Ο Ιωσήφ µε τη Μαρία βρίσκονται στο ταπεινό ξυλουργείο του Ιωσήφ. Στις 25 του Μάρτη εµφανίζεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και λέει στη Μαρία: «Χαίρε Μαρία. Ο Κύριος µετά Σου και ευλογηµένος ο καρπός της κοιλίας σου».
Η Μαρία µένει έγκυος. Ο Ιωσήφ αντιλαµβάνεται αµέσως το µυστήριο της εγκυµοσύνης της Μαρίας. Την φροντίζει µε όλες του τις δυνάµεις.
Έχουν περάσει εννέα µήνες κι όλοι περιµένουν τη γέννα. Όµως ο Ηρώδης έχει διατάξει γενική απογραφή και θα γίνει στη Βηθλεέµ. Από τη Ναζαρέτ προς τη Βηθλεέµ, ο Ιωσήφ ετοιµάζει ένα άνετο σαµαράκι για να καθίσει η ετοιµόγεννη Μαρία σε γαϊδουράκι.
∆εν βρίσκουν µέρος να µείνουν και καταλήγουν σε µια σπηλιά που ήταν φάτνη ζώων.
Στις 25 ∆εκεµβρίου τα ξηµερώµατα, εννέα µήνες από την εµφάνιση του Αρχάγγελου Γαβριήλ, µαζί µε τα βελάσµατα των αρνιών ακούγεται και το πρώτο κλάµα του θεανθρώπου.
Μαζί και τα άσµατα των εννέα ταγµάτων των Αγγέλων που έψελναν το «Χριστός γεννάται δοξάσατε Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε». Για πρώτη φορά το µωρό παίρνει το όνοµά του.
Οι τρεις µάγοι δίνουν τα δώρα τους στο νεογέννητο.
Σε ανάµνηση της φάτνης στην οποία γεννήθηκε ο Χριστός, οι χριστιανοί συνηθίζουν να κατασκευάζουν οµοίωµα της φάτνης της Γεννήσεως µε τα κύρια πρόσωπα των σχετικών ευαγγελικών περικοπών δηλαδή της Παναγίας, του Χριστού, του Ιωσήφ, των τριών Μάγων, των τριών βοσκών, αγγέλων καθώς και κάποιων ζώων. Παλαιότερα αυτές οι κατασκευές ήταν χάρτινες αναδιπλούµενες, σήµερα αποτελούν ιδιαίτερες κατασκευές ξύλινες ή πλαστικές ενώ τα πρόσωπα και ζώα αγαλµατίδια από πηλό ή άλλο υλικό.
Οι Χριστιανοί λόγω τουρκικής σκλαβιάς γιόρταζαν τα Χριστούγεννα σε σπηλιές όπου γινόταν η λειτουργία και η µετάληψη.
Κάποια φορά πάει και ένα παλικάρι βοσκός, ο Αντρούλακας για να λειτουργηθεί και να µεταλάβει. Τον βλέπει ο παπάς και ετοιµάζει ένα δισκοπότηρο µε ξίδι.
Όταν πλησίασε ο Αντρούλακας του ‘δωσε αντί για Θεία Μετάληψη το ποτήρι µε το ξίδι.
Φεύγοντας ο Αντρούλακας µουρµούρισε «καλά που είχα φάει τη χοιροκεφαλή γιατί τούτονε το πράγµα θα µε ξεκάνει».
‘‘ΟΜΑΘΙΕΣ’’
Για τη µέρα των Χριστουγέννων όλοι ετοίµαζαν τραπέζι µε χοιρινά. Όλοι έτρεφαν χοίρους γιατί οι Τούρκοι δεν έτρωγαν χοιρινό κρέας, επειδή οι χοίροι χάλασαν το θαύµα του Μωάµεθ µε το νερό. Μαζί µε το κρέας έφτιαχναν οι νοικοκυρές µε το παχύ έντερο του χοίρου για µεζέ τις ‘‘οµαθιές’’.
Ο Σπυρίδος έτρεφε πολλούς χοίρους λόγω µεγάλης οικογένειας και η γυναίκα του έφτιαχνε τρεις φορές οµαθιές το δεκαήµερο των Χριστουγέννων.
Ο νοικοκύρης καθάριζε καλά το παχύ έντερο και το γέµιζε µε µικρά κοµµατάκια χοιρινό συκώτι, σταφίδες, ρύζι, κουκουνάρι και πολλές φορές κάστανα. Το έβρεχαν καλά και άµα κρύωνε, το έκοβαν σε κοµµάτια για µεζέ.
Σήµερα δε φτιάχνουν πια ‘‘οµαθιές’’. Γεµίζουν έναν κόκορα µε τα ίδια υλικά και το ψήνουν στον φούρνο. Τη σειρά του κόκορα πήρε η ξενόφερτη γαλοπούλα.
Από το χοιρινό κρέας οι Κρητικοί στα χωριά έκαναν ακόµα τσιλαδιά (µε τη χοιροκεφαλή, η λεγόµενη πηχτή), απάκια (λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισµένες στο τζάκι, συχνά µε φασκοµηλιές και άλλα µυρωδικά βότανα), λουκάνικα, σύγλινα (κοµµάτια κρέας µισοβρασµένα και αποθηκευµένα σε κουρούπι (κιούπι) µαζί µε τη γλίνα (το λίπος), που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς µήνες – µετά γίνονταν σφουγγάτο (οµελέτα) ή µαγειρεύονταν µε πατάτες.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ∆ΕΝ∆ΡΟ
Ένα ξενόφερτο έθιµο είναι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην Ελλάδα, το έθιµο αυτό του έλατου ως χριστουγεννιάτικη διακόσµηση ήρθε για πρώτη φορά µε τον Βασιλιά Όθωνα το 1833.
Ο χριστουγεννιάτικος στολισµός µε κλαδιά και καρπούς δέντρων από την τοπική χλωρίδα, έχει τις ρίζες του στους βυζαντινούς χρόνους και στην αρχαία Ελλάδα.
Στο Βυζάντιο συνήθιζαν να στολίζουν ένα δέντρο της αυλής του σπιτιού κρεµώντας δώρα στα κλαδιά για τους φτωχούς περαστικούς. Μετά την Άλωση το έθιµο µεταφέρθηκε στη βόρεια Ευρώπη µε στολισµό ελάτων και αργότερα ήρθε πάλι πίσω το 1830 από τους Βαυαρούς.
Αντίστοιχο καθαρά ελληνικό παραδοσιακό έθιµο αποτελεί το στολισµένο καραβάκι που συναντάται ιστορικά στη Μικρά Ασία και στα νησιά.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόµαχος δηµοσιογράφος – τυπογράφος