Κυριακή, 1 Σεπτεμβρίου, 2024

Μην πάρεις το για προσβολή αν κουζουλό σε πούνε, των γνωστικών τα όνειρα οι κουζουλοί τα ζούνε.

Βροχές και χιόνια πέσανε
και στο Νομό Χανίων
μα μοναχά για τις ζημιές
θα κάνουμε ταμείον.

Δεν εκτιμούμε τα καλά
αν βρέξει κι αν δεν βρέξει,
θαρρώ «ικανοποίηση»
είν’ άγνωστή μας λέξη.
‘Νιαχωριανός
(Σφ.)

Για κακοκαιριά μας ομιλεί
και τα καλά τση εξυμνεί
ο Σφηναριώτης

Ψάχνω να βρω σ’ αδερφοχτέ, πού νάσαι τρυπωμένος,
με τη Μαριώ θα βρίσκεσαι, ξανά αγκαλιασμένος.
Μ’ αν έεις πράμα κατά νου, μη πέσεις εις τη φάκα,
κι από το Βλάτος κάστανα, απόθεσε στη θράκα.
Που γροίκα, ετρελάθηκε και ο καιρός στην Κρήτη,
χιόνια βροχές και παγωνιές, ‘π’ την περασμένη Τρίτη.
Τρεις μέρες όλο κι έβρεχε και νύχτες δυο αντάμα,
το πως δεν επνιγήκαμε, τρανό λογάται θάμα.
Ξεχείλισε ο ποταμός, κουβάλαγε χαράκια,
δέντρα ξεριζωθήκανε, φουσκώσανε τ’ αυλάκια.
Αποκλεισμένοι ήμασταν, δυο μέρες και δυο νύχτες,
πότε οι δρόμοι θ’ ανοιχτούν, ρωτούσα χαρτορίχτες.
Τηλέφωνο δεν είχαμε, το ρεύμα ‘ταν κομμένο,
στο σπίτι μαζωχτήκαμε, στο τζάκι τ’ αναμμένο.
Προμήθειες τελειώσανε, και όλα στο κελάρι,
τα ψήναμε τα τρώγαμε, πίναμε γιοματάρι.
Δε φτάνανε τα βάσανα, που είχαμε ως τώρα,
κρύο πολύ ενέσκηψε, χιόνι σ’ όλη τη χώρα.
Κι όντε σκοτίδι έπεφτε, θέταμε με τσι όρθες,
να ζεσταθούμε κλείναμε, τα παναθύρια πόρτες.
Και τους παλιούς θυμόμουνα, που κάνανε κοπέλια,
το λύχνο άμα σβήνανε, με πιάνανε τα γέλια,
που δεν ακλούθα η γριά, να κάνει τέτοια πράξη,
οπού να φύγει ο χιονιάς, στον Άγιο είχε τάξει.
Την άλλη μέρα ήφεξε κι όλά ‘ταν ασπρισμένα,
βιγλάτορες δα τα βουνά, με χιόνι σκεπασμένα.
Σαράντα χρόνια είμ’ εδά, στση Κρήτης την πορεία,
ετσά λογής δε γνώρισα, ποτέ κακοκαιρία.
Σφηναριώτης

Λέγει μας τα κι ο ‘Νιαχωριανός
απ’ το Βλάτος, ο αδερφοχτός.
Καλά τα λες αδερφοχτέ, ν’ αναφερθούμε τώρα,
για τη δεινή κακοκαιριά, που έπληξε τη χώρα.
Οι ουρανοί ανοίξανε, αρχές του νέου χρόνου,
για να ξεπλύνουν τσι βρωμιές, μιας κι εκλογές σιμώνου(ν).
Έβρεχε καταρρακτωδώς, χωρίς αμφιβολία,
μα ήταν μέρες διακοπών, κλειστά ‘ταν τα σχολεία.
Για τούτο δεν κινδύνευσαν, παιδάκια και δασκάλοι,
χάρη μας έκαν’ ο Θεός, μου φαίνεται μεγάλη.
Σαν τα ποτάμια είδαμε, κάποια στιγμή τους δρόμους,
για δε χωρούσαν τα νερά, όλα στους υπονόμους.
Σε λίμνες μετατράπηκαν, τα χαμηλά σημεία
κι έτρεχ’ η πυροσβεστική, παντού με προθυμία.
Αδύνατη η πρόσβαση, σε αρκετές οικίες,
υπόγεια πλημμύρισαν, σε πολυκατοικίες.
Ετούτη η νεροποντή, κρατούσε κάποιες ώρες,
μάλλον χαλάστρα έκανε, σε νέους και σε κόρες.
Που να διασκεδάσουνε, θέλουνε μέρες που ‘ναι,
μα δεν τσ’ αφήνει η βροχή, εύκολα να βρεθούνε.
Τα γεροντάκια είχανε, όμως χαρά μεγάλη,
αιτία βρήκαν κι αφορμή, για μια ζεστή αγκάλη.
Στο κρεβατάκι τους νωρίς, τα έφερνε το κρύο,
και θύμησες τους ήρθανε, ξύπνησε το θηρίο.
Την άλλη μέρ’ επίσκεψη, μας έκανε το χιόνι
και το καλωσορίσαμε, μικρόβια σκοτώνει.
Τα δέντρα φορτωθήκανε και τα πεζούλια πέρα,
κι οι χωρικοί μας είδανε, ‘πι τέλους άσπρη μέρα.
Έπεσε κι ένας κεραυνός, σε εκκλησιά του Βλάτους,
ζημιά σε τάφους έκανε και σε κονίσματά τους.
Εις την Ελλάδα μας φτηνά, τηνε περνούμε πάντα,
μα σ’ άλλες χώρες αρκετούς, τους τρώει η μαρμάγκα.
‘Νιαχωριανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα