Από μικρό παιδί, κάθε φορά που έφευγα από το χωριό μου, αφιέρωνα πολλή ώρα πριν την αναχώρηση, κοιτάζοντας επίμονα, φωτογραφίζοντας, ηχογραφώντας και οσφρογραφώντας το τοπίο ως πέρα στον ορίζοντα, ολόγυρα από το σπίτι. Ένοιωθα μέσα μου, πως φεύγοντας από τον αγαπημένο τόπο, έπρεπε να ‘χω κοντά μου την ανάσα του, την εικόνα του, τις μυρωδιές του. Άνοιγα τις «καστρόπορτές» μου, και τις άφηνα ανοιχτές πολλή ώρα, μέχρι να γεμίσω με λογής λογής ενθυμήματα. Ύστερα έφευγα-δε γινόταν αλλιώς- αφήνοντας πίσω την εικόνα της ΜΑΝΑΣ, που σαν απομακρυνόμουν, ανασήκωνε την ποδιά της, για να σκουπίσει τα δακρυσμένα μάτια, που ως πριν λίγο τα κρατούσε στεγνά, για να μη μεταδώσει ταραχή την ώρα του αποχωρισμού.
Σαν ήμουν μακριά από την αγαπημένη γη, δεν ήταν λίγες οι φορές που σφαλώντας τα μάτια, πρόσταζα τις εικόνες, τις μυρωδιές και τους ήχους αυτούς, να παρελάσουν μπροστά μου. Κι εγώ, σαν επίσημος, στεκόμουν στη θέση μου, χαιρετούσα και καμάρωνα.
Είχα την αίσθηση, πως είχα ένα στρατό καλά οπλισμένο, καλά γυμνασμένο, ετοιμοπόλεμο που πάντα θα στέκει κοντά μου σύμμαχος στις πολλές και δύσκολες μάχες της ζωής μου.
Φούντωσε πάλι η νοσταλγία… Πρόσταξα το σύμμαχο στρατό να παρελάσει, για να καταλαγιάσει η πεθυμιά. Στο τέλος της παρέλασης μούδωκε αναφορά ο έχων το «γενικό πρόσταγμα». Πήγαινε μου ‘πε. Ο στρατός θέλει καινούριο οπλισμό. Πόλεμος δε γίνεται χωρίς ανανέωση και εκσυγχρονισμό του οπλισμού.
Υπάκουσα. Και να ‘μαι πάλι κοντά σου αγαπημένη γη. Ένα κυπαρισσάκι, που το φωτογράφισε παλιότερα η ματιά μου και το ταξινόμησε στο αρχείο των αγαπημένων εικόνων, ήταν τώρα πιο όμορφο. Είχε βυζάξει τους χυμούς της Κρήτης και στεκόταν εκεί, παλικαράκι λυγερό, στολίδι του κόσμου.
Ανασκάλεψα το αρχείο της μνήμης. Έβλεπα πολλή ώρα τις φωτογραφίες που τράβηξε η ματιά μου σε παλιότερες εποχές. Τις έβλεπα και τις σύγκρινα μ’ αυτές, που τράβηξε τούτη τη στιγμή η δίφακη φωτογραφική μου μηχανή. Όλα φαινόταν όμοια. Όμως, είχαν στολιστεί με μια ανάλαφρη γλυκιά ομορφάδα. Ήταν η ομορφάδα, που η φύση ξέρει στο πέρασμα του χρόνου να ντύνει με αρμονία, χωρίς βιασύνη και βαναυσότητα τον κόσμο. Τα βουνά στεκόταν όμοια. Οι μυρωδιές του αέρα ίδιες, με το ανακάτεμα του θύμου, του κυπαρισσιού, του λεμονανθού, της φασκομηλιάς και των λογής λογής αγριολούλουδων, σε μια θαυμαστή αρμονία από πανάρχαια χρόνια, θησαυρός φυλαγμένος στο θησαυροφυλάκιο της Κρητικής γης.
Ο ήχος της καταγάλανης θάλασσας γλυκός σα νανούρισμα Μάνας. Η γλώσσα των πουλιών και των δέντρων ίδια. Και η ζεστασιά της γης, γλυκιά όπως πάντα, δεν ξέχασε να δώσει την προσταγή για τον ερχομό του ανθού και του καρπού.
Ελειπε μόνο… Το γλυκύτατο καλωσόρισμα της ΜΑΝΑΣ και το κατευόδιο της, με μάτια στεγνά, για να μη μεταδώσει ταραχή, την ώρα του αποχωρισμού.