Ήξερε τον δρόµο πατέ πατέ..!!
Τούτες τις µέρες που έκλειναν τα γυµνάσια ανεβαίναµε κι εµείς τα µαθητούδια εκεί ψηλά στο οροπέδιο του Ασκύφου, για τις καλοκαιρινές µας αποδράσεις… µε ποικίλες αγροτικές δραστηριότητες ηρεµίας και ξεγνοιασιάς.
Ο πρώτος που έτρεχε βολίδα να µε χαιρετήσει µόλις έφτανα στην αυλή του σπιτιού µας, ήταν ο σκύλος µας ο Ρόµελ που µε ένα σάλτο µορτάλε πατούσε πάνω στο µπέτη µου µε τα µπροστινά του πόδια και µε φιλούσε κλαουρίζοντας.
Στα πόδια µου τριβόταν κι ο κάτης µας, νιαουρίζοντας.
-Ώφου µωρέ κοπέλι µου κι αδυνάτισες από το πολύ διάβασµα, ήταν κι οι πρώτες κουβέντες τση µάνας µου µετά τσι αγκαλιές και τα ζεστά φιλιά…
-Άντε κάτσε επαέ µε τον αφέντη σου να τα πείτε κι εγώ θα πάω ίδια δα να στέξω το τσικάλι στην παρασιά, να σου ψήσω ένα χοχλιδάτο κοκοράκι που το φύλαγα ξεπίτηδες, να σου το κάµω τσιγαριαστό µε τσι τηγανιστές πατάτες… να το φάεις αντράκι µου ούλο, µπας και ποδαρώσεις…
-Ναι σιγά µην αδυνάτισε από το πολύ διάβασµα, άρχισε να γελουρίζει πονηρά κι ο αφέντης µου.. Ο θεός κατέει τσι δουλειές τωνε, εκειά στη πόλη ορνικοί που είναι.
– Μικιό, θα πήξεις στην σκοπιά εδά που ήρθες επαέ… πετάχτηκε κι ο άλλος µου αδερφός που του άρεσε να µε κουρντίζει.
Την επόµενη κιόλας µέρα, άρχισαν οι πρώτες µας παιδαγωγικές δραστηριότητες.
-Πήγαινε χαρώτο νά ‘χεις την ευκή µου να µου φέρεις ένα γοµάρι ξύλα να ανάψω τον φούρνο.. µού ‘λεγε συργουλευτά συργουλευτά η µάνα µου η καλή.
-Πάρε µπρε Γιωργιό το συγκλί να πάεις να ποτίσεις τον γάιδαρό µας στο λιβάδι, να µη κορακιάσει από την δίψα… µε έπαιρνε µε το καλό κι ο γεροντής µου ο αψύς, που η αλήθεια είναι ότι ποτές του δεν µε µάλωσε, ούτε µε έδειρε.
-Άντε βρε µικιό να πάεις να ξεστραλίξεις τα οζά µας από τσ’ αζιλάκους, να τα φέρεις στην στέρνα στο Ξηλόδεµα να τα ποτίσουµε… άντε εσύ που έφαες και τον πετεινό… µε µαλαγάνιαζε κι ο µεγάλος µου αδερφός.
Ήντα να κάνει και το Γιωργιό, έπαιρνε τον σκύλο ντου τον Ρόµελ για παρέα, κρεµνούσε στον λαιµό το λάστιχο µπας και πιάσει κάνα ατζόκωλο, εκειά στην Ανεµοκεφάλα που είχε αερινάδα… και µε το σύσυλο τση µέρας ανέβαινε ψηλά στα όρη σαν λοκατζής ορεινών καταδροµών.
Εξεστράλιζα τα οζά που κοιµόταν τσ’ αζιλάκους µε χουβές και σφυριές να ξεξυπνήσουν και µετά καθόµουν κάτω από ένα κυπάρισσο κι αγνάντευα από ψηλά το Γυµνάσιο Βάµου.
Εκεί υπήρχε ένας έρωτας µεγάλος.
Τα πρωινά µε έστελναν µε το γάιδαρο καβάλα, φορτωµένους τσοι ντενεκέδες του γαλάτου, να πάω στην κούρτα του Καπρή το καµίνι, να περιµένω µέχρι να φέρει τα οζά ο αφέντης µας, να τα κουρτίσουµε µέσα στην κούρτα, να µπω κι εγώ µετά µέσα, να τα λαλώ, να τ΄αρµέξει ένα-ένα, και να πιλατεύω τσοι κριγιούς…
Στο τέλος του αρµεχτού, γέµιζα το καπάκι του ντενεκέ µε ζεστό γάλα, κράταγα κι ένα µεγάλο ντάκο που µας έκανε η µάνα µου, τον έβρεχα µέσα και την έκανα τόπι.
Έβαζα και του Ρόµελ για να µη τρέχουν τα σάλια του, άλλο ένα καπάκι, σε µια πέτρινη γούρνα που του είχαµε και µε την γλώσσα του γλου-γλου την έκανε ταράτσα κι αυτός.
Φορτώναµε µετά τσοι ντενεκέδες µε το γάλα στον µπουρίκο, του βάζαµε κι ένα δεµάτι ξερά κλαδιά µεσοσόµαρα για την παρασιά και σιγά-σιγά και προσεχτικά κατέβαινε µοναχός του το κακοτράχαλο δροµαλάκι του βουνού, για το σπίτι µας.
Ήξερε τον δρόµο πατέ πατέ..!!