Όταν αγαπάς κάτι, λογικό είναι να επιθυµείς να είσαι όσο µπορείς συχνότερα κοντά του. Έτσι και η αφεντιά µου µέσα στις άλλες ηµέρες ήταν, πριν εξήντα και εβδοµήντα χρόνια, και Πρωτοχρονιές που λαχταρούσα να βρεθώ στην αγαπηµένη Μαδάρα.
Το πρώτο τροχοφόρο στο Ξυλόσκαλο
Την περίοδο γύρω στο 1956 είχαν κυκλοφορήσει και στα Χανιά τα µηχανάκια ΣΑΚΣ και έτσι κάποιες φορές απολάµβανα τον τροχό µε αυτά. Αντιγράφω περιγραφικό δηµοσίευµα µου στην τότε εφηµερίδα ΚΗΡΥΞ. Νεανικό ίσως και αφελές κάποιες φορές:
«Από µέρες έχει ρίξει καινούργιο χιόνι ως κι έτσι µια που σήµερα είναι αργία αποφάσισα να κάνω την αρχή του χρόνου µε µια βόλτα στ’ αγαπηµένα βουνά. Επειδή δεν είχα άλλο τρόπο πήρα ένα µοτοσακό και στις 7.30 ξεκινούσα για τον Οµαλό ντυµένος µε το αδιάβροχο σακάκι µου.
Έβλεπα τα χιονισµένα βουνά και ανυποµονούσα να βρεθώ εκεί πάνω.
Περνώντας πρωί – πρωί απ’ τα λειβάδια και τα χωριά έβλεπα την φύση να ξυπνά µεσ’ το παγωµένο πρωινό αεράκι. Άρχισα το ανέβασµα προς το χωριό Λάκκοι και σε µερικές, πολύ ανηφορικές στροφές, δυσκολεύτηκε λίγο η µηχανή. Απ’ τους Λάκκους συνέχισα και µετά την διακλάδωση του Καράνου συνάντησα ένα σηµείο όπου ο δρόµος είχε κατολισθήσει τελείως και µέχρι την πλαγιά του βουνού. Αναγκάστηκα να σηκώσω το µοτοσακό για να το περάσω. Κατόπιν συνέχισα σε ένα δρόµο από τα νερά, γεµάτο µικρές και πελώριες πέτρες, γεµάτο λάσπες. Η µηχανή αγκοµαχούσε και το µοτοσακό τράνταζε ολόκληρο βαδίζοντας πάνω σε τέτοιο ανώµαλο έδαφος. Φθάνοντας στα ψηλότερα σηµεία ο δρόµος είχε τεράστιους λάκκους, γεµάτους νερά κι αναγκαζόµουν να βουτώ µέσα καρφώνοντας στην πυκνή λάσπη και µε κίνδυνο να σκάσει η µηχανή που είχε βράσει απ’ τον συνεχή ανήφορο και βουτώντας στα νερά τσίριζε.
Σε µερικά σηµεία στις γωνιές του δρόµου ήταν κοµµάτια από πρόσφατα λιωµένα χιόνια. Αντικρίζοντας από κοντά τα κατάλευκα βουνά στάθηκα και θαύµασα το µεγαλείο των αρκετή ώρα και τράβηξα φωτογραφίες απαθανατίζοντας και το µοτοσακό. Έπειτα κατέβηκα στο οροπέδιο του Οµαλού και καρφώνοντας στην παχιά λάσπη έφθασα στο σηµείο του µονοπατιού που είναι απέναντι στο καταφύγιο του Ορειβατικού.
Μια απέραντη, µια νεκρική γαλήνη κυριαρχούσε παντού. Το οροπέδιο κατάλευκο έµοιαζε µε µαρµαρωµένο ενώ οι πλαγιές ήταν καταφορτωµένες από χιόνια.
Σκούρα σύννεφα φαινόταν να ανεβαίνουν από το φαράγγι όπου πρέπει να επικρατούσε φοβερός άνεµος. Η θέα προς το κατάλευκο οροπέδιο και τις γύρω κορφές φανταστική.
Από το Μαχί και πέρα, αλλεπάλληλοι φράχτες µε πέτρες χαµηλοί, µε ανάγκασαν να… σηκώνω το µηχανάκι µέχρι που το έφτασα στο Ξυλόσκαλο σαν το πρώτο τροχοφόρο που έφθανε εκεί χωρίς να περιµένει κάποιο βραβείο…».
Πρωτοχρονιά στη βροχή: Κάποια Πρωτοχρονιά, δεν θυµάµαι ακριβώς πότε αλλά πάντως πριν το 1965, στα ξαφνικά αποφασίσαµε µε τον Στέφανο Σχολινάκη, παρ’ όλο που δεν ερχόταν στις πεζοπορίες, να κάνουµε Πρωτοχρονιά στο καταφύγιο παρ’ ότι ο καιρός ήταν χάλια.
Ξεκινήσαµε απόγευµα µε το λεωφορείο ως το Κατωχώρι Κεραµειών και από εκεί άρχισε η πεζοπορία για Κάµπους – Καταφύγιο. Είχε νυχτώσει για καλά όταν ανεβαίναµε για τον Βόλικα και άρχισε και µια πολύ δυνατή και χωρίς διακοπή βροχή. Γύρω στις 9 νυχτερινή αρχίσαµε να χανόµαστε και να ψάχνουµε στο πυκνό σκοτάδι και την καταρρακτώδη βροχή για το καταφύγιο που πέρασε µια ώρα και δεν βρισκόταν.
Είχαµε µουσκέψει και αποφασίσαµε επιστροφή. Με συνεχιζόµενη την βροχή περνούσαµε από τους Κάµπους την ώρα της αλλαγής του χρόνου, που το καταλάβαµε από τις µπαλωθιές, αλλά ντραπήκαµε όπως είµαστε να πλησιάσουµε σε γνωστά σπίτια ή καφενεία και έτσι συνέχεια για Κατωχώρι και από εκεί Κοντόπουλα, δίπλα από Μαλάξα, και κάτω στα Νεροκούρου ακόµη µε δυνατή βροχή. Θα κόντευε να ξηµερώσει και στα Νεροκούρου ένα ταξί έφερε κάποιον ξενύχτη την ώρα που φθάναµε αλλά αρνήθηκε να µας πάρει για τα Χανιά στο χάλι που… σουρώναµε. Έτσι έφτασα στο σπίτι σχεδόν πρωί και η καηµένη η µάνα µου είδε κι έπαθε να καταλάβει ποιος χτυπά τέτοια ώρα πρωτοχρονιάτικα ν’ ανοίξει. Ωραία Πρωτοχρονιά φίλοι µου!