Τούτες τις µέρες των εορτών κάναµε κι εµείς την βόλτα µας στα πάτρια εδάφη µπας και αισθανθούµε λίγη Χριστουγεννιάτικη ζεστασιά των παιδικών µας χρόνων… αλλά πάν’ τα χρόνια αυτά…
Έφυγαν τόσο βιαστικά και δεν γυρίζουν πια.
Φτάνοντας στην παλιά µας γειτονιά θυµήθηκα τη µάνα µου που έλαµπε σαν τον ήλιο όταν µε έβλεπε από την αυλή να κατεβαίνω από το λεωφορείο τση γραµµής… κι η πρώτη της κουβέντα µόλις έφτανα σπίτι -µετά τα φιλιά κι αγκαλιές- «Ίντα κάνεις µωρέ κοπέλι µου αδυνάτισες θωρώ, δεν τρως καλά φαίνεται στην πόλη… Να τρως χαρώτο, να τρως µην αρρωστήσεις και κυκλοφορούνε και γρίπες ετούτη την εποχή… να τρως µην είσαι κακόφαος».
Πάντα η µεγάλη της έγνοια ήταν αν τρώγω.
-Έλα σάλευε να κάτσεις επαέ στη φωτιά να πυρωθείς… κι εγώ θα πάω όξω στην παρασιά να σου κάµω µια τηγανέ πατάτες να τσοι φας µε το τσιγαριαστό πουλί που σου έψησα…
Να πάω την επόµενη στση θείας µας να τη δω… και να µε κάνει µια αγκαλιά έξω στην αυλόπορτα µόλις µε θώριε …Ω χαρώτο γω ένα κοπέλι πως εµεγάλωσε ετσιδά… καλώς το, καλώς τονε, κι εγελούσαν και τ’ αυτιά της.
Να της κάνει νόηµα ο µπάρµπας από µέσα από την σόµπα, να σιάξει πράµα µεζέ να χαφτούµε µια ουλιά… και να χάνεται για λίγο.
-Μα µπάρµπα πρωί είναι ακόµα.
-Εµείς επαέ ανίψιο δεν έχοµε ώρες στο φαητό, µόνο κάτσε να πιούµε µια τζικουδιά µα δε θ’ αργήσει… και σε λίγο έφτασαν τα καπνιστά σύγκλινα από την καµινάδα που κρεµόταν, να κι η µυρωδάτη οµατέ που την είχε φτιάξει µε µπόλικα µυρωδικά …και στο τέλος µια πιατέλα καλιτσούνια µε µέλι.
-Αντέστε, κοπιάστε µη περιµένετε να κριγιάνουν, έλεγε η θεία.
Λίγο πρωί µπορεί να ήτανε ακόµη, αλλά για πότε άδειασαν οι πιατέλες και µισό πεντακοσάρι κρασί… ακόµα το θυµούµαι.
-Έλα κέρασε κι εσύ ανίψιο µια βολά, δε βαστάς παράδες µπρε…
-Ε άντε! Εβίβα µπάρµπα.
Αυτή ήταν η πραγµατική αγάπη των παλιών µας, την ένιωθες στο γέλιο τους, το έβλεπες στα µάτια τους, τη ζούσες κανονικά σαν σπίτι σου …αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πια… Έφυγαν ένας ένας και µαζί τους κι η ανθρωπιά… Και µαζί τους η αληθινή αγάπη του συγγενή.
Σήµερα πας στο χωριό και δε σου βαστά καρδιά να χτυπήσεις την πόρτα στους λοιπούς συγγενείς… ∆εν σου θυµίζουν τίποτα από τους παλιούς! ∆εν σου βαστά να χτυπήσεις την πόρτα τους χωρίς τηλέφωνα και πακέτα.
Μεγάλωσαν τα γένια µας κι η ψυχή µας αλλιώτεψε..!!
Μου αρέσει!