Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024

Μνήμες από νεραντζανθούς στα Τσικαλαριά!

Ένας ολόκληρος ντουνιάς
έχει μοσχομυρίσει
γιατί έχουν οι νεραντζανθοί
τσ’ αγάπης μας ανθίσει.**

Σύμφωνα με τη λαογραφική παράδοση της περιοχής των Τσικαλαριών η απόσταξη του ανθόνερου, που προϋπήρχε ως διαδικασία, επεκτάθηκε με την άφιξη και την ενσωμάτωση των Προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής σε αυτή. Αυτό ήταν πολύ φυσικό να συμβεί, αφού οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κουβαλούσαν μαζί τους στη νέα πατρίδα, ως ανεξίτηλη μνήμη, τις μεθυστικές μυρωδιές του ανθόνερου και του ροδόνερου της Ανατολής.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στην καλλιέργεια των εσπεριδοειδών κατείχαν, λοιπόν οι νεραντζιές που χρησιμοποιούντο κυρίως για την παρασκευή του ανθόνερου. Το ανθόνερο μάλιστα ήταν ένα πρόσθετο εισόδημα για τα νοικοκυριά, καθώς αρκετές νοικοκυρές το πουλούσαν σε μαγαζιά στην πόλη των Χανίων. Άλλες πάλι συγκέντρωναν τον ανθό και τον αντάλλαζαν, χωρίς να τον επεξεργασθούν, με υλικά από τα μαγαζιά αυτά για την παρασκευή των γλυκών εδεσμάτων της Μεγάλης Εβδομάδας.

ΤσικαλαριάΑκόμη οι νοικοκυρές κάλυπταν τις υποχρεώσεις τους σε δώρα σε αγαπημένα πρόσωπα χαρίζοντας τους ένα μπουκαλάκι από το φημισμένο ανθόνερο του χωριού τους. Ήταν κατά κάποιο τρόπο σαν να χάριζαν μια πολύτιμη για την εποχή κολόνια κατασκευασμένη από τα χέρια τους και από το περίσσευμα της καρδιάς τους που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις κυρίες και ως καλλυντικό για το πρόσωπο αλλά και για την περιποίηση των μαλλιών. Η χρήση αυτή του ανθόνερου αναφέρεται σε ένα τρυφερό νανούρισμα που σώζεται ως τις μέρες μας στην περιοχή από το οποίο σας παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

Κοιμήσου με τη ζάχαρη
και ξύπνα με το μέλι
και λούσου με το ανθόνερο
που λούζονται οι αγγέλοι.

Άλλες πάλι νοικοκυρές αξιοποιώντας το λαμπίκο, δηλαδή τον αποστακτήρα, που είχαν στα σπίτια τους παρασκεύαζαν εκτός από το ανθόνερο και ροδόνερο από τις εκατόφυλλες μυρωδάτες τριανταφυλλιές που στόλιζαν τις αυλές των σπιτιών. Επίσης καταγράφονται μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες στην προίκα των κοριτσιών περιλαμβανόταν και ο λαμπίκος, δηλαδή ο αποστακτήρας της παρασκευής του ανθόνερου.

Με την ευκαιρία να αναφέρουμε ότι η λέξη λαμπίκος προέρχεται από τη λέξη άμβιξ ή άμβυξ.

Στο λεξικό Liddel – Scott αναφέρεται ότι άμβιξ ή άμβυξ ήταν ο κάδος ή το σκέπασμα του αποστακτήρα. Από τα Αρχαία Ελληνικά η λέξη πέρασε στους Άραβες ως al-ambiq και από εκεί στα Ισπανικά ως alambique και στα Ιταλικά ως lambicco. Η λέξη επέστρεψε στα Ελληνικά με τη μορφή αντιδανείου ως λαμπίκος για να δηλώσει τη συσκευή για τη διύλιση των υγρών που αποτελείται από ένα μεταλλικό λέβητα και ένα σωλήνα για την υγροποίηση του ατμού. Η μεταφορική έννοια «πάρα πολύ καθαρό, λαμπερό» κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη οφείλεται στην παρετυμολογική επίδραση του ρήματος λάμπω. Από εδώ προκύπτει και η φράση« Τα έκανε λαμπίκο» αλλά και το ρήμα «ξελαμπικάρω» Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι οι μπρούτζινοι λαμπίκοι έλαμπαν από τα επιμελημένα γυαλίσματα των νοικοκυρών τα χρόνια εκείνα, ενώ έλαμπε και το διαυγές πολύτιμο απόσταγμα αυτών.

ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ… Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ

Είναι γεγονός ότι στις συνειδήσεις των παλαιοτέρων η νεραντζιά ήταν ένα πολύτιμο δέντρο που αξιοποιείτο όχι μόνο για την παρασκευή του ανθόνερου, αλλά και γλυκών του κουταλιού για τα οποία χρησιμοποιούσαν τόσο τα νεράντζια σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης, όσο και τον ανθό.

Αναγνώριζαν επίσης στα προϊόντα της νεραντζιάς θεραπευτικές,ιαματικές και αντισηπτικές ιδιότητες.

Το δάκρυ σου είναι ανθόνερο
και μια σταλιά με φτάνει
να στάξει απάνω στην πληγή
που μ άνοιξες να γιάνει.

Χαρακτηριστική είναι επίσης η φράση που επιβιώνει από τα παλιά χρόνια στην περιοχή: «Το νεραντζάκι βράσε το και δώσε το στο γέρο και αν είναι και στομαχικός πηγαίνει και στο θέρος».

Ακόμη χρησιμοποιούσαν τα άνθη και τα φύλλα της νεραντζιάς ως αφέψημα για το βήχα, την αϋπνία, το στομαχόπονο αλλά και το ζουμί από βρασμένα νεράντζια για τη ρύθμιση της πίεσης και του σακχάρου από τους διαβητικούς. Επιπλέον αξιοποιούσαν το ανθόνερο στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική ακολουθώντας την παράδοση της Ανατολής, όπου αρωμάτιζαν με αυτό τα γλυκά κυρίως τα σιροπιαστά, αλλά και το πιλάφι και τις διάφορες σάλτσες και μαρινάδες.

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τσικαλαριών αναβιώνει κάθε χρόνο την Κυριακή των Βαϊων το έθιμο της παρασκευής του ανθόνερου, εδώ και μία εικοσαετία, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας. Η επιλογή της ημέρας αυτής δεν είναι τυχαία γιατί το νιόφερτο μοσχομυριστό ανθόνερο θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια τη Μεγάλη Εβδομάδα για την παρασκευή των πασχαλινών γλυκισμάτων. Επίσης με το ανθόνερο οι νοικοκυρές ραίνουν τον όμορφα στολισμένο με τις γιρλάντες των νεραντζανθών Επιτάφιο.

Ως τόπος για την αναβίωση του εθίμου επιλέγεται συμβολικά ο αύλειος χώρος του ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννη του Ριγολόγου στην εμβληματική τοποθεσία του χωριού «Πολύ Νερό» Ο ναός αυτός κτίσθηκε την περίοδο της Ύστερης Ενετοκρατίας στην Κρήτη και συγκεκριμένα το 1602 και ήταν αρχικά αφιερωμένος στο Χριστό. Σύμφωνα με τις λαϊκές αφηγήσεις ο μπέης της περιοχής που κατοικούσε στο μετόχι Μπεντεβή «διέταξε να μετονομαστεί ο ναός και να αφιερωθεί στον Άγιο Ιωάννη»

Αργότερα, όταν οι Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή θεώρησαν καθήκον τους και υποχρέωση να αναστηλώσουν την ερειπωμένη εκκλησία που αποτέλεσε το ζεστό καταφύγιο τους στη νέα πατρίδα. Τόσο μάλιστα δέθηκαν με τον Άγιο που με τον καιρό φώλιασε και κέρδισε τις καρδιές τους, ως προστάτης Άγιος της Προσφυγιάς της περιοχής.

ΕΝΑ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ

Ένα αιώνα μετά, τούτες τις Πασχαλινές ημέρες, ο τόπος μυρίζει από τους νεραντζανθούς της παράδοσης που τη διατηρεί σαν φυλακτό ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τσικαλαριών.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία νοσταλγούν τη διαδικασία της απόσταξης του ανθόνερου, τότε που οι λαμπίκοι πηγαινοερχόταν από το ένα σπίτι στο άλλο, καθώς όσες οικογένειες δεν διέθεταν εξυπηρετούντο με δανεισμό σε μια κοινωνία, όπου η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και η πηγαία αλληλεγγύη ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της.

Οι γριούλες που απόμειναν αναπολούν εκείνες τις κατάλευκες μυρωδάτες μπουγάδες στις πέτρινες γούρνες στο Πολύ Νερό με τα ρούχα να τοποθετούνται στη συνέχεια στα συρτάρια και να μυρίζουν μοναδικά νεραντζανθούς και λεβάντα.

Ξαναστήνονται ακόμη τούτες τις μέρες στη θύμηση οι χοροί και τα ατελείωτα Πασχαλινά γλέντια στις αυλές των σπιτιών με πρωταγωνιστές ζευγάρια που χόρευαν το μπάλο και τις γιαγιάδες που κρατούσαν το ρυθμό με τα ταψιά και τα ντέφια.

Αναπόφευκτα ζωντανεύουν και οι αφηγήσεις για τις τρομερές μέρες του άγριου, ανελέητου διωγμού, παραμονές του Άη Γιάννη του Ριγολόγου που «τάχτηκαν στη χάρη του για να γλυτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου» ενώ ηχούν ακόμα στα αυτιά των παλαιοτέρων οι αμανέδες της νοσταλγίας και οι εκ βαθέων αναστεναγμοί«Αχ η πατρίδα μας! Αχ! Εσύ παιδί μου δεν ξέρεις από τέτοια»

Και μπορεί οι πρωταγωνιστές εκείνων των χρόνων να μην υπάρχουν πια στη ζωή, αλλά έπιασε τόπο η μαγιά και η Μικρασιάτικη παράδοση καλά κρατεί στην περιοχή. Στα μικρασιάτικα νοικοκυριά επικρατεί καθαριότητα και τάξη, οι μυρωδιές της μικρασιάτικης κουζίνας προκαλούν τα ρουθούνια του περαστικού και οι αυλές μοσχομυρίζουν λουλούδια.

Και αν περάσεις το κατώφλι του σπιτιού θα βρεθεί ένα νερό για να δροσιστείς και ένα γλυκό του κουταλιού για να γλυκαθείς…

**1. Η μαντινάδα αυτή πήρε το Α΄ βραβείο στο διαγωνισμό μαντινάδας του Πολιτιστικού Συλλόγου Τσικαλαριών και του Συλλόγου Στιχουργών Ν. Χανίων το 2011

*2. Το κείμενο στηρίζεται στην καταγραφή μαρτυριών των κατοίκων του χωριού κατά την εκπόνηση μελέτης της γράφουσας το έτος 1979 για την παράδοση και τη Λαογραφία των Τσικαλαριών με την εποπτεία του αείμνηστου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Ρωμαίου.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα