Εκεί που περπατούσα σαν ανέµελος συνταξιούχος πηγαίνοντας για καφέ στο παλιό λιµάνι, συνάντησα ένα φίλο και συναγωνιστή από τα παλιά τα χρόνια, να σπρώχνει ένα παιδικό καροτσάκι κάνοντας βόλτα το εγγόνι του.
-Ολόιδιος βρε µπαγάσα είσαι, φτούτου, φτούτου άντε γερό και τυχερό να είναι.
-∆εν θα το πιστέψεις βρε φίλε αλλά είναι η καλύτερη παρέα για βόλτα.
Μετά από τα σχετικά περί µωρού, πιάσαµε την ψιλή κουβέντα βολτάροντας.
Για την υγεία µας, τις συντάξεις µας, για τη µιζέρια της αριστεράς σήµερα, για την κυριαρχία της δεξιάς… Στο τέλος το γυρίσαµε στα χρόνια της επανάστασης.
Τότε που φυσούσε άλλος αέρας στα πανιά µας… Τότε που νοµίζαµε κι εµείς πως θα αλλάξοµε τον άδικο ετούτο κόσµο… αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο.
– Θυµάσαι βρε Πρίνε (έτσι τον λέγαµε) στις εκλογές του 1977 που µας κυνηγούσαν οι ασφαλίτες έξω από τον ∆ήµο, και τους πετάξαµε στα πόδια τον κουβά µε την κόλα που κολλούσαµε τις αφίσες, και γίναµε λαγοί…
– Θυµάσαι ρε συ Υπάλληλε (έτσι µε έλεγαν) τότε έξω από την εφορία που πήγαν να µας µπουζουριάσουν στην κλούβα οι αστυνοµικοί, επειδή κάναµε αφισοκόλληση και καπελώναµε τσοι αφίσες του Μητσοτού… κι εσύ κρατώντας µια τσάντα Samsonite παρίστανες τον αγανακτισµένο πολίτη και τους φώναζες ντροπή σας, τι κακό έκαναν τα παιδιά και πάτε να τα συλλάβετε. ∆εν έχοµε καµιά χούντα.
– Γιατί φωνάζετε έτσι κύριε, ποιος είστε εσείς και διαµαρτύρεστε ρώτησε ο επικεφαλής αξιωµατικός.∆ικηγόρος τους είστε.
– ∆ιαµαρτύροµαι εντόνως σαν δηµοκρατικός πολίτης κύριοι και απαιτώ να τους αφήσετε ελεύθερους… γιατί δεν έκαναν πράµα παράνοµο. Γιατί είναι αθώοι.
Συµπαραστάθηκαν κι άλλοι 5-6 περαστικοί φωνάζοντας «αίσχος», και µας άφησαν.
Θυµηθήκαµε τα όµορφα εκείνα βράδια του καλοκαιριού,που κατεβαίναµε στο λιµάνι, στου Μαθιού ή τσι Βασιλικώς για κάνα µεζεδάκι, λίγο κρασάκι και ξανά άλλο ένα ποτηράκι µε ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις, αστειάκια µεταξύ µας, τραγούδια του αγώνα και γλυκά µατάκια στα πέριξ σαν παιδιά κι εµείς… Κάποιοι από ψηλό χωριό, αδέξιοι στα σούξου-µούξου, µπέρδευαν τα συντροφικά µε τα ερωτικά µηνύµατα, και την έτρωγαν την πιτούλα ξεγυρισµένη.
– ∆εν ήρθαµε εδώ για να βρούµε γκόµενα σύντροφοι, αλλά να αγωνιστούµε για µια καλύτερη ζωή, για µια πιο δίκαιη κοινωνία… κι αν προκύψει ερωτικός δεσµός να γίνει σε κάποια σοβαρή βάση κι όχι έτσι φλού όπως κάνουν οι µικροαστοί…µας δασκάλευε συνεχώς ο µεγάλος γκουρού, αλλά εµείς πού µυαλό να το εµπεδώσουµε. Κάναµε τση κεφαλής µας κανονικά.
Θυµούµαι ένα βράδυ τον αξέχαστο φίλο µου τον Νικ που µου µίλαγε µέχρι το ξηµέρωµα για το αίσθηµα του µε την Έλεν, η οποία τον πίεζε σε ποια ιδεολογική βάση θα στήσουν τον δεσµό τους.. και δε ήξερε τι να της πει. Ούτε γω ήξερα.
– Έξω οι βάσεις από τα γκοµενικά, χαριτολογούσε ανάβοντας άλλο ένα Καρέλια.
– Α ρε υπάλληλε τι ωραία χρόνια που περάσαµε τότε… Λόγω τιµής συγκινήθηκα.
Κουβέντα στην κουβέντα περπατήσαµε σε όλο το παραλιακό µέτωπο, συζητώντας µε νοσταλγία για τα όµορφα χρόνια της νιότης µας.
Τότε µπορεί να µην καταφέραµε και πολλά πράµατα… µάθαµε όµως να σεβόµαστε και να εκτιµούµε ο ένας τον άλλο. Μάθαµε τι σηµαίνει κεφάλαιο και καπιταλισµός που µας διαφεντεύει. Μάθαµε να διεκδικούµε τα δικαιώµατα µας.
Γεγονός που σπανίζει στις µέρες µας στη νέα γενιά..!!