Συµπολίτες µας αφηγούνται πώς έζησαν τη γενική επιστράτευση για την Κύπρο
Μια γενική επιστράτευση µέσα στο… χάος, έτσι όπως την έζησαν οι έφεδροι Χανιώτες που την εποχή εκείνη κλήθηκαν στα όπλα και πάλι! Είναι Ιούλιος του 1974 και µε το πραξικόπηµα της Χούντας στην Κύπρο, ο Τουρκικός στρατός λαµβάνει το “πράσινο φως” για την εισβολή στο νησί. Κηρύσσεται γενική επιστράτευση και οι κλάσεις που καλούνται πηγαίνουν στα στρατόπεδα και από εκεί στους χώρους διασποράς.
Έφεδροι της εποχής µιλούν στα “Χ.ν.” για όλα όσα έζησαν καθώς ετοιµάζονταν για πόλεµο και µας µεταφέρουν το κλίµα ανάµεσα στους απλούς φαντάρους που διαπίστωναν πως η Χούντα, εκτός από την τεράστια καταστροφή που είχε προκαλέσει στην κοινωνία και στη χώρα, είχε πλήξει ακόµα και τον στρατό.
ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ ΣΤΟ ΜΟ∆Ι
«Η κατάσταση ήταν τραγελαφική», θυµάται ο Γιάννης Γκαγκλάκης που µας περιγράφει µια σειρά από γεγονότα που έζησε στην επιστράτευση. Ο παλιός φαντάρος είχε απολυθεί το Νοέµβρη του 1972 µετά από 28 µήνες θητεία ως χειριστής όλµου (βαρέα όπλα).
«∆ούλευα ως οδοντοτεχνίτης και στις 20 Ιουλίου µε την απόβαση των Τούρκων έγινε γενική επιστράτευση. Το είπαν στο ραδιόφωνο και παρουσιάστηκα στο στρατόπεδο Τζοµπανάκη (σηµερινό πάρκο Ειρήνης και Φιλίας). Μας έβαλαν σε κάτι επιστρατευµένα λεωφορεία, σε φορτηγά και µας πήγαν σε ελαιώνες στο Μόδι. Οπλισµό µας έδωσαν τουφέκια Μ1, γεµάτα γράσα που τα καθαρίσαµε για να είναι έτοιµα. ∆εν µας έδωσαν όµως σφαίρες. Για φαγητό µας έφεραν κονσέρβες (corn beef) και τίποτα άλλο. Κατεβήκαµε στο Μόδι σε ένα καφενείο και αγοράσαµε ό,τι κονσέρβες είχε εκεί και ό,τι φαγώσιµο υπήρχε. Πολλοί ειδοποίησαν τους δικούς τους και έφεραν φαγητό, από τη δεύτερη- τρίτη ηµέρα υπήρχε συσσίτιο» αφηγείται.
ΞΙΦΟΛΟΓΧΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ… ΚΑΡΠΟΥΖΑΣ
Πολλοί επίστρατοι αντιµετώπισαν την κατάσταση µε χιούµορ. «Το πρωί παίρναµε µια αναφορά, γυρίζαµε στις σκηνές, καθόµασταν εκεί, πηγαίναµε για φαγητό το µεσηµέρι, µετά ξανά στις σκηνές. ∆εν είχαµε τι να κάνουµε! Άλλοι έγραφαν µε κιµωλία πάνω στις σκηνές “κάνουµε έρωτα όχι πόλεµο” άλλοι “Χούλια, για σένα έρχοµαι” (Χούλια Κοτσιγίτ, διάσηµη ηθοποιός της Τουρκίας της εποχής εκείνης, η Βουγιουκλάκη της Τουρκίας)! Ήµασταν µέσα στα χώµατα, µε τη ζέστη του Ιουλίου, είχε µια γούρνα στο Μόδι και πηγαίναµε και πέφταµε µέσα να κάνουµε µπάνιο, άλλοι έβγαζαν λάστιχα ποτίσµατος όπου υπήρχαν και καταβρέχονταν. Γυρίζαµε τα µποστάνια της περιοχής µε τις ξιφολόγχες και λογχίζαµε τις καρπούζες για να δούµε αν ήταν ώριµες. Αν ήταν καλή, την παίρναµε και την τρώγαµε· αν όχι, τη γυρίζαµε ανάποδα και την αφήναµε στο χωράφι. Το κατάλαβαν οι κάτοικοι, έκαναν παράπονα και µας είπαν στην αναφορά πως όποιος τρυπήσει καρπούζα ή κλέψει από τα χωράφια, θα περάσει στρατοδικείο. Μετά µας έφερναν µόνοι τους εκεί οι χωριανοί καρπούζια, φρούτα.»
Όσο για τον…πόλεµο «δεν ξέραµε τι γίνεται, είχαµε µικρά ραδιόφωνα που δεν έπιαναν καλά. Το ότι έπεσε η χούντα και ήλθε ο Καραµανλής το µάθαµε 2-3 µέρες µετά! Το κλίµα βέβαια ανάµεσα στους φαντάρους ήταν πολύ αντιχουντικό. Πριν τον Αττίλα 2, στις 14 Αυγούστου, µας πήγαν στην Αγιά στο στρατόπεδο και κάναµε κάποιες βολές. Πολλοί γυρίζαµε µετά το µεσηµέρι σπίτι µας και επιστρέφαµε το πρωί. Θυµάµαι πως θα κάναµε µια βολή µε 45αρι και ήταν ορισµένοι “µαυροπουκαµισάδες” που κρατούσαν φυσίγγια στις τσέπες τους. Πήραν σφαίρες και δεν τις έριξαν, τις κράτησαν και έδωσαν πίσω τα φυσίγγια λέγοντας πως τις είχαν ρίξει! Γίνονταν και αυτά. Μετά βέβαια η κατάσταση σοβάρεψε, όταν ακούσαµε ότι θα πάµε στην Κύπρο µε σκάφη του Ναυτικού».
ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΑ ΜΕ ΕΣΑΤΖΗ∆ΕΣ
Ο επίστρατος θυµάται ένα συµβάν στο οποίο ήταν παρών. Στον χώρο του λόχου του, εκτός από τους Χανιώτες, ήλθαν επίστρατοι και από την άλλη Κρήτη. Όπως περιγράφει «ήµασταν στην ουρά για να πάρουµε το φαγητό και ήταν µπροστά µου 3 Ηρακλειώτες. Κάποιος τους αναγνώρισε ότι ήταν στην ΕΣΑ (Στρατιωτική αστυνοµία από τα πιο “σκληρά” σώµατα της δικτατορίας) και είχαν βασανίσει κόσµο, φοιτητές, αριστερούς! Και τους ορµάνε, έπεσαν πάνω τους 15-20 άτοµα, τους έκαναν µαύρους στο ξύλο! Μπήκε ο διοικητής στη µέση “όχι παιδιά µην σκοτωθούµε µεταξύ µας. Εκτελούσαν διαταγές και αυτοί” έλεγε για να τους γλιτώσει. Τους πήραν σηκωτούς και δεν τους ξαναείδαµε, τους πήγαν αλλού».
Ο Γιάννης Γκαγκλάκης µας δείχνει µια φωτογραφία από τις πρώτες ηµέρες, όπου ο ίδιος βρίσκεται έξω από τη σκηνή του. Eίναι η µοναδική που έχει στην κατοχή του και είναι… ιστορική. «Είχα φωτογραφική µηχανή και έβγαζα φωτογραφίες, θα είχα βγάλει ένα φιλµ και έρχονται και µου λένε “Απαγορεύεται. Θα καταλάβουν οι Τούρκοι που βρισκόµαστε”. Ανοίγουν τη µηχανή για να καεί το “φιλµ” και κάηκαν όλες οι φωτογραφίες εκτός από µια που την εµφάνισα αργότερα. Μου πήραν και τη µηχανή µέχρις ότου τελείωσε η επιστράτευση και µου την επέστρεψαν».
Ο ΕΦΕ∆ΡΟΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ
Έφεδρος ανθυπολοχαγός των Ειδικών ∆υνάµεων ο κ. Γιάννης Καλογεράκης είχε απολυθεί την άνοιξη του 1971 και εργαζόταν ως εκπαιδευτικός. Ήταν από τους πρώτους που κλήθηκαν ξανά στα όπλα και βρέθηκε και αυτός στο Μόδι. «Σε κάποια επίπεδα η κατάσταση ήταν τραγική, σε άλλα πάλι όχι. Υπήρχε αντιπαλότητα διάχυτη, δεν ήθελαν τη Χούντα ούτε οι φαντάροι ούτε εµείς οι έφεδροι αξιωµατικοί. Μάλιστα κάναµε και µια συνάντηση εν µέσω της επιστράτευσης για να συζητήσουµε τι θα κάνουµε, γιατί δεν θέλαµε τη Χούντα, βλέπαµε τι γινόταν. Ειδικά τις πρώτες ηµέρες η κατάσταση ήταν δύσκολη γιατί η καθολική επιστράτευση δεν ήταν η πρέπουσα! ∆εν µπορείς να κάνεις µια τόσο µεγάλη επιστράτευση, σε τόση έκταση χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασµό γι’ αυτό και υπήρχε κακή οργάνωση σε πολλά επίπεδα» αναφέρει.
Οι επιστρατευµένοι δεν εστάλησαν στην Κύπρο τελικά, πόλεµος ανάµεσα σε Ελλάδα και Κύπρο δεν κηρύχθηκε επίσηµα. Μπορούσαν οι άνδρες αυτοί, ρωτάµε τον κ. Καλογεράκη, κάτω από αυτές τις συνθήκες να πολεµήσουν;
«Εκτιµώ πως η πρώτη ηµέρα θα ήταν δύσκολη, γιατί αυτή η µετάβαση µεταξύ ειρήνης και πολέµου νείναι πάντα δύσκολη. Μετά θα πολεµούσαµε ακάθεκτοι, θα τα παίζαµε όλα για όλα. Ήταν µια µεγάλη εµπειρία αυτή η επιστράτευση. Αυτή η “οσµή” του πολέµου µας επιβάλλει να σκεφθούµε πολλά πράγµατα. ∆εν είµαστε στο Λουξεµβούργο, είµαστε σε έναν ιδιαίτερο γεωγραφικό χώρο γι’ αυτό πρέπει να είµαστε οργανωµένοι πολιτικά και στρατιωτικά, κυρίως όµως θα πρέπει να δοθεί έµφαση στην παιδεία!», απαντάει.
Με τα όπλα τα παλιά…
Ο κ. Χαράλαµπος Συντζανάκης ήταν άλλος ένας επίστρατος της εποχής. Είχε απολυθεί από τον στρατό το 1971 ως αρχηγός στοιχείου στα αυτοκινούµενα πυροβόλα και επιστρατεύτηκε από την πρώτη ηµέρα. «Εµάς µας πήγαν σε κάτι χωράφια προς τις Βουκολιές. Μας έδωσαν τα όπλα. Ήταν κάτι Enfield του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, πολύ παλιά! ∆εν µας έδωσαν M1 µε τα οποία είχαµε εκπαιδευτεί. Οι περισσότεροι το είχαν πάρει στο καλαµπούρι, άλλα όταν ακούστηκε ότι θα πάµε στην Κύπρο, τότε ζοριστήκαµε όλοι γιατί λέγαµε “θα πάµε στην Κύπρο αλλά µε αυτά τα όπλα; ∆εν έχουµε καµία τύχη”. ∆εν µας είχαν δώσει και σφαίρες. Μετά που φάνηκε ότι δεν θα γινόταν κάτι, πηγαίναµε στα χωριά, πίναµε τσικουδιές, καλά περνούσαµε µέχρι που τελείωσε η επιστράτευση και γυρίσαµε πίσω στα σπίτια και στις δουλειές µας».