Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Mitsu Saru*

Στη «Χώρα του ανατέλλοντος ηλίου»,  μέσα σ’ ένα ναό του Βούδα, τα τρία τα γνωστά μας πιθηκάκια ο Mizaru (που δε βλέπει), ο Iwazaru (που δεν ακούει) και ο  Kikazaru (που δε μιλάει), ανασκίρτησαν. Το ερέθισμα έδωσε ο Kikazaru που αίφνης έσπασε τη χρόνια όσο και απαγορευμένη του σιγή:
«Βλέπουν τα μάτια μου, ακούν τ’ αυτιά μου και δεν πιστεύω με όσα κάνει εκείνος ο άτριχος απόγονός μας, που θέλει να τον λένε “άνθρωπο”, μα το αισθάνομαι πως δεν αντιλαμβάνεται την έννοια του όρου!…»…
«Ti βλέπεις αδελφέ Kikazaru, γιατί κι εγώ τα βλέπω, μα δεν πρέπει  ν’ ακούω»,  πήρε το λόγο ο Iwazaru και ’ξακολούθησε: «…θέλω να διαπιστώσω, βλέπουμε τα ίδια πράγματα;…»
«Θέλω κι εγώ ν’ ακούσω…», πήρε το λόγο ο Mizaru, «…γιατί εγώ μόνο ακούω… Δεν πρέπει να βλέπω… Θέλω να διαπιστώσω, εάν ακούμε τα ίδια πράγματα αδελφέ Kikazaru!»
«Τί να σας πρωτοπώ αδέλφια…», πήρε το λόγο ο Kikazaru. Πήρε βαθιά ανάσα, άφησε συριχτό το στεναγμό ανάμεσα εις τα μισοσφιγμένα χείλη, κι άρχισε:
«Quo Vadis!!! Πού πάμε αδέλφια; Αναγκάστηκα να παραβώ τη θεία προσταγή σαν δεν αντέχω άλλο να σιωπώ, δεν το μπορώ να ’χω ακόμη το στόμα μου κλειστό καθώς, αυτά που βλέπουνε τα μάτια μου κι αυτά π’ ακούνε τα αυτιά μου, με κάνουν να ευχαριστώ τον Πλάστη που μ’ άφησε για πάντα πίθηκο και δε μου ’πίτρεψε να μετεξελιχτώ σε άνθρωπο… μα σας παρακαλώ, αφήσετέ με, να τα ταξινομήσω σε μια σειρά τα πράγματα:
…Λένε λοιπόν, πως, το καλό όλοι το ξέρουν, πολλοί το θέλουν, μα ελάχιστοι το τολμούν… και τούτοι οι ελάχιστοι με κάνουν να συμπαθώ το γένος των ανθρώπων… μα το θαρρώ, δε φτάνουν για να κάνουνε τη διαφορά καθώς οι άλλοι, οι πολλοί, ατέλειωτους αιώνες τώρα διαφεντεύουν τις ανθρωπίσιες κοινωνίες.
Και το ’χουν καταφέρει…
Με λίγα λόγια, σήμερα, όπως κατάντησε:
…Εγινε αχάριστος ο άνθρωπος:… Για δείτε πώς κατάντησε τον όμορφο πλανήτη που του εχάρισε ο Πλάστης ο Ένας, όπως τον λεν και δεν το ψάχνω. Ρα; Βράχμα; Θεό; Αλλάχ;… Αδιάφορο κι αδιαφορώ, ένας είναι τούτος ο Ενας κι ας τον λεν όπως νομίζουν οι ανθρώποι ανάλογα με το γλωσσικό τους το ιδίωμα και με την όποια τη μορφή του αποδίδουν… Εφτασε στο σημείο να γεννά γεννήματα θανατηγόνα η μάνα-Γη η ζωοδότρα σαν την εμύασαν τα έργα του ανθρώπου… Μα και οι πηγές στους λόγγους και στις ρεματιές τρέχουνε όχι σπάνια,  νερό θανατερό. Και τούτα είναι έργο του ανθρώπου.  Και λες και δεν μας έφταναν ετούτα, καίει ολοχρονίς τα δάση που είναι οι πνεύμονες της μάνας φύσης… Και να ’τανε μόνο ετούτα;
…Εγινε άπιστος ο άνθρωπος:… Eίν’ οι ανθρώποι άλλοι Χριστιανοί, άλλοι Ινδουιστές, Βουδιστές ή Μουσουλμάνοι και ’γω δεν ξέρω άλλο τι. Ε, και λοιπόν;  Ξέχασαν το μεγάλο Πλάστη, Ρα, Βράχμα, Θεό, Αλλάχ κ’ όπως αλλιώς τον λεν –κι αδιαφορώ και δεν το ψάχνω- και θεοποίησαν το Μαμμωνά. Στην εύνοια του χρυσομούρη τούτου Δαίμονα σφάζουν, βιάζουν, ψευδορκούν, γλείφουν, φιλούνε δύσοσμες κι ουροπότιστες «ποδιές», γίνονται αδελφοκτόνοι στην υστεριά (με τη στενότερη την έννοια του όρου), πωλούν ακόμη τα παιδιά τους… Φτάνει να το παραφουσκώσουν το πουγκί για να φχαριστηθεί η άπατη γαστέρα και το υπογάστριο… Τούτα τα δυο «μοιράσια» τ’ ανθρώπινου κορμιού είναι στην ίδια τη συχνότητα συντονισμένα, ξέκοψαν από τη θεοδήγητη κατεύθυνση του εγκεφάλου, σαν έχει θρονιαστεί εκεί ο Μαμμωνάς!…
…Εγινε μονοσήμαντος ο άνθρωπος:… Τον τελευταίο τον καιρό, όλοι μιλούν για… χρήμα… παραμιλούν για δαύτο κι αγωνιούν για τα Χρηματιστήρια του χρήματος όπου γης…. και σε μετρούν κατά το χρήμα που κατέχεις… κι έχεις αξία σαν ντύνεις το λιπόχτιστο κορμί με ακριβά καλύμματα (“ρούχα” κατά που λένε οι ανθρώποι), σαν έχεις μετοχές, σαν έχεις στολισμένο το λαιμό και τα ακρόχερα με μπιχλιμπίδια που γυαλίζουν… Και τα Χρηματιστήρια του ήθους; της αγάπης; της ανθρωπιάς; τα άλλα των θεσμών;… «Ου παγάν λαλέουσα…», «δεν φτουράνε πια…», θα μας έλεγε εκείνη η σοφή Πυθία των Αρχαίων Ελλήνων, αν ζούσε σήμερα!
…Εγινε υλιστής ο άνθρωπος:… Και η ψυχή;  Δεν έχουνε καιρό για τέτοια, σαν οι ανθρώποι είναι νέοι, δυνατοί κι αφράτοι… Θα τη σκεφτούν…αργότερα, σαν θα γεράσουν (κ’ όχι στα σίγουρα…)… Αρκεί -λέει- να… μετανοήσουν… Ε, και λοιπόν; Και σαν στην υστεριά μετανοήσουν θ’αναστηθεί το θύμα; Θα δικιωθεί το άδικο; Παράξενοι που είναι οι ανθρώποι!… Σ’ευχαριστώ Θεέ (όποιος και να ’σαι) που μ’ άφησες εμένα πίθηκο… που δε με μετεξέλιξες σε άνθρωπο!…
…Εγινε επικίντυνος ο άνθρωπος:… Έχετε αναλογιστεί αδέλφια πως πιότερο κιντυνεύετε στις ανθρωπίσιες γειτονιές παρά στη «ζούγκλα» όπως ονοματίζουν τα μέρη τα δικά μας;  Στις ζούγκλες, σκοτώνει το λιοντάρι κάποια ζώα…δε λέω το αντίθετο… σκοτώνει και η τίγρη… και ο κροκόδειλος… και τ’ άλλα ζωντανά. Μα δε σκοτώνουν για να σκοτώσουν… σκοτώνουν για να ζήσουν… και αν σε απαντήσει ένα λιοντάρι χορτασμένο, θα ρίξει αδιάφορη ματιά, θα μπροσπεράσει… δεν έχει ψυκτικούς θαλάμους ν’ αποθηκεύει σάρκες. Ο άνθρωπος από την άλλη… σκοτώνει για να σκοτώσει κ’ είναι δικαιολογημένος γιατί ’ναι –λέει- …κυνηγός!… Παράξενοι που είναι οι ανθρώποι!…
…Εγινε υποκριτής ο άνθρωπος:… Απαγορεύει –λέει- το τσιγάρο (και είναι μα την πιθηκένια μου τιμή κάκιστη τούτη η συνήθεια τ’ ανθρώπου, που δεν την έχουμε εμείς οι “απολίτιστες μαϊμούδες”).  Όμως την ίδια ώρα, πατεί κουμπιά κ’ εξαφανίζει πόλεις ολάκερες και κάνει σκόνη και ατμό σ’ ένα λεπτό χιλιάδες άμοιρους ανθρώπους. Πιότερο μου θυμίζει στρουθοκάμηλο τούτη η ταχτική τ’ ανθρώπου!…
…Έγινε άδικος ο άνθρωπος: Σαν δει κάποιο συνάνθρωπό του με αξία, με προικισμένη νόηση και νου τον πολεμά, σαν το φοβάται μην τάχα τον υποσκελίσει!… Ποιος τον κυνηγά; Μα ο μικρόνους με το τεράστιο “Εγώ”, κενό σαν το κεφάλι που ’χει στο κορμί… Και ας μην έχει ο άνθρωπος ο άξιος, τέτοια κίνητρα στο νου…Άδικοι που ’ναι στ’ αλήθεια οι ανθρώποι!…»…
…Σιώπησε ο Kikazaru… ένοιωσε μια εσώψυχη γαλήνη σαν μίλησε, σαν έβγαζε απωθημένα που κρατούσε εντός του, φυλαγμένα για αιώνες. Μα η σιωπή, δεν κράτησε πολύ. Άρχισε πάλι να μιλεί αργά, απολογητικά, με τόνο ενοχής στη χροιά της φωνής:
«…Σχώρα με αφέντη Βούδα που έσυρα τα χέρια απ’ το στόμα που η εντολή σου το ’θελε κλειστό… μα δε μπορούσα να θωρώ, ν’ αδιαφορώ… Συ πάλι, βάλε στη παλάντζα της κρίσης σου όσα μίλησα, μαζί μ’ εμένα τον ελάχιστο… ζύγισέ τα και πράξε κατά την κρίση σου… θα το δεχτώ… μα επικαλούμαι το έλεος της μεγαλοσύνης σου, μη με μετεξελίξεις -ικετεύω σε- σε άνθρωπο!…»

*τα τρία πιθηκάκια (σε ελεύθερη μετάφραση της Ιαπωνικής ονομασίας)
(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου: “Ζητείται Άνθρωπος”)

**γεωπόνος – συγγραφέας,
μέλος της «Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων»


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα