Από αφηγήσεις αυτών των ηµερών του αφορούσαν θύµησες από τους ιταλικούς βοµβαρδισµούς µετά την 28η Οκτωβρίου 1940 θυµήθηκα και εγώ κάποιες δύσκολες ώρες τότε που ήµουν πέντε χρόνων. Ως ότου «συνηθίσω» το φοβερό ουρλιαχτό από τις σειρήνες, για δυο – τρεις φορές στο άκουσµά τους µε έπιανε φοβερή ναυτία. Από φόβο;
Όταν σουρούπωνε έπρεπε εκεί, στον Τοπανά της παλιάς πόλης που µέναµε, να κλείνουµε ερµητικά όλα τα εξωτερικά κουφώµατα για να µην εντοπίζουν τη θέση της πόλης νύχτα, αν θελήσουν να προβούν σε νυχτερινό βοµβαρδισµό. Αν ξεχνούσαµε κάτι, µας χτυπούσαν οι εθελοντές φαλαγγίτες (νεολαία του Μεταξά) φωνάζοντας µας «τα φώτα».
Στον πάνω Τοπανά και έξω από την πύλη στην Ντάµπια, είχε δηµιουργηθεί µε εκσκαφή στο φρούριο καταφύγιο. Εκεί είχαν κρυφτεί δύο δίδυµα κορίτσια γειτόνων µας, οικογένεια Καραµπατσάκη, όπου σκοτώθηκαν όχι από την ίδια τη βόµβα άλλα από χώµατα εξαιτίας του πλησίον τραντάγµατός της που τις καταπλάκωσαν και πέθαναν από ασφυξία.
Τη δεύτερη ή τρίτη ηµέρα βοµβαρδίστηκαν τα Χάνια µε έξι νεκρούς και η Πάτρα µε πάνω από 100 νεκρούς ως, µετά από χρόνια, πληροφορήθηκα από ιστορικό κείµενο.
Την πρωτοχρονιά του 1941 είχαν παραφράσει τα κάλαντα και θυµάµαι µόνο λίγα όπως: «αρχιµηνιά κια αρχιχρονιά τρώει ο Ντούτσε µια µπούνια κι αρχή καλός µας χρόνος που να τον τρελάνει ο πόνος».