» Ο 93χρόνος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται
Σήµερα, ο κ. Γιώργος, θα µας διηγηθεί µια θαλασσινή ιστορία από το µακρινό 1965, που αναφέρεται στην επίσης µακρινή, σε απόσταση, νησιωτική χώρα της Ινδονησίας.
Είχαµε φορτώσει, κύριε ∆άσκαλε, ρύζι από κάποιο λιµάνι της Μεσογείου, δεν θυµάµαι ακριβώς, µάλλον από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, µε προορισµό τη µακρινή Ινδονησία.
Πρώτη φορά το καράβι µας πήγαινε στο συγκεκριµένο λιµάνι της µακρινής αυτής νησιωτικής χώρας. Λίγο πριν µπούµε στο λιµάνι, έβγαινε ένα άλλο γνωστό στον Καπετάνιο και είπε στον ασυρµατιστή να µιλήσει µε το άλλο καράβι.
Οι ασυρµατιστές, πέραν από τα τυπικά, µίλησαν και για τα µέτρα ασφαλείας, όσον αφορά στο «ψιλολαθρεµπόριο» συνήθως τσιγάρων.
– Όλα καλά, θα κάνετε εµπόριο, του απάντησε.
Περιµένοντας τον «πιλότο» (πλοηγό) έξω από το λιµάνι, µας πλεύρισαν κάποιες βάρκες από ντόπιους «εµπόρους», ανέβηκαν πάνω και ξεπουλήσαµε όλα τα αφορολόγητα τσιγάρα.
Υπόψη ότι από κάποια λιµάνια ο Καπετάνιος προµηθεύεται αφορολόγητα τσιγάρα για το πλήρωµα που επιτρέπεται να τα καπνίζει µόνο µέσα στο καράβι, έξω απαγορεύεται. Σου γίνεται έλεγχος κατά την έξοδο και δεν πρέπει να έχεις µαζί σου τσιγάρα.
Μια αποθήκη είναι, σχεδόν πάντα, γεµάτη αφορολόγητα τσιγάρα, συνήθως αµερικανικά για το πλήρωµα. Όταν προσεγγίσει το καράβι στο λιµάνι, ανεβαίνουν τελωνειακοί και άλλοι κρατικοί υπάλληλοι για διάφορους ελέγχους, κάποιος τελωνειακός πηγαίνει και κλειδώνει και ασφαλίζει µε µολυβδοσφραγίδα την εν λόγω αποθήκη, αφού αφήσει για το πλήρωµα τα ανάλογα πακέτα, σύµφωνα µε τις µέρες που θα µείνουν στο λιµάνι.
Εµάς, εδώ στην Ινδονησία, στην Τζακάρτα, ο τελωνειακός την βρήκε σχεδόν άδεια, αλλά δεν µίλησε.
Υπόψη ότι η Ινδονησία, µέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν αποικία των Ολλανδών και πάσχιζε να βρει τον βηµατισµό της. Νόµισµα είχαν το Ρούπια, που σε σύγκριση µε το δολάριο ήταν πολύ αδύναµο νόµισµα. Φτώχεια και πείνα σε όλη τη χώρα. Φανταστείτε το µεροκάµατο είχε 4 Ρούπια και η κούτα τα τσιγάρα 12 Ρούπια.
Ήρθε ο «πιλότος» ( πλοηγός), µπήκαµε στο λιµάνι, πολύ µεγάλο σε έκταση, αλλά δίχως υποδοµές. Η προβλήτα είχε τσιµέντο 2-3 µέτρα από τη θάλασσα και ο υπόλοιπος χώρος ήταν σκέτο χώµα, περιφραγµένος µε συρµατόπλεγµα, µέσα περιπολούσαν στρατιώτες και άγνωστο πώς είχαν τρυπώσει 4-5 γυνακούλες και περίµεναν στον χώρο που κατεβάζαµε τα σακιά µε το ρύζι.
Στο καράβι είχαν ανέβει ντόπιοι εργάτες για να ετοιµάζουν τα «σαµπάνια», υπήρχε κι ένας στρατιώτης πάνω για να επιβλέπει, και εµείς, προ πάντων οι «τεχνικοί» ασχολούµαστε µε το ξεφόρτωµα. Τα βίντσια ανεβοκατέβαιναν ρυθµικά και µε γρηγοράδα, γιατί κάθε καθυστέρηση µείωνε το ποσό του ναύλου.
Εγώ, ως ειδικός, επέβλεπα τη λειτουργία στα βίντσια και από ενδιαφέρον και περιέργεια κοίταξα τι γύρευαν οι γυναίκες εκεί που «ξεσαµπανιάζανε» οι εργάτες τα τσουβάλια. Είδα, λοιπόν, ότι είχαν µικρά φαράσια και σκουπάκια και µάζευαν δίπλα από τα τσουβάλια, µέσα στο χώµα, όσους κόκκους ρυζιού είχαν χυθεί.
Συγκινήθηκα και λέω του Υποπλοίαρχου, πάρε τον στρατιώτη µέσα, δήθεν να τον κεράσεις ένα καφέ, γιατί θα κάνω κάτι και του εξήγησα τι. Τον πήρε µέσα, έβγαλα κι εγώ ένα κατσαβίδι που είχα στην κωλότσεπη και τρυπούσα κάποια τσουβάλια από κάθε «σαµπανιά».
Το έκανα δυο τρεις φορές. Τώρα οι γυναικούλες είχαν τώρα πολλή δουλειά, γέµιζαν τα φαρασάκια τους χώµα και ρύζι, το έβαζαν σε ένα πλεχτό κόσκινο να φύγει το πολύ χώµα και µετά το έβαζαν στην τσάντα τους. Μετά γονάτισαν κάτω, σταύρωσαν τα χέρια στο στήθος τους και µου έλεγαν «Χαλέ µακασί, χαλέ µακασί» και µε αυτή τους τη στάση µου έλεγαν στην γλώσσα τους ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Μα και οι ντόπιοι εργάτες που δούλευαν µέσα στο καράβι έκλεβαν ρύζι κρύβοντας το όπου µπορούσαν. Άλλος το έβαζε σε µικρά σακουλάκια που τα έκρυβε µέσα στο καπέλο του, άλλος σε µια µακριά πετσέτα που την τύλιγε στη ζώνη του και έτσι ξεγελούσαν τους φρουρούς στρατιώτες που έλεγχαν την είσοδο και έξοδο από το καράβι.
Υπόψη ότι το ρύζι προορίζονταν για τον στρατό και πήγαινε σε στρατιωτικές αποθήκες, όµως το δεύτερο ή τρίτο βράδυ ακούσαµε πολλές µπαλωθιές και το πρωί µάθαµε ότι το ναυτικό ζήτησε και αυτό µερίδιο από το ρύζι του στρατού, δεν τους έδωσε και αρπαχτήκανε. Τέτοια ήταν η αναρχία και η ανοργανωσιά της χώρας µετά την αποχώρηση των Ολλανδών.
Στην Ινδονησία µείναµε ίσαµε δέκα µέρες, σχεδόν πάντα, όποιος ναυτικός είχε ρεπό έβγαινε έξω να δει την πόλη και να ξεδώσει και λίγο.
Εγώ περιµενα µε αγωνία γράµµα, γιατί ΄κείνες τις µέρες θα γεννούσε η γυναίκα µου, η κυρά Μαρία, το πρώτο µας παιδί. Φέρανε τα γράµµατα, όλοι σχεδόν είχαν, εγώ τίποτα· την άλλη µέρα το ίδιο. Υπόψη ότι τα γράµµατα τα στέλνανε από την Ελλάδα στην Εταιρεία που ανήκε το καράβι στον Πειραιά και στη συνέχεια η Εταιρεία στον τόπο που βρισκόταν το καράβι.
Επί τέλους την παραπάνω µέρα ήρθε το πολυπόθητο γράµµα µε την χαρούµενη είδηση πως γέννησε καλά και µάλιστα αγοράκι, είχε µάλιστα πάνω στο γράµµα αποτυπώσει το περίγραµµα του χεριού του µωρού, αντί για φωτογραφία. Η χαρά µου ήταν απερίγραπτη, την άλλη µέρα είχα ρεπό , βγήκαµε µε τους φίλους µου και γιορτάσαµε το γεγονός.
*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι Συνταξιούχος ∆άσκαλος