συντροφιά στο διάβα του βιαστικού, περαστικού, του διπλανού, του αδιάφορου, του τόσο κοντινού και μακρινού συνάνθρωπου… Και τ’ αποτέλεσμα; Η μοναξιά, στο πολυάνθρωπο τοπίο! Και η συνέπεια;  Άνθρωποι με πληγιασμένα τα εσώψυχα να ψάχνουν μια φτιαχτή παρηγοριά σε χάπια και σιρόπια, “έμπλαστρα” της ψυχής προσωρινά, κ’ ύστερα μακροβούτι εις την απελπισία μιας μονότονης φθοροποιούς μελαγχολίας και απομόνωσης!…».
«…Μα χάθηκε κι αυτό που ονοματίζουν “ανθρωπιά”. Χάθηκε κι “λόγος της τιμής”, αστείο πράγμα στο χωνευτήρι των καιρών…Μα για ποια “τιμή” μιλάμε!… Και για ποιο “λόγο”, σαν ήρθαν χρόνοι δίσεχτοι που η “τιμή” επληθωρίστηκε εις το Χρηματιστήριο των Ανθρωπίνων Αξιών κι ο “λόγος”, ακόμη κι ο γραφτός έγινε κίβδηλος!…».
«…Αμ’ οι θεσμοί;…». Απογοήτευση στο γέρο το νοήμονα καθώς του ’ρθε στο νου πώς ήταν οι θεσμοί θεμελιωμένοι στα παλιά,  πώς εκατάντησαν σαθροί και μιασμένοι στις μέρες που του έλαχε να φτάσει, σαν πιότεροι από δαύτους εκπροσωπούνται από αντιπροσώπους ετερόσκιους, οσφυοκάμπτες, χειροκροτητές, με νόηση απ’ τη γαστέρα ως το υπογάστριο και ενδιάμεσο σταθμό… την τσέπη. Αντιπροσώπους – οπαδούς του Μίδα και του Μαμωνά… Και οι θεσμοί, από κερκέλια απαντοχής για το λαό, κατάντησαν οι πιότεροι, “λαϊκές φτύστρες”…»… Θυμήθηκε τα λόγια του Δημόκριτου: «…Όταν κακοί ανέρχονται σε αξιώματα, όσο πιο ανάξιοι είναι, τόσο περισσότερο άμυαλοι γίνονται και γεμίζουν θράσος κι αφροσύνη…».
Άλλαξε σκέψη:
«Παρά τα γηρατειά μου, Σ’ ευχαριστώ Μεγαλοδύναμε που ’χω ακέραιη υγεία, γιατί το βρίσκω δύσκολο να γιατρευτώ –σαν κάποια αναποδιά μου λάχει- όπως την καταντήσαν την περίθαλψη κάποιοι πολιτικάντηδες (γιατί πολιτικοί δεν είναι)!…».
Σιώπησε βυθισμένος στις σκέψεις του, με ένα δάκρυ να κυλά στα ρυτιδιασμένα μάγουλα και να στραλιάζει στο δασύτριχο μουστάκι…
…Μια οπτασία στάθηκε στο οπτικό πεδίο της ψυχής του, με ζυγαριά στο ένα χέρι, σπάθα στο άλλο και με τα μάτια της δεμένα.  Την αναγνώρισε:  Μα, ήταν η Θέμιδα… Μειδίασε, σχολίασε ο γέρος: «Έχεις τα μάτια σου δεμένα!… ε!… και λοιπόν;  Οι άλλες σου αισθήσεις είναι λεύτερες… ακούς και το χρυσοκουδούνισμα του οβολού, οσμίζεσαι κι ακούς ποιος είναι εις τη δικαιοδοσία σου ν’ ασκήσεις κρίση, έχεις και πόδια να διαβείς πλατύσκαλα μα και στενά δρομάκια…»…
Σιώπησε ξανά, σαν φάνηκαν στο οπτικό πεδίο της διανόησης φιγούρες που τις αναγνώρισε:  Σωκράτης, Γιάννης Αγιάννης, Ντρέϋφους, ζεύγος Ρόζενμπεργκ, Στακτόπουλος, Μπελογιάννης, Παγκρατίδης και ένα πλήθος χιλιάδων άλλων αιματόβρεχτων ψυχών, άγνωστων για το γέρο… Πάσχισε να τις αναγνωρίσει… Αναρωτήθηκε… Θυμήθηκε: Μόνο την προηγούμενη χρονιά, η  Διεθνής η Αμνηστία καταγράφει 778 εκτελέσεις, ενώ άλλες 23.000 άνθρωποι αναμένουν την εκτέλεση τους σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πιότερες προϊόν “άδικων δικών” σε 52 χώρες και με προεξάρχουσες το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Ιράν, τη Νιγηρία, την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία, το Σουδάν την Υεμένη. Και ο τρόπος θανάτου: Αποκεφαλισμοί, ηλεκτρικές καρέκλες, απαγχονισμοί, θανατηφόρες ενέσεις, εκτελεστικά αποσπάσματα, λιθοβολισμοί…
«…Δεν τέλειωσε ο Μεσαίωνας;»… αναρωτήθηκε ο γέρος… Θυμήθηκε τα λόγια του Ανάχαρση: «…οι νόμοι, τα δικαστήρια και οι δίκες μοιάζουν με τον ιστό αράχνης, που μόνο ασήμαντες μύγες και κουνούπια μπορεί να συλλαμβάνει, ενώ οι ισχυροί και πλούσιοι, ασυγκράτητοι, καταξεσκίζουν τον ιστό…».
«…Και πέρασαν τόσοι αιώνες από τότε, και είναι σαν να ’χουν ειπωθεί σήμερα το πρωί τούτα τα λόγια!…», σιγομουρμούρισε με φανερή απογοήτευση ο γέρος.
Απογοητευμένος, απόδιωξε τη σκέψη από την κίβδηλη θεότητα, την έστειλε εις το “χαράκι” της Δημοκρατίας. «Τούτη η έρμη…», ψέλλισε,  «…αν ήταν θηλυκό, αν ήτανε γυναίκα δηλαδή, θα ήταν χιλιοβιασμένη, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της έρμης Γης…» …Στο οπτικό πεδίο της ψυχής, φάνηκαν ολοκάθαρα φιγούρες σε μπαλκόνια να λένε…να κομπάζουν…να σπέρνουν υποσχέσεις και ελπίδες μα που στην υστεριά αντί να δίνουν έστω ψίχουλα, να παίρνουν… να παίρνουν…
Τον πήρε το παράπονο, σιγομουρμούρισε: «Δεν το χωράει η κούτρα μου, πώς γίνεται να ’ναι πλουσιότεροι στο τέλος της θητείας τους ετούτοι οι “μπαλκονόβιοι” και όλοι τούτοι που χειροκροτούν, να ’ναι φτωχότεροι στον ίδιο χρόνο…».  Πιο κει, εκείνο το γλυκόλαλο πουλί της Ιδεολογίας, αποδιωγμένο από την ανθρωπίσια απληστία, την εγωπάθεια, τον εγωκεντρισμό και τον αριβισμό, πάσχιζε να ’βρει στέριο καταφύγιο, μακριά από ανθρώπινα λημέρια…
Πρόσεξε παραδίπλα, μία από τις κόρες της Δημοκρατίας, την Αξιοκρατία, με το χιτώνα της κουρελιασμένο από τους επιβήτορες κάθε φυλής κι απόχρωσης, μόνη στο παραγώνι της λησμονιάς καθώς δεν είχε ζήτηση… Πιο κει, στο ίδιο παραγώνι, κείτονταν αποδιωγμένη η Ελπίδα, συντροφιαστή με την Αγάπη, αγκαλιαστή με τη Φιλία… Όμως, ίσιωναν το ανάστημά τους παρακεί ο Φθόνος αγκαλιαστός και ταιριαστός με την Κακία, να καμαρώνουν για το έργο τους, να διαφεντεύουν γύρωθε και να βαδίζουν ανενόχλητοι στους δρόμους όπου Γης, της κοινωνίας…
…Προσπάθησε να στείλει αλλού τη σκέψη, ο γέρος ο νοήμονας…                              Είδε το περιστέρι της ειρήνης να φτερουγίζει έντρομο στα γύρω, γυρεύοντας μια σίγουρη φωλιά καθώς του τη χαλούσε διαρκώς το «δίκιο του Ισχυρού» κι ο αιματόβρεχτος και πολεμοχαρής Θεός, ο Άρης…
Τον πήρε το παράπονο: «Ακούς εκεί, τους πείραξε ο καπνός από την πίπα μου και το τσιγάρο μου, την ίδια ώρα που κάποιοι από δαύτους πατούν κουμπιά κι εξαφανίζουν πόλεις ολάκερες… Μα και την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι σπέρνουν στη γη ανθρωποκτόνα βλήματα με ουράνιο που όσους δεν αφανίσουν εις το διάβα τους, τους φαρμακώνουν ζωντανούς μα και γεννούν παιδιά συφοριασμένα… Μα και την ίδια ώρα που ρίχνουνε στις θάλασσες όσα περισσεύματα έχουν από τα δηλητήρια των πολέμων… Τέτοιος στρουθοκαμηλισμός!… Μα, δεν το μπορεί, κάπου υπάρχουν άνθρωποι που βάζουνε τα στήθια τους γερά σ’ όλα ετούτα που αράδιασα, για τούτο και κρατά ακόμη το οικοδόμημα της κοινωνίας… μα, άντε να τους βρεις!…», σιγομουρμούρισε ο γέρος ο νοήμονας.
…Μια οπτασία τον πλησίασε… Την αναγνώρισε:… ήτανε ο Μορφέας… δεν τον απέφυγε… Και κείνος, άπλωσε τα γυμνά του μπράτσα κι αγκάλιασε το γέρο σε μια ζεστή καλοδεχούμενη αγκάλη…Μισοσβησμένος στη γλυκιά του αποχαύνωση, κάτι μεταξύ «ύπνου και ξύπνιου», είδε μια άλλη οπτασία να σιμώνει. Την αναγνώρισε: Ηταν ο Ιησούς! Έσκυψε, του σιγομουρμούρισε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…» και χάθηκε…
…Ο γέρος, άνοιξε τα μάτια… Δεν ήξερε αν βίωσε το όραμα ή αν ονειρεύτηκε το βίωμα το απροσέγγιστο… δεν ήξερε αν είχε περάσει ένα λεπτό ή μια αιωνιότητα από τα λόγια εκείνα τα στερνά… Το σίγουρο είναι πως είχε ξημερώσει για τα καλά, σαν του εθάμπωνε τα μάτια το πλέριο φως…
…Σηκώθηκε… κατέβηκε τα λιγοστά σκαλιά και τράβηξε κατά το καφενείο της κυρά-Στέλλας. Δεν την πολυσυμπαθούσε την πλαδαρή γειτόνισσα με το λιπόχτιστο κορμί, μα σαν ετούτη δεν έβαζε «γλώσσα στο στόμα», τ’ απόδιωχνε την κάθε σκέψη που του τριβέλιζε το νου.  Κοντολογίς, κάπως εδιασκέδαζε στη συντροφιά της.  Μα του ’χε καρφωθεί στο νου, εκείνος ο στερνός ο λόγος της οπτασίας του Ιησού. «…Για σκέψου, είμαι και σε κάτι πλούσιος!…», σιγομουρμούρισε μειδιώντας πικρόχολα, καθώς εδιάβαινε την είσοδο του καφενείου.
«Τι μουρμουρίζεις γέρο Μπάτη;», τον πρόφτασε η κυρά-Στέλλα, κάνοντας χρήση στο παρατσούκλι του γέρο ναυτικού, σαν είχε αναλώσει ολάκερη ζωή στα πέλαγα…
«Μίλα μου, να μη σκέφτομαι…», της αποκρίθηκε κοφτά, ξεψυχιστά ο γέρος…
Κατάλαβε η έξυπνη γειτόνισσα, άρχισε ένα αδιάκοπο μονόλογο-βερμπαλισμό, ρούφαγε το ζεστό καφέ ο γέρος και γελούσε…. Γελούσε δυνατά, δεν πρόσεχε καν τα λόγια της κυρα-Στέλλας… μα δε σκεφτότανε και τίποτα…Χαλάρωνε!…
…Κάποια στιγμή, αλαφρωμένος λες, σηκώθηκε, τράβηξε κατά το γιαλό.  Του ’ρθαν στο νου οι στίχοι κάποιου άσημου ποιητή. Τους σιγομουρμούρισε, σχεδόν παρακαλετά:

…Σκέψη γοργόφτερη κι ατίθαση
μη με στριφογυρνάς σε λύπες.
Ταξίδεψέ με, ικετεύω σε,
σε αύριο λευκόφτερης ελπίδας!…

*γεωπόνος – συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα