Στον τομέα των οικονομικών προβλέψεων, το δίλημμα είναι συνήθως αν βλέπεις το μπουκάλι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Το Ινστιτούτο Συγκυριών της Γαλλίας (Insee) επιλέγει στο τέλος αυτής της χρονιάς την πρώτη εκδοχή. Η γαλλική οικονομία θα πάει καλύτερα το 2015. Μετά το 0,4% του 2014, η ανάπτυξη θα φτάσει το 0,7% στο πρώτο εξάμηνο του νέου έτους. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά ύστερα από πέντε χρόνια μαρασμού δεν είναι και αμελητέο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάλι, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ευφορία. Στο τρίτο τρίμηνο, η ανάπτυξη έφτασε το 5%. Κάτι πρωτοφανές εδώ και 11 χρόνια. Τα αμερικανικά νοικοκυριά άρχισαν και πάλι να καταναλώνουν, η εμπιστοσύνη των κατασκευαστών ακινήτων επανήλθε, η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της εδώ και έξι χρόνια (5,8%). America is back.
Αλλά και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το κλίμα στο τέλος αυτού του χρόνου είναι θετικό. Στις 22 Δεκεμβρίου, οι οικονομολόγοι της Ουάσινγκτον υπολόγισαν ότι η πτώση της τιμής του πετρελαίου θα τονώσει την παγκόσμια ανάπτυξη κατά 0,3% ως 0,8% το 2015 και το 2016. Αν προστεθούν σε αυτό η υποτίμηση του ευρώ – από την οποία θα επωφεληθούν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές -, η ανάπτυξη της οικονομίας της Ινδίας και ο δυναμισμός που βρίσκουν εκ νέου οι οικονομίες της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, το συμπέρασμα είναι ότι το 2015 θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η χρονιά της παγκόσμιας ανάκαμψης.
Εντυπωσιακή μεταστροφή, σχολιάζει η Μαρί Σαρέλ στη Μοντ. Μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες, οι αισιόδοξοι δεν κατάφερναν να ακουστούν. Τους εκτόπιζαν οι Κασσάνδρες. Εκείνοι που, μετά την εκδήλωση της κρίσης των subprimes στις ΗΠΑ, το 2006, προέβλεπαν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη διάλυση της ευρωζώνης. Κάτω από την τριπλή επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού, της εξάντλησης των τεχνικών προόδων και της μαζικής υπερχρέωσης – έλεγαν -, οι ανεπτυγμένες χώρες είναι καταδικασμένες στον οικονομικό μαρασμό.
Ποιον πρέπει να πιστέψουμε, τους καθηγητές της απελπισίας ή τους υπέρμαχους της θεωρίας «όλα πάνε καλύτερα»; Η απάντηση δεν είναι απλή. Και τα δύο στρατόπεδα προβάλλουν πειστικά επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα, οι οικονομολόγοι φάσκουν και αντιφάσκουν. Κανείς δεν είχε προβλέψει την πτώση της τιμής του πετρελαίου, που είχε ως αποτέλεσμα το ανακάτεμα της τράπουλας. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ο πληθωρισμός παραμένει τόσο χαμηλός παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες στο νομισματικό σύστημα.
Δύο παρατηρήσεις μπορούν με ασφάλεια να γίνουν. Η πρώτη είναι ότι η κρίση του 2006 προκάλεσε ένα σεισμό που ακόμη προσπαθούμε να τον καταλάβουμε. Μια τεράστια φούσκα χρέους έσκασε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και οι κραδασμοί αυτού του χαρακτήρα είναι πάντα πιο καταστροφικοί από τους άλλους. Αλλάζουν τα δεδομένα, χωρίς να γνωρίζουμε πάντα ούτε πώς ούτε πού. Η κρίση έφερε όμως στην επιφάνεια και τις θεσμικές ατέλειες της ευρωζώνης.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αναγκαίο να αναθεωρηθεί η οικονομική πολιτική. Οι παλιές συνταγές δεν λειτουργούν πλέον, ή δεν λειτουργούν τόσο αποτελεσματικά. Η ανάκαμψη της οικονομίας με δαπάνες σε περίοδο υπερχρέωσης είναι επικίνδυνη. Η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμη κλίμακα μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή θέσεων εργασίας σε βραχυπρόθεσμη κλίμακα. Ακόμη και η νομισματική πολιτική δεν είναι αυτό που ήταν: αν η μαζική ενίσχυση της οικονομίας από τη Fed έχει λειτουργήσει, δεν συμβαίνει το ίδιο ούτε στην Ιαπωνία ούτε στην ευρωζώνη.
Το 2015 θα είναι στην πραγματικότητα η χρονιά των μεγάλων τεστ. Το 2014 τελειώνει με την ελπίδα ότι η ΕΚΤ θα κάνει περισσότερα για να δώσει τέλος στην απειλή του αποπληθωρισμού και της στασιμότητας. Η κακοφωνία, όμως, είναι εμφανής. Ορισμένες χώρες πιστεύουν ότι η ΕΚΤ πρέπει να αγοράσει επειγόντως χρέος των χωρών-μελών, όπως έκανε η Fed στις ΗΠΑ. ‘Αλλες θεωρούν ότι ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν εγκληματικό, αφού η ευρωζώνη, αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν συνιστά μια δημοσιονομική ένωση. Κανείς μηχανισμός δεν εγγυάται ότι οι χώρες δεν θα επωφεληθούν από τη γενναιοδωρία της ΕΚΤ για να δαπανήσουν περισσότερο.
Αλλοι, επίσης, επισημαίνουν ότι το γεγονός πως η αγορά δημοσίου χρέους λειτούργησε στις ΗΠΑ δεν σημαίνει ότι θα λειτουργήσει και στην ευρωζώνη. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ηπείρους είναι μεγάλες. Στην Ευρώπη οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται κυρίως με τραπεζικά δάνεια, ενώ στις ΗΠΑ στρέφονται κυρίως προς τις αγορές. Η νομισματική απάντηση δεν μπορεί λοιπόν να είναι η ίδια. Αν προστεθεί σε αυτό ότι πρέπει κάθε φορά να συμφωνούν 18 χώρες (και από αύριο 19, με την προσθήκη της Λιθουανίας), η εξίσωση γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη.
Με άλλα λόγια, παρόλο που η συγκυρία είναι καλύτερη, έστω κι αν υποτεθεί ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει χαμηλή, οι εστίες έντασης παραμένουν. Και είναι κυρίως πολιτικού χαρακτήρα: εκλογές στην Ελλάδα, την Ισπανία και τη Βρετανία, άνοδος των ευρωσκεπτικιστών, συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Οι αισιόδοξοι πάνε καλύτερα, αλλά οι Κασσάνδρες δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη.
(Πηγή: Le Monde)