Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου, 2025

Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχη: «∆όξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη»

«Τιµιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι και τέκνα εν Κυρίω ευλογηµένα,

Ανωθεν ευδοκία εφθάσαµεν και εφέτος εις την πανέορτον ηµέραν της κατά σάρκα Γεννήσεως του Θεού Λόγου, του ελθόντος εις την γην και συναναστραφέντος ηµίν «δι’ άφατον φιλανθρωπίαν». Τιµώµεν εν ψαλµοίς και ύµνοις και εν χαρά ανεκλαλήτω το µέγα µυστήριον της Ενανθρωπήσεως, το «πάντων καινών καινότατον, το µόνον καινόν υπό τον ήλιον»[1], δια του οποίου διανοίγεται εις τον άνθρωπον η οδός της κατά χάριν θεώσεως και ανακαινίζεται η σύµπασα κτίσις. Τα Χριστούγεννα δεν είναι βίωσις συναισθηµατισµών, οι οποίοι «γρήγορα έρχονται και ακόµη ταχύτερα παρέρχονται». Είναι υπαρξιακή µετοχή εις το όλον γεγονός της Θείας Οικονοµίας. Καθώς µαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος[2], η ηγεσία του κόσµου ηθέλησεν εξ αρχής να αφανίση το Θείον Βρέφος. ∆ια τους πιστούς, οµού µε το «Χριστός γεννάται» της εορτής της Σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και τους πενθίµους κώδωνας του Πάθους, συνηχεί πάντοτε το «Χριστός Ανέστη», το ευάγγελον µήνυµα της νίκης κατά του θανάτου και της προσδοκίας της κοινής αναστάσεως.

»Το «∆όξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη» ακούεται και πάλιν εις ένα πλήρη βιαιοτήτων, κοινωνικής αδικίας και καταρρακώσεως της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας κόσµον. Η εκπληκτική πρόοδος της επιστήµης και της τεχνολογίας δεν φθάνει εις το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής, αφού ο άνθρωπος είναι πάντοτε περισσότερον από αυτό που δύναται να συλλάβη η επιστήµη και από αυτό εις το οποίον αποβλέπει η πρόοδος της τεχνολογίας. ∆εν γεφυρώνεται επιστηµονικώς το χάσµα µεταξύ ουρανού και γης εις το είναι του ανθρώπου.
Σήµερον ηχεί ο λόγος περί του «µετανθρώπου» και εγκωµιάζεται η τεχνητή νοηµοσύνη. Βεβαίως, το όνειρον ενός «υπερανθρώπου» δεν είναι καινοφανές. Η ιδέα του «µετανθρώπου» στηρίζεται εις την τεχνολογικήν πρόοδον και εις τον εξοπλισµόν του µε πρωτοφανή εις την ανθρωπίνην εµπειρίαν και ιστορίαν µέσα, δια των οποίων θα δυνηθή να υπερβή το µέχρι σήµερον ισχύον ανθρώπινον µέτρον. Η Εκκλησία δεν είναι τεχνοφοβική. Προσεγγίζει την επιστηµονικήν γνώσιν ως «θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον», χωρίς όµως να αγνοή ή να αποσιωπά τους κινδύνους του επιστηµονισµού. «Εις την Εγκύκλιον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), τονίζεται η συµβολή του Χριστιανισµού και «εις την υγιά ανάπτυξιν του θύραθεν πολιτισµού», αφού ο Θεός «έθεσε τον άνθρωπον οικονόµον της θείας δηµιουργίας και συνεργόν Αυτού εν τω κόσµω». Εν συνεχεία, σηµειούται µετ’ εµφάσεως: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία, έναντι του συγχρόνου ῾ανθρωποθεού’, προβάλλει τον ῾Θεάνθρωπον’ ως έσχατον µέτρον πάντων: ῾Ουκ άνθρωπον αποθεωθέντα λέγοµεν, αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα’ (Ιωάννου ∆αµασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Γ΄, 2 PG 94, 988)»[3].

Η απάντησις εις το κρίσιµον ερώτηµα, πως άχρι της εσχάτης «ογδόης ηµέρας», µε τον τιτανισµόν και τον προµηθεϊσµόν του τεχνολογικού πολιτισµού, των µετεξελίξεων και των µεταπτώσεών του, εν µέσω ανθρωποθεϊστικών µετανθρωπισµών ή υπερανθρωπισµών, θα διασωθή ο «πολιτισµός του προσώπου», ο σεβασµός της ιερότητος και η ανάδειξις της ωραιότητός του, εδόθη άπαξ και δια παντός εν τω µυστηρίω της Θεανθρωπινότητος. Ο Θεός Λόγος εγένετο σαρξ, η «αλήθεια ήλθε» και «παρέδραµεν η σκιά. Εις το διηνεκές το αληθεύειν δια τον άνθρωπον θα συνδέεται µε την σχέσιν του µε τον Θεόν, ως απάντησις εις την κάθοδον του Θεού προς αυτόν και ως αναµονή και υπάντησις του ερχοµένου Κυρίου της δόξης. Η ζώσα αυτή πίστις στηρίζει τον αγώνα του ανθρώπου να ανταποκριθή εις τας αντιφάσεις και τας προκλήσεις του επιγείου βίου του, εις την «επ’ άρτω» ζωήν[4], εις την επιβίωσιν και την κοινωνικήν και πολιτισµικήν ανάπτυξιν. Τίποτε όµως εις την ζωήν µας δεν ευδοκιµεί άνευ αναφοράς εις τον Θεόν, µε ορίζοντα την «πληρότητα ζωής, την πληρότητα χαράς και την πληρότητα γνώσεως» της Βασιλείας Του[5].
Τα Χριστούγεννα είναι ευκαιρία δια να συνειδητοποιήσωµεν το µυστήριον της ελευθερίας του Θεού και το µέγα θαύµα της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο Χριστός κρούει την θύραν της ανθρωπίνης καρδίας, όµως µόνον ο ίδιος ο ελευθερία τετιµηµένος άνθρωπος δύναται να την ανοίξη. «Ασφαλώς, χωρίς Αυτόν, χωρίς τον Χριστόν», γράφει ο µακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «ο άνθρωπος δεν µπορεί να κάνει τίποτε. Κι όµως, υπάρχει κάτι που µόνο από τον άνθρωπο µπορεί να γίνει – το να ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και να ῾δεχθεί’ τον Χριστόν»[6].
∆ια του «Ναι» εις την άνωθεν κλήσιν ο Χριστός αποκαλύπτεται ως «το φως το αληθινόν»[7], ως «η οδός, η αλήθεια και η ζωή»[8], ως η απάντησις εις τα έσχατα ερωτήµατα και τας αναζητήσεις του νοός, εις τους καρδιακούς πόθους και τας ελπίδας του ανθρώπου, αλλά και εις το πόθεν και προς τι της δηµιουργίας. Εις τον Χριστόν ανήκοµεν, εν Αυτώ είναι ηνωµένα τα πάντα. Ο Χριστός είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος»[9]. Εν τη εκουσία σαρκώσει Του «δι’ ηµάς τους ανθρώπους και δια την ηµετέραν σωτηρίαν», ο του Θεού Λόγος «ουκ ανθρώπων ώκησεν ένα, αλλ’ ανθρώπου φύσιν τη εαυτού περιέθηκεν υποστάσει»[10], θεµελιώσας τοιουτοτρόπως τον κοινόν αιώνιον προορισµόν και την ενότητα της ανθρωπότητος. ∆εν απελευθερώνει ένα λαόν, αλλά σύµπαν το γένος των ανθρώπων, δεν τέµνει σωστικώς µόνον την ιστορίαν, αλλά καινοποιεί την κτίσιν πάσαν. Οµού µετά της ιστορίας, ισχύει και δια τα σύµπαντα οριστικώς και καθοριστικώς το «προ Χριστού» και το «µετά Χριστόν». Καθ’ όλην την εν τω κόσµω, εν τη ιστορία και δι’ αυτής προς τα Έσχατα, προς την ανέσπερον ηµέραν της επουρανίου Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύµατος πορείαν της, η «ουκ εκ του κόσµου» Εκκλησία µαρτυρεί περί της αληθείας, επιτελούσα το αγιαστικόν και πνευµατικόν αυτής έργον «υπέρ της του κόσµου ζωής».
Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,

Κλίνοντες ευσεβοφρόνως το γόνυ ενώπιον της βρεφοκρατούσης Θεοµήτορος και προσκυνούντες εν ταπεινώσει τον την ηµετέραν µορφήν αναλαβόντα «εν αρχή Λόγον», ευχόµεθα πάσιν υµίν ευλογηµένον ‘Αγιον ∆ωδεκαήµερον, αίσιον δε, υγιηρόν, ειρηνικόν, εύκαρπον εν έργοις αγαθοίς, πλήρη πνευµατικής ευφροσύνης και θείων δωρηµάτων τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου, κατά τον οποίον σύµπας ο χριστιανικός κόσµος συνεορτάζει και τιµά την 1700ην επέτειον της Α’ εν Νικαία Οικουµενικής Συνόδου.
»Χριστούγεννα 2024
Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υµών»

1. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 984.
2. Ματθ. α’, 18 – β’, 1-23.
3. Εγκύκλιος, § 10.
4. Βλ. Ματθ. ∆΄, 4.
5. Αλεξάνδρου Σµέµαν, Πιστεύω, εκδ. Ακρίτα, Αθήνα 1991, σ. 129.
6. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ∆ηµιουργία και απολύτρωση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 17.
7. Ιωάν. Α’, 9.
8. Ιωάν. Ιδ΄, 6.
9. Αποκ. Κβ΄, 13.
10. Νικολάου Καβάσιλα, Επτά ανέκδοτοι λόγοι, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 108.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα