Και μετά απο τη θύελα, η καθαρότητα του ακαθόριστου. Αυτού που ψυχανεμίζεσαι αλλά είναι άμορφο ακόμα. Αλλά είναι όμορφο ακόμα. Ένας θορυβώδης χα’ί’νης – άρτος. Που φτιάχνεται κάθε που χαράζει. Κι είναι η μυρωδιά του ζεστού, φρεσκοψημένου άρτου, η δική σου μυστική ενθαλπία.
Eχει κάτι το συνομωτικό το χάραμα. Είσαι εσύ κι εκείνο. Κανένας άλλος. Και σου μιλά με ήχους της σιωπής. Είναι η συνομωτική του αγρύπνια, που κοιτά τη δική σου ακροβασία. Πάνω και πέρα απο τα όρια. Εκεί που λύνονται όλα. Ως ευέλικτος χορευτής, στην άκρα του γιασεμιού της ερήμου. Κάποιες φορές ο δρόμος είναι απροσδιόριστος. Και η πορεία αχαρτογράφητη. Ζητάς την ομορφιά. Όμως ακριβώς αυτό είναι η ομορφιά. Το απροσδιόριστο του δρόμου. Και μόνο ο χρόνος ακούγεται στο ρυθμικό αναστεναγμό του. Αναρωτιέσαι τι άραγε να μετρά. Τη πορεία απο τη μιά αιωνιότητα στην άλλη ; Το αιώνιο του θνητού ; Δεν έχει και τόσο σημασία. Σημασία έχει μόνο η μεταμόρφωσή του σε ρυθμό. Όλα έχουν έναν ρυθμό. Έναν κρυφό επαναλαμβανόμενο στεναγμό. Ως μυστική συνουσία. Κάτω απο το ψιθύρισμα των Δρυίδων. Απο τη μιά αιωνιότητα στην άλλη, ενα τσιγάρο δρόμος. Με κρυμένη τη κάφτρα στη φούχτα. Όπως κάνουν κάθε νύχτα οι έμπειροι μαχητές, που έχουν στήσει ενέδρα στο λυκόφως. Για να μείνουν όσο περισσότερο γίνεται αόρατοι. Απο τα βαρβαρικά δόρατα. Είσαι τώρα συμαχητής, παλιός συμπολεμιστής με το σκοτάδι. Και με το χάραμα επίσης. Μόνο ο καιρός ακούγεται πιά. Ουτε καν ο χρόνος. Και ‘συ αφουγκράζεσαι τους ήχους του απροσδιόριστου δρόμου. Και νιώθεις ζεστασιά. Μετά το γέμισμα πολλών φεγγαριών. Μετά την αποδημία πολλών Αυγερινών. Στο φως κρύβεσαι. Διάφανε νου. Ξαστερωμένε. Και φρεσκοπλυμένε. Από την άκαιρη καταιγίδα, εποχής ξένης. Που σε καθάρισε. Απο τους ήχους του αταίριαστου. Και αγρυπνάς τώρα. Συνομοτώντας με τη πρώτη ανάσα του καινούργιου. Του άγνωστου καινούργιου. Που όμορφο στεκεται. Που άμορφο στέκεται. Μπροστά στο ρυθμό. Που θαρρείς και μόνος αυτός είναι όλα. Χορεύει η σκέψη σ’ αυτό το ρυθμό. Πότε άγρια. Πότε νωχελικά. Πάντα μοναδικά. Για τον καθένα. Όπως μοναδικό είναι και το ψιθύρισμα του εντός του καθενός. Μακρινή καμπάνα κελαηδά στο λυκαυγές. Κάποιος άγνωστος Μύστης υμνεί. Το κάλλος του όντως Όν. Μα εσυ έχεις χαθεί στο χάραμα. Ρουφώντας αχόρταγα το καινούργιο που φέρνει. Ρουφώντας αχόρταγα τη μισοσβυσμένη γόπα του εντός σου. Κι ο καπνός του σε ζαλίζει. Κι ο καπνός του μπήκε στο βλέμμα και το δάκρυσε. Είναι σα να μπαίνει ξανά το εντός, εντός σου. Κι είσαι μέσα στο Όλον πάλι. Καθώς καιρούς, ακροβατούσες στο μεταίχμιο. Μη ξεχνάς. Η κάφτρα να ‘ ναι μέσα στη φούχτα. Μη τυχόν τη δουν τα βαρβαρικά δόρατα. Καθώς τα πουλιά δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα.