∆εν κωλώνουν οι µάγκες ρε.
Μπορεί να ξεχνά κανείς όσο µεγαλώνει ακόµη και τι έφαγε χθες, να ξεχνά πού έχει αφήσει τα κλειδιά του, πού έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του, ονόµατα και διευθύνσεις παλιών γνωστών και φίλων.
Αυτά όµως που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ όσο ζει, είναι τα παιδικά του χρόνια, τις παιδικές του αναµνήσεις…
Αυτές είναι γραµµένες ανεξίτηλα στον σκληρό δίσκο και µε ένα σκάλισµα τση µνήµης, νάτες ολοζώντανες µπροστά του.
Θυµάται σαν χθες όταν έλεγε τα κάλαντρα πιτσιρικάς εκείνη την καλή θεία στο χωριό που του έβαλε µισό µπουκάλι λάδι στο µπετονάκι του, την κακή την στριµµένη νεόπλουτη που του άδειασε τηγανόλαδα και του το µαγάρισε, την άλλη τη φτωχή την καλοσυνάτη που επειδή δεν είχε λάδι ούτε λεφτά, του έκαµε µια φέτα µε ανθόγαλο… του έδωκε και την ευκή της φεύγοντας για να έχει καλή πρόοδο…
Κι αυτή η ευχή έπιασε τόπο.
Θυµάται µε µεγάλη νοσταλγία κι εκείνα τα φτωχά χρόνια όταν πήγαινε στο καφε-παντοπωλείο του χωριού, να ψωνίσει κάνα µπακαλιάρο µε το µπακαλοδεύτερο… και µόλις έµπαινε µέσα να ακούει τον µπάρµπα ντου που έπαιζε την πρέφα να φωνάζει στον καφετζή… σύντεκνε κέρασε το ανίψιο µια γαζόζα. -Κέρασε τον φιλιότσο ό,τι θέλει, πετιόταν κι από δίπλα ένας σύντεκνος του αφέντη του.
∆εν ξεχνά εκείνο τον νευρασθενικό γείτονα που του έκανε χίλια κοµµάτια την καινούρια µπάλα µε το σφαλιχτάρι επειδή έπαιζαν στον δρόµο µε το σύσυλο τση µέρας και δεν τον άφηναν να κλείσει αµάτι.
Εκείνο τον χοντρό αγροφύλακα µε την µουζίκα, που τον κυνηγούσε να τον πιάσει, επειδή έκλεψε µια φουχτέ κεράσια για την λιγούρα… και σιγά µη τον έπιανε…
Ακόµη θυµάται τα κοπέλια τση γειτονιάς του, τα παιγνίδια που έπαιζαν στα χέρσα χωράφια και στους δρόµους, ποια παιδιά ήταν φίλοι του µπιστικοί που τους έλεγε τα δικά του, και του έλεγαν τα δικά τους… ποιοί δεν είχαν µπέσα, ήταν ζηλιάρηδες, ήταν µαρτυριάρηδες για να τα έχουν καλά µε τους µεγάλους.
Όλα τα θυµάται µε το ν και µε το σ.
∆εν ξεχνιέται εύκολα κι η πρώτη του αγάπη κι ας ήταν εντελώς παιδική.
Αυτός το θυµάται ακόµα εκείνο το ξώφαλτσο φιλί στο µαθητικό λεωφορείο.
∆εν ξεχνιούνται ούτε οι συµµαθητές του στην τάξη, ο απουσιολόγος, ο ξύπνιος, ο καλός µαθητής, ο χαβαλές ,ο µπουνταλάς, ο προπέτης… Κυρία – κυρία να πω εγώ..
Η ωραία της τάξης που χαµογελούσε σε όλους πονηρά και µετά τα έφτιαξε µε ένα εξοσχολικό µε τη φλορέτα.
Ακόµη θυµάται εκείνο το καλοκαίρι που επήγαν το πρώτο τους µπάνιο τα τρία φιλαράκια κι εκεί στην παραλία κάπνισαν και το πρώτο τους τσιγάρο, κερασµένο από φίλο.
Ήθελαν να δουν τι του βρίσκουν οι µεγάλοι, να µεγαλώσουν γρήγορα κι αυτοί, να γίνουν µάγκες, νοµίζοντας ότι έτσι θα βγάλουν γκόµενα.
Ας όψεται το Αθηναιάκι ο Τόλης που κρατούσε την πακετιά Άρωµα φίλτρο, και παρίστανε τον µεγάλο ελαφοκυνηγό.
Το άναψε πρώτος κι έκανε δαχτυλίδια στον αέρα.
– Τραβάτε το όλο µέσα ρε κότες, να έτσι βαθιές ρουφηξιές σαν εµένα να το καταλάβετε, να σας πιάσει… κι όχι παφ-πουφ κι έξω… Μας το έπαιζε µάγκας αυτός κι εµείς τα χωριατάκια τα βλαµµένα τον ακούγαµε και παραλίγο να γκρουφτούµε από τσι απανωτές ρουφηξιές. Πετάχτηκαν τα µάτια µας όξω σαν του κοκοβιού και µας έπιασε ένα συνεχές βήξιµο να σκάσουµε… αλλά η µαγκιά µαγκιά..
– ∆εν κωλώνουν οι µάγκες ρε..!!