» Πλανόδιοι μαστόροι κι έμποροι στα στενά του Τοπανά
Μνήμες από τα Χανιά μιας άλλης εποχής, πιο ρομαντικής, σίγουρα πιο αυθεντικής μα και πιο δύσκολες, ξυπνούν οι διηγήσεις του Αντώνη Πλυμάκη. Τότε που στα στενά του Τοπανά χτυπούσε η καρδιά της χανιώτικης καθημερινότητας, με ανθρώπους του μόχθου.

Μνήμες από αυτά τα στενά -8 και πλέον δεκαετίες πριν- ανασύρει ο Αντώνης Πλυμάκης και γράφει στις “διαδρομές” για τους πλανόδιους εμπόρους, τους μαστόρους κι άλλα επαγγέλματα που σήμερα χάνονται ή σπανίζουν. Ο ίδιος τονίζει πως ιδιαίτερα στα χρόνια από το 1948 μέχρι το 1952 τα καταστήματα, κάθε λογής, στην πόλη, ήσαν ελάχιστα και ιδίως αυτά για τεχνικές επεμβάσεις. Έτσι ανθούσαν διάφορα επαγγέλματα πλανόδιων που καθημερινά κάποιοι από αυτούς περνούσαν από τα στενά του Τοπανά και που πολλές φορές οι τεχνικές γνώσεις τους στο αντικείμενο που ασχολούνταν, ήταν ανύπαρκτες!

Το χταπόδι και τα τσιγάρα
Μια εποχή δύσκολη, μέσα στη φτώχεια, μα με ανθρώπους μαθημένους να είναι ολιγαρκείς με την ιστορία που έρχεται στο μυαλό του Αντώνη Πλυμάκη, πριν αρχίσει να γράφει για τις φιγούρες του Τοπανά, να είναι χαρακτηριστική:
«Στην Ακτή στο εξωτερικό λιμάνι και κοντά στο σημερινό ξενοδοχείο “ΛΟΥΚΙΑ”, υπάρχουν ακόμη δυο – τρία σκαλιά, που φτάνουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Ένα πρωινό στεκόμουνα και χάζευα εκεί έναν ηλικιωμένο που χτυπούσε ένα χταπόδι χάμω και κάποια στιγμή σκύβει από τα σκαλάκια να το βρέξει στη θάλασσα για να συνεχίσει το… χτύπημα. Τον πήρε όμως το κεφάλι του και… βούτηξε μέσα στα ανάβαθα. Όταν βγήκε έξω, σουρώνοντας τα ρούχα του από θαλασσινό νερό, βγάζει την τραγιάσκα (κασκέτο) και την τοποθετεί κάπου για να στεγνώσει και μετά έψαχνε στην τσέπη του πουκαμίσου του να ανασύρει κάτι. Υπέθεσα ότι θα γύρευε κάποιο χαρτονόμισμα για να λιάσει κι αυτό για στέγνωμα. Όμως έκανα λάθος. Έβγαλε τρία βρεγμένα… τσιγάρα και τα άπλωσε στον ήλιο!
Ας σημειωθεί ότι τότε τα περισσότερα τσιγάρα πουλιόταν χύμα από τα περίπτερα και τα πλέον χαρακτηριστικά ήταν τα “Έθνος εξαιρετικά”. Έτσι μπορούσες ν’ αγοράσεις και δυο – τρία μόνο απ’ αυτά».
Ο ραπτομηχανικός
Αρκετές νοικοκυρές στις πολιτείες, αλλά πιο πολλές φυσικά στα χωριά, διέθεταν εκείνη την εποχή ραπτομηχανές για να ράβουν τα ρούχα τους οι ίδιες και πολλές φορές και της οικογένειας και κυρίως του “ασθενούς φύλου”, ή για επιδιορθώσεις. Είχαν μάθει από τις μανάδες τους ή από μόνες τους, την τέχνη της ράφτρας και έτσι εξοικονομούσαν χρήματα μα και έφτιαχναν όπως τα ‘θελαν τα ρούχα τους. Μάλιστα διέθεταν και πατρόν και ό,τι άλλο βοήθημα χρειαζόταν και κυκλοφορούσαν, μερικά περιοδικά επίσης, με συμβουλές ραφής ενδυμάτων, τη μόδα ή το κέντημα.
Σαν μηχανήματα, οι μηχανές αυτές φυσικό ήταν κάποτε να έχουν κάποιες βλάβες. Γι’ αυτό ήταν διαδεδομένο το επάγγελμα του ραπτομηχανικού, που περιόδευε τις γειτονιές της πολιτείας ή έφθανε και μέχρι τα χωριά.
Συχνά λοιπόν, ακουγόταν η φωνή του μάστορα αυτού, να διαλαλεί την τέχνη του: «Ο ραπτομηχανικός, ο ραπτομηχανικός, ο ραπτομηχανικός». Κοντόστεκε μήπως τον φωνάξουν από κανένα σπίτι και μετά προχωρούσε πιο πάνω, επαναλαμβάνοντας το διαλαλητό της τέχνης του.
Ο… καραμπάσης (βοτανοπώλης)
Ένας άλλος πλανόδιος πωλητής, που συχνά περνούσε από τα στενά του Τοπανά, ήταν αυτός που διαλαλούσε: «Καραμπάσι – δαφνόλαδο», ένα είδος δηλαδή βοτανολόγου, αφού το προϊόν του αγοραζόταν για θεραπευτικούς σκοπούς. Ακούγοντας τότε αυτό το διαλαλητό, νόμιζα ότι άλλο ήταν το καραμπάσι κι άλλο το δαφνόλαδο, και δεν καταλάβαινα ακριβώς τι πράγμα ήταν. Μετά από χρόνια έμαθα πως και οι δυο ονομασίες αφορούσαν το ίδιο απόσταγμα, που παραγόταν από τα δαφνόφυλλα και κανονικά ήταν γνωστό σαν καραμπάσι.
Το πουλούσε σε πολύ μικρά γυάλινα μπουκαλάκια ή και χύμα. Δεν θυμάμαι να το χρησιμοποιήσαμε ποτέ, αλλά γνωρίζαμε ότι αυτό ήταν χρήσιμο για τον κοιλόπονο, που έπρεπε να στάξεις λίγες σταγόνες στο πόσιμο νερό ή για να αφήνεις δυο σταγόνες σε δόντι χαλασμένο που σε πονούσε και το καραμπάσι, “ισχυρότατο παρασκεύασμα” -το διαλούσε κι έτσι- τελείωνε μαζί με το δόντι και ο πόνος.
Ο ακονιστής

Τότε τα μαχαίρια, ψαλίδια, κλπ., παρόμοια ήταν λίγα και ακριβά κι έτσι ευδοκιμούσε και το επάγγελμα του πλανόδιου ακονιστή ή ακονιτζή. Φορτωμένος στη ράχη μια κατασκευή από ξύλινα μέλη και μια ρόδα ποδηλάτου στη μέση, που δεν θυμάμαι πώς συνδύαζε το ακονιστήρι, διαλαλούσε κι αυτός την τέχνη του: «Ακονίζω μαχαίρια, ψαλίδια, ο καλός ακονιστής».
Βέβαια, σε πολλά σπίτια είχαν τις ακονόπετρες, αλλά χρειαζόταν τον ακονιστή για πιο… σοβαρές περιπτώσεις, ακόμη και για τσεκούρια.
Ο ναργιλές
Όσο για άλλους καπνιστές, τους συναντούσα στο μοναδικό καφενείο της παραλίας (αυτό του Αρδαχθιανάκη, που βρισκόταν εκεί το σημερινό ξενοδοχείο “ΛΟΥΚΙΑ”, όταν πήγαινα να συναντήσω τον παππού μου Γαμπά Μανώλη. Οι περισσότεροι, κυρίως ηλικιωμένοι θαμώνες, φούμαραν ναργιλέ, που μου έκανε τότε τρομερή εντύπωση με τις μπουρμπουλήθρες που έβγαζε ο καπνός στο νερό του γυάλινου δοχείου του ναργιλέ.
Ο παγωτατζής

Άλλος πλανόδιος που περνούσε και από τον Τοπανά, όπως περιόδευε σε ολόκληρη την πόλη και άραζε και έξω από τις εκκλησίες στα πανηγύρια, ήταν ο παγωτατζής. Τότε πρέπει να εξασκούσαν αυτό το επάγγελμα πέντε – έξι πλανόδιοι, που φυσικά την άραζαν και έξω από τα σχολεία, όταν λειτουργούσαν.
Το “εργαστήριο” τους παρασκευής παγωτού, το είχαν συνήθως σε ένα τρίκυκλο ποδήλατο που το τετράγωνο, σαν μεγάλο κιβώτιο, παρασκευαστήριο, βρισκόταν ανάμεσα στις δυο εμπρός ρόδες και στην τρίτη κοντά και πάνω βρισκόταν η σέλα που καθόταν ο πλανόδιος. Αρκετές φορές όμως το “εργαστήρι” ήταν πάνω σε ένα δίτροχο καρότσι με έναν μικρό άλλο τροχό εμπρός και που πάλι έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο κιβώτιο. Σπάνια θα το ‘βλεπες πάνω σε… γαϊδουράκι.
Μέσα στο εργαστήρι – κιβώτιο, βρισκόταν ένα δοχείο, αν θυμάμαι καλά ορειχάλκινο, σαν τα μικρά καζάνια του τυροκομείου και γύρω από αυτό ο πάγος. Το καζανάκι αυτό το περιέστρεφε με ένα χερούλι σαν μανιβέλα, για να παγώνει ομοιόμορφα το υλικό. Το παγωτό παρασκευαζόταν, δηλαδή περίπου επί τόπου, και ήταν δυο ειδών. Το χωνάκι και το κασάτο που περιείχε περισσότερο και λεγόταν έτσι γιατί το παγωτό αντί για χωνάκι το προσέφερε ανάμεσα σε δύο φύλλα, με ένα ειδικό εργαλείο. Όταν λοιπόν ακούγαμε σαν παιδιά τη φωνή: «ο παγωτατζής, ο παγωτατζής», αν είχαμε καμιά δραχμή χαρτζιλίκι, τρέχαμε ως αυτόν.
Οι χαμάληδες
Οι χαμάληδες ήταν απαραίτητοι την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν τα σημερινά μεταφορικά μέσα, σε τόση αφθονία και ποικιλία, και κυρίως εξυπηρετούσαν περιοχές όπως αυτές του Τοπανά και της Εβραϊκής όπου δεν ήταν εύκολο ή ήταν αδύνατον να φθάσουν τα μεταφορικά της εποχής τα κάρα ή και κάποια ελάχιστα τρίτροχα ή τετράτροχα οχήματα.
Παλαιότερα πρέπει να ήταν χαλικούτες αλλά στα χρόνια μου ήταν φτωχοί άνθρωποι, συνήθως πολύ κακοντυμένοι, που έπαιρναν στην πλάτη κάποιες φορές απίστευτα φορτία μέχρι και… καναπέδες.
Μετά εξευγενίστηκε η ονομασία του χαμάλη κι έγινε γνωστή ως αχθοφόρος.
Οι “δούλες”
Στα προπολεμικά κυρίως χρόνια οι εύπορες οικογένειες διέθεταν συνήθως και μια νεαρή κοπέλα για τις εργασίες του σπιτιού, και κυρίως την καθαριότητα και άλλες βαριές εργασίες και λίγες φορές το μαγείρεμα. Αυτές ήταν γνωστές σαν… δούλες. Ναι πιστέψετέ το. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έλεγε πως, η δούλα της τάδε γειτόνισσας έκαμε αυτό ή εκείνο. Ήταν συνήθως κορίτσια από φτωχές οικογένειες χωριών που ήθελαν να έχουν ένα… καλύτερο μέλλον κατεβαίνοντας στην πόλη. Μετά, η ονομασία αυτή εξευγενίστηκε και μετατράπηκε σε υπηρέτρια, για να φτάσει στις ημέρες μας στο πλέον ευγενές ως οικιακή βοηθός.
Ο γαλατάς

Την εποχή που περιγράφω δεν υπήρχε φυσικά ούτε για δείγμα γάλα στα λίγα συνοικιακά μπακάλικα ή στα κεντρικά της Δημοτικής Αγοράς, σε οποιαδήποτε συσκευασία, κουτί ή φιάλη.
Αγοράζαμε το γάλα και γιαούρτι από δυο – τρία γαλατάδικα που υπήρχαν σε όλη την πόλη κι εμείς κυρίως από αυτό του αλησμόνητου Ντου στην οδό Ποττιέ.
Μεγάλη όμως εξυπηρέτηση προσέφεραν οι πλανόδιοι γαλατάδες που σε ένα γαϊδουράκι είχαν φορτώσει δύο μέχρι τέσσερα δοχεία γαλατοτενεκέδες και περιφέρονταν στις γειτονιές. Μερικές φορές μάλιστα, αν ο γαλατάς δεν διέθετε αυτό το… μεταφορικό μέσο, κουβαλούσε στην πλάτη του τον τενεκέ, έχοντας δυο κομμάτια σχοινί για να το ασφαλίζει εκεί.
Έτσι από το προηγούμενο βράδυ, αφήναμε εξωτερικά από την κεντρική πόρτα κάποιο γυάλινο μπουκάλι (δεν υπήρχαν τα πλαστικά) ή ακόμη και κατσαρόλα με καπάκι, και μόλις ακουγόταν πολύ πρωί της επομένης το διαλαλητό: «Γαλατάς, ο γαλατάς, ο γαλατάς», κατεβαίναμε και παραλαβαίναμε τα δοχεία, πληρώνοντας το αντίτιμο ή αυτό γινόταν μια φορά την εβδομάδα.
Ο παγοπώλης
Την εποχή στην οποία αναφέρομαι, δεν είχαν παρουσιασθεί ακόμη τα ηλεκτρικά ψυγεία και τα σπίτια που ήταν κάπως πιο περιποιημένα, είχαν ένα μικρό ξύλινο ιδιόρρυθμο ψυγείο με επένδυση από τσίγκο (λεπτό φύλλο λαμαρίνας που δεν σκουριάζει) εσωτερικά, και κάποιες σωληνώσεις από το ίδιο υλικό, για να παγώνουν το νερό και μια εξωτερική βρύση, στηριζόταν πάνω σε τέσσερα ξύλινα ποδαράκια. Ήταν χαμηλό και ανοίγοντας το καπάκι από επάνω, τοποθετούσαμε μέσα τη μικρή παγοκολόνα και ό,τι φαγητό είχαμε για εκεί και σε ένα μικρό πάλι δοχείο από τσίγκο, το νερό για τη βρύση.
Τότε υπήρχαν δυο βιοτεχνίες παγοποιίας. Μια στην οδό Κισσάμου και μια δίπλα στα βορειοανατολικά της Αγοράς, που αυτή λειτουργούσε μέχρι και πριν λίγα χρόνια. Κάποιοι βιοπαλαιστές λοιπόν, έπαιρναν από εκεί μεγάλες – κανονικές κολόνες πάγου και τις τεμάχιζαν, γιατί τα σπιτικά ψυγεία είχαν μικρό χώρο και με ένα καρότσι, δίτροχο, που το κινούσαν και κατεύθυναν με δυο μεγάλα “χέρια ξύλινα” γύριζαν στις γειτονιές, διαλαλώντας τον πάγο.
Λίγο το κέρδος τους και μεγάλος ο κόπος, αλλά τότε δεν ήταν όπως σήμερα καλομαθημένοι οι άνθρωποι και εύκολο το κέρδος.
Ο εφημεριδοπώλης
«Όλα τα νέα, νέα συγκλονιστικά», και άλλα πολλά διαλαλούσε ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης. Όταν μάλιστα υπήρχε και κάποια πραγματικά σοβαρή είδηση, ανάφερε σχετικά με όσο πιο πολύ δυνατή φωνή όπως π.χ. «παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός», κλπ.
Τότε εφημερίδες πουλιόταν μόνο σε τρία ειδικά καταστήματα – περίπτερα, σε όλη την πόλη και όχι σε πάνω από εκατό περίπτερα και μίνι μάρκετ όπως σήμερα. Και φυσικά οι εφημερίδες ήταν λίγες και τα περιοδικά τρία – τέσσερα για μεγάλους και άλλα τόσα παιδικά και όχι δεκάδες ή εκατοντάδες όπως σήμερα.
Το ένα αποκλειστικό εφημεριδοπωλείο ήταν του Σκαμνάκη, στο κέντρο της Δημοτικής Αγοράς. Το άλλο, της οικογένειας Αλευράκη, παραδίπλα από την Εμπορική Τράπεζα, στην οδό Χατζημιχάλη Γιάνναρη, και το τρίτο σε μια γωνιά του Σαντριβανιού, το νεότερο του Σταθόπουλου που ήταν σαν περίπτερο και νομίζω διέθετε και τσιγάρα.
Οι εφημεριδοπώλες όμως δεν περίμεναν τον πελάτη σε αυτά τα στέκια αλλά και στις τρεις περιπτώσεις γινόταν και πλανόδιοι και γύριζαν όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης, όπου καταστήματα άλλα έφταναν και μέχρι τον Τοπανά (εκεί γείτονας ήταν ο Σκαμνάκης) διαλαλώντας με το φορτίο των εφημερίδων σε μια πάνινη τσάντα που είχαν κρεμασμένη από τον ώμο τους.
Τότε όσες εφημερίδες δεν πουλιόταν, κατέληγαν στα μπακάλικα για να χρησιμεύσουν σαν περιτυλίγματα για σαρδέλες π.χ., και άλλα όμοια αφού δεν υπήρχαν τα χαρτιά και άλλα υλικά συσκευασίας, όπως σήμερα. Οι εφημερίδες μετά το διάβασμα στο σπίτι κατέληγαν στην τουαλέτα, κομμένες σε μικρά τεμάχια, αφού και τα χαρτιά τουαλέτας έφτασαν πολλά χρόνια αργότερα.
Καπνιστής… καμάκι
Ένας γεροντής, φίλος του παππού μου, φαίνεται ότι λόγω οικονομικής στενότητας, είχε ένα μπαστούνι για βοήθημα στο περπάτημα, στην παραλία, αλλά συγχρόνως το χρησιμοποιούσε και για.. καμάκι στις γόπες. Όχι φυσικά για το ψάρι, αλλά για το υπόλειμμα του τσιγάρου που έχει καπνιστεί και έχει απορριφθεί στον δρόμο.
Είχε λοιπόν στην άκρη του μπαστουνιού του μια ακίδα, δεν γνωρίζω πώς, και επειδή δεν μπορούσε λόγω ηλικίας να σκύβει να μαζεύει τις γόπες, τις κάρφωνε με το μπαστούνι και τις έφερνε στο χέρι του προς… αποθήκευση. Από λίγες γόπες λοιπόν, που αφαιρούσε το τσιγαρόχαρτο, συγκέντρωνε τον καπνό και “έστριβε” τσιγάρο μέσα στο ειδικό πρωτόγονο μικρό μηχανάκι από λίγο ύφασμα και ξύλο.
Ο έμπορας

Υπήρχαν φυσικά τότε μερικά καταστήματα, όχι όσα σήμερα, που πουλούσαν είδη ένδυσης και κυρίως ρόμπες, εσώρουχα γυναικεία και ανδρικά και τα τοιαύτα. Υπήρχαν όμως και βιοπαλαιστές, πλανόδιοι έμποροι, που περιφέρονταν στις γειτονιές, αλλά και στην ύπαιθρο, στα χωριά, διαλαλώντας… «μεσοφόρια, μαντίλες» και άλλα. Μεσοφόρι ήταν το γυναικείο εσώρουχο μεταξύ κορμιού και φορέματος, αν δεν το έχουν ξανακούσει οι νεότεροι.
Ήταν κουραστική δουλειά, αφού τις πιο πολλές φορές ήταν φορτωμένος με ειδική “εξάρτηση” στο πλάι ή στην πλάτη το εμπόρευμα και λίγες φορές σε γαϊδουράκια. Στον Τοπανά ερχόταν δύο έμποροι, αν θυμάμαι καλά.
Στα πρώτα χρόνια που περπατούσα με τον Ορειβατικό Σύλλογο και που τότε δεν υπήρχαν οι σημερινοί δρόμοι, θυμάμαι, όταν κάποια στιγμή μπαίναμε στο χωριό Φλώρια Σελίνου και εγώ προπορευόμουνα, όπως μια γριούλα μας αντίκρισε με τα σακίδια στην πλάτη χωρίς να έχει ιδέα για ορειβάτες και τέτοια, που μας προσφώνησε: «Καλώς τσ’ εμπόρους». Νόμιζε ότι είμαστε φορτωμένοι την πραμάτεια μας σαν έμποροι. Τελευταίο τέτοιον έμπορα μέσα στην πόλη θυμάμαι κάποιον Ναξάκη.
Ο χαρουμπίας

Ένας σχετικά πλανόδιος, γιατί δεν γύριζε τις γειτονιές αλλά είχε κάποια σχεδόν μόνιμα στέκια, ήταν και ο πωλητής χαρουμπίας. Θυμάμαι αυτόν (δεν γνωρίζω αν υπήρχε και άλλος) που είχε το καρότσι του στο πεζοδρόμιο απέναντι από την Εμπορική Τράπεζα στην οδό Χατζημιχάλη Γιάνναρη, τότε που είχα διοριστεί σ’ αυτήν, το 1955 αλλά δεν θυμάμαι για πόσα χρόνια.
Η χαρουμπία παρασκευαζόταν από μέλι που έβγαζαν από τα χαρούπια, το χαρουπόμελο, και την είχαν σαν εύγευστο αναψυκτικό αφού τότε δεν υπήρχαν άλλου είδους αναψυκτικά, πέρα από γκαζόζες και κάποιο είδος πορτοκαλάδας. Τα πρώτα χρόνια που θυμάμαι, χρησιμοποιούσε για ανάμειξη στο χαρουπόμελο χιόνι που κατέβαζαν κυρίως από την Μηλέ Λευκών Ορέων Κεραμειανοί.
Στην τελευταία περίοδο που υπήρχε ακόμη η χαρουμπία ίσως να μην κατέβαζαν πλέον χιόνι και χρησιμοποιούσαν κομμάτια από πάγο γιατί τα έτοιμα παγάκια που αγοράζουν σήμερα δεν είχαν… εφευρεθεί.
Και μιας και αναφέρθηκα στο χαρουπόμελο, θυμήθηκα πως στην γερμανική Κατοχή, που μέναμε στο Ρέθυμνο, άγνωστο πώς, είχε ο μακαρίτης πατέρας μου αγοράσει ένα μικρό βαρέλι με χαρουπόμελο και βολευόμαστε με αυτό το πολύ δυναμωτικό μέλι για χρόνια. Το χρώμα του ήταν καφέ, σαν αυτό του χαρουπιού, γιατί μετά από χρόνια που γύρεψα τέτοιο, μου έδωσαν διαφανές, που φαίνεται να είχε υποστεί κάποια επεξεργασία γι’ αυτό.
Επίσης, σε τοπική εφημερίδα, πριν από μερικούς μήνες, γράφτηκε από έναν πραγματικά καλό μάγειρα ότι η χαρουμπία παρασκευαζόταν και παρασκευάζεται από βράσιμο κομμένων ψιλά, χαρουπιών και ίση ποσότητα ζάχαρης. Δεν νομίζω να ήταν έτσι παλαιά, αφού είμαι σίγουρος πως τότε δεν έβαζαν ζάχαρη.