Το πρώτο σπίτι που κατοίκησα, εκεί που φύτρωσε ο μικρός μου σπόρος, εκεί που σαν μικρό κουβαράκι μεγάλωνα μέσα στα σπλάχνα, ήταν η μήτρα της μητέρας μου. Με τον ομφάλιο λώρο σαν αόρατη κλωστή να με συνδέει και να με μυεί στο μεγαλείο της ύπαρξης. Μια κλωστή που δεν είναι αόρατη αλλά σταθερή ακόμα και μετά την ενδομήτριο ζωή.
H σχέση μητέρας παιδιού είναι η πιο ισχυρή συναισθηματικά αλλά κι η πιο εύθραυστη. Η μητέρα -ο ασφαλής τόπος- είναι η πρώτη που θα θαυμάσουμε, που θέλουμε να της μοιάσουμε, που θέλουμε να την φθάσουμε. Εκεί, σε αυτόν τον ασφαλή τόπο, διαμορφώνονται τα συν και τα πλην του χαρακτήρα καθρεφτίζονται οι πεποιθήσεις, ενδυναμώνει η σύνδεση κι ανοίγει διάπλατα ο δρόμος της δημιουργίας. Τι κι αν η μητέρα κάποια στιγμή σταματάει να είναι η αποκλειστική τροφός. Η σχέση δεν σταματάει εκεί, ούτε βασίζεται μόνο στις βασικές ανάγκες. Ο δεσμός δυναμώνει κι ο ασφαλής τόπος, η μητέρα, παραμένει καθοριστικός για την ανάπτυξη του παιδιού.
Τα πράγματα με τον καιρό αλλάζουν. Η μητέρα εργάζεται, η μητέρα τρέχει να τα προλάβει όλα, η μητέρα δεν προλαβαίνει πάντα, η μητέρα προσπαθεί να αποδείξει στην κοινωνία ότι είναι επαρκής, η μητέρα υπερφορτώνεται ευθύνες, η μητέρα φροντίζει όλα να είναι άψογα κι όμως… η μητέρα δεν σταματά να επιμένει! Επιμένει να είναι μητέρα. Επιμένει να μην χάσει τον ρόλο της, επιμένει να μην ραγίσει ο ασφαλής τόπος. Γιατί αν αυτός ο τόπος ραγίσει τότε το παιδί θα χάσει την ισορροπία του και θα τσακίσει. Κάθε τσάκισμα φέρνει ένα τραύμα. Και κάθε τραύμα ορίζει ένα πρόβλημα.
Ο ασφαλής μας τόπος, όσο προστατευτικός μοιάζει άλλο τόσο μπορεί να γίνει και καταστροφικός. Εκεί, η παντοδύναμη μητέρα θέλει να έχει στα χέρια της αποκλειστικά την ζωή του παιδιού της. Το δικό της σύμπαν περιστρέφεται γύρω από αυτό. Κι έτσι η φροντίδα γίνεται θηλιά. Μια θηλιά οδυνηρή. Μια θηλιά που μεταμορφώνει το παιδί σε ένα άγαλμα παγωμένο, ανήμπορο να αντιδράσει. Μια θηλιά που φοριέται σαν στενό, καλοσιδερωμένο ρούχο. Μια θηλιά που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την έννοια της αγάπης.
Από την άλλη, όταν ο ασφαλής τόπος γίνεται ένα κανάλι αυτονομίας και ελευθερίας, τότε το παιδί σαν τρυφερό σπουργιτάκι ξεδιπλώνει σταδιακά τα φτερά του, ανακαλύπτει τον εαυτό του, εμπιστεύεται την ζωή. Δίχως να βρίσκεται εγκλωβισμένο στις προσδοκίες της μητέρας του, εισπράττει αγάπη και αποδοχή και τολμάει να εξερευνήσει απαλλαγμένο απο τύψεις και ενοχές. Η σταδιακή αυτονομία ίσως είναι το πιο δύσκολο στοίχημα στην πορεία της ενηλικίωσης. Είναι όμως και το πιο γοητευτικό. Όταν η μητέρα γοητεύει τότε κι η ζωή γοητεύει. Όταν η μητέρα δεν ευνουχίζει τις προτεραιότητες του παιδιού της τότε και το παιδί δεν φοβάται να προχωράει με τα θέλω του. Όταν η μητέρα έχει συνέπεια και σταθερότητα τότε το παιδί δεν κινδυνεύει απο θραύσματα. Όταν η μητέρα δεν είναι εγωκεντρική τότε το παιδί μεταμορφώνεται σε έναν γενναιόδωρο ενήλικα. Όταν η μητέρα δεν είναι θύτης τότε το παιδί δεν είναι θύμα.
Συνταγές αναθρέμματος δεν υπάρχουν. Το μητρικό ένστικτο από μόνο του δεν αρκεί. Το σίγουρο είναι πως από την πρώτη στιγμή της σύλληψης ξεκινάει ο κύκλος του “εμείς” και ξεδιπλώνεται το μεγαλείο της μητρότητας. Κι όποια γυναίκα θέλει να βιώσει την μητρότητα τότε πρέπει να ξέρει πως χωρίς αγάπη, φροντίδα κ ενσυναίσθηση δεν θα την βιώσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ίδια στερείται τη χαρά ή αυτοθυσιάζεται. Αντίθετα, μαθαίνει να μοιράζει και να μοιράζεται την χαρά. Η αγκαλιά της θα μοσχοβολάει ζωή, το χαμόγελό της θα εμπνέει σιγουριά, η καρδιά της θα τροφοδοτεί συναισθήματα και η ψυχή της θα καθρεφτίζει την αγάπη.
Με αυτή τη μητέρα θέλουμε να περπατάμε χέρι χέρι. Στα εύκολα, στα δύσκολα, στα αστεία και στα σοβαρά. Με αυτή τη μητέρα που με χάιδεψε, με νανούρισε, με τάισε, με έντυσε, με έπλυνε, με έτρεξε στα μαθήματα, μου έδωσε τον ώμο της για να κλάψω, με αφουγκράστηκε, με στήριξε, με άκουσε, με δίδαξε.
Η μητέρα.
Η πρώτη θύμηση.
Το πρώτο χαμόγελο.
Η πρώτη της ζωής μας.
*Η Μάρω Θεοδωράκη είναι μουσικοπαιδαγωγός, καθηγήτρια φωνητικής, συγγραφέας και δημιουργός του παιδικού βιβλίου “Μαμά, σ’ αγαπώ” εκδόσεις Μίνωας