Θα ’χα διοριστεί, πριν από πέντε χρόνια σχεδόν στην Εμπορική Τράπεζα όταν χρειάστηκε να μετατεθούν υπάλληλοι σε νέα καταστήματα.
Σαν νέος ήμουν και εγώ υποψήφιος μετάθεσης αλλά ευτυχώς γλύτωσα τη μετάθεση στα σύνορα, στο Σουφλί, και όδευσα για το Καστέλι Κισσάμου που ένα χρόνο πριν είχαν ανοίξει τράπεζα για εξυπηρέτηση κυρίως του Δεσπότη Ειρηναίου στις συναλλαγές του.
Είμαστε δυο – τρεις όλοι όλοι. Ο ένας διευθυντής ο άλλος υποδ/της και τρίτος το… λοιπό προσωπικό. Διευθυντής ο μακαρίτης Καλογεράκης, μετά ο Γιώργος Μπιτσάκης, ένας Πολυδούρης γέρος που τον έστειλαν για… τιμωρία, αδελφός της ποιήτριας κ.λπ. Πήγα για λίγους μήνες και έμεινα τρία χρόνια.
Νοίκιασα λοιπόν και ένα ετοιμόρροπο δωματιάκι στην πλατεία, πάνω από ένα κουρείο γιατί δεν ήταν εύκολο καθημερινά στα Χανιά που τότε το λεωφορείο έκανε κοντά δυο ώρες. Το πρώτο βράδυ σκέφθηκα να βγω στο μπαλκόνι και άνοιξα την πόρτα αλλά ευτυχώς πρόλαβα γιατί υπήρχε μπαλκονόπορτα αλλά όχι και μπαλκόνι.
Πήρα και μια πολλών χρόνων αλλά θαυμαστή, ΒΜW 500 που τότε υπήρχαν τρεις στα Χανιά και αποτελούσαν αξιοθέατα. Τις ελεύθερες ώρες διαφέντευα στα χωριά και είχα κάμει πολλούς φίλους. Μα και στο Καστέλι μέσα θα μου μείνουν αλησμόνητοι: Οι αδελφοί Πατερομιχελάκη και κυρίως ο Γιάννης (ρουχισμός – οικιακά σκεύη). Ο Μαρής με το Βενζινάδικο. Οι αδελφοί Μαρή με τα υφάσματα. Απέναντι στην τράπεζα το μανάβικο Δερουκάκη και πιο πέρα το μαγαζί με σίδερα – εργαλεία Κακαουνάκη. Επίσης ο φούρνος με τους θαυμάσιους αδελφούς Τσουρή. Το οίκημα που είχαμε ήταν του Γιώργου Ροδουσάκη, ενός πανύψηλου υπέροχου ανθρώπου που η αλησμόνητη γυναίκα του Παγώνα είχε μεγάλη κοινωνική δράση.
Αλησμόνητοι οι Παπαδάκηδες με το καλύτερο φαγητό των Χανίων στο εστιατόριό τους. Οι γιοι Γιάννης και Κώστας καρδιακοί φίλοι. Ο εξέχον πνευματικός άνθρωπος Λυκούργος Καμηλάκης, έμπορος. Ο δήμαρχος Φουρναράκης, ο Χορευτάκης της ΔΕΗ, ο φαρμακοποιός Λυγιδάκης, οι Σγουροί, ο Σταύρος Αννουσάκης του δημ. Ταμείου, το ζαχαροπλαστείο Σχετάκη, οι Κουτσουρέληδες και ο μόνος επιζών, ο φίλος φωτογράφος Ανυφαντάκης, που όμως από χρονιά έχει πρόβλημα, αλλά και αμέτρητοι άλλοι, στην πόλη και τα γύρω χωρία.
Η επάνω λεωφόρος, γεμάτη σήμερα μαγαζιά και άλλες οικοδομές, σχεδόν δεν υπήρχε και πρέπει να είχαν τοπική μονάδα ηλεκτροφωτισμού γιατί για έξι μήνες το βράδυ, κυκλοφορούσαμε με… φακούς και αργότερα ανέλαβε η ΔΕΗ. Τα βράδια έφθανε στο μαγαζάκι του Αντώνη Κοντοπυράκη, Μίνι Μάρκετ της εποχής, ο αξέχαστος Τσέγκας πάντα καρανταλίζοντας και αποπνέοντας κρασίλα για να αρχίσει τις μαντινάδες του.
Στην τράπεζα έφθαναν και άνθρωποι όχι για συναλλαγές αλλά από περιέργεια ίσως, για να δουν τι δουλειά κάνουμε. Ενα καλοκάγαθο γεροντάκι από κοντινό χωρίο μου έκανε παρέα κάποιες φορές και μια από αυτές πήρε την απόφαση. «Αντωνάκη, έχω μια καλή κοπελιά εγγονή και γιάε έχει τριάντα», και έκανε την κίνηση μετρήματος (χρυσές λίρες). Εγώ όμως θεώρησα ότι ήμουν μικρός και έχασα τον… χρυσό.
Ενας άλλος πανύψηλος ηλικιωμένος μια φορά μου έδειξε κάτι χονδρά ασημένια νομίσματα από το χωράφι του στην Πολυρρήνια και εγώ νόμιζα ότι δεν καταλαβαίνει και του είπα ότι τα εξαργυρώνουμε στην τράπεζα, αλλά αυτός είχε γνώση. Κάποτε χρειάστηκε, η νεοδιορισμένη νεαρή μαμή, να μεταβεί στην Πολυρρήνια για μια λεχώνα και επειδή το ταξί του Κοντοπυράκη δεν πήγαινε στον νεοανοιγμένο δρόμο με παρακάλεσε με τη μηχανή. Αλλο που δεν ήθελα αλλά για τα επτά χιλιόμετρα χρειάστηκα σχεδόν μια ώρα αφού η μηχανή χωνόταν για τριάντα πόντους στις λασπολακούβες.
Τον χειμώνα κολυμπούσα στο τελωνείο και γινόμουνα το αξιοθέατο των πιτσιρικάδων. Τότε ο πρόχειρος δρόμος για Πλάτανο ανέβαινε στο βουνό πάνω από το λιμάνι, και κατέβαινε μετά. Τελείωνε στο Σφηνάρι οπού δεν έφτανε λεωφορείο. Πήγα εγώ το πρώτο με τον ορειβατικό και το μοναδικό ίσως καφενεδάκι ενός λεβέντη, νομίζω Γεωργακάκη, έζησε στιγμές δόξας γεμίζοντας για πρώτη φορά. Ο καφετζής ενθουσιάστηκε και ερχόταν στην τράπεζα παρακαλώντας με σχεδόν να μου χαρίσει ένα οικόπεδο και να πληρώσει και τον συμβολαιογράφο Μαραγκουδάκη. Εγώ όμως ανένδοτος. Κρίμα.
Για να φαντασθείτε το τότε πολιτικό κλίμα θα αναφερθώ σε λίγα περιστατικά. Μια Δευτέρα, ο τοπικός κομματάρχης του αλησμόνητου Πολυχρονίδη, ένα καλό παιδί, με παρακάλεσε να μην φύγω το Σάββατο, τότε δούλευαν και Σάββατα, γιατί ο Πολυχρόνης θα βάφτιζε ένα παιδί και με καλούσαν. Μου ανάφερε και την οικογένεια του παιδιού. Σε δυο μέρες έρχεται ο… τοπικός του Μητσοτάκη με την ίδια… παράκληση. Τον ερωτώ τίνος το παιδί και ήταν το ίδιο με το προηγούμενο. Σε δυο μέρες αλλαξοκομμάτισαν.
Το Καστέλι είχε υποδ/ση Χωροφυλακής με τον αλησμόνητο υπομοίραρχο Παπαγρηγοράκη και έναν μοναδικό τροχονόμο που σαν γνωστός με όλους πως να έχει έργο. Κάποτε ένας οπαδός, του ενός πολιτικού “κάρφωσε” στον τροχονόμο τον Μιχάλη με το φορτηγό γουρούνα για παράβαση. Τι να κάμει ο έρημος σταματά τον Μιχάλη και: “Αδεια και δίπλωμα”. Ο Μιχάλης είχε στην πλάτη της καμπίνας την φωτογραφία ενός πολιτικού και δείχνοντάς του τον, του απαντά: “Κεινοσές τα κρατά”.
Στο Σφηνάρι υπηρετούσε ένας ενωμοτάρχης από την Κέρκυρα, που αργότερα έφτιαξε και σπίτι εκεί, μακαρίτης σήμερο. Κατέβαινε για να ξεσκάσει στο Καστέλι και κάναμε παρέα και μου έλεγε τον… πόνο του. «Αντώνη, ρίχνουν δυναμίτες και δεν γράφω και αυτοί που είναι στο αντίθετο από τους δυναμιτιστές κόμμα με καρφώνουν ότι δεν κάνω τη δουλειά μου. Γράφω και οι δυναμιτιστές με καρφώνουν ότι αυτό έγινε επειδή είναι οπαδοί του τάδε». Άλλοι καιροί.
Κάποτε όμως, ερχόμενος για Χανιά με μάζεψαν από ένα χαντάκι κάπου στον Μακρύ Τοίχο. Και ποιος νομίζετε! Εύρηκε πελάτη ο μακαρίτης Μαργαρίτης που είχε Κλινική. Ούτε θυμάμαι πώς έγινε, αλλά κατά που είπαν θα είχα σκοτοδίνη και δεν τράκαρα αλλά ακυβέρνητη η μηχανή με πλάκωσε. Με πήγε εν… αφασία και με την κλείδα και δυο πλευρά σπασμένα. Μάλιστα ενώ παλαιότερα είχα και άλλες ακτινογραφίες θώρακος τώρα ο γιατρός στην ακτινογραφία μου λέει:
– Αντώνη είσαι τέρας!
– Γιατρέ γιατί βρίζεις;
– Είσαι τέρας σου λέω, γιατί έχεις δυο πλευρά παραπάνω από τα κανονικά.
Απάντηση μου: Ο Ύψιστος εμερίμνησε γιατρέ να έχω και… ρεζέρβα αφού κάποιες φορές θα τα σπάω.
Κατά που πληροφορήθηκα όταν αγόρασα τη μηχανή είχε “βγάλει” τον αρχικό Γερμανό ιδιόκτητη της και επίσης τον προηγούμενο από εμένα στα Χανιά, έναν νέο γαμπρό χασάπη, γνωστό. Εμένα όμως δεν τα κατάφερε. Πάλι καλά.
Τότε είχα τη χαρά να γνωρίσω για πρώτη φορά τον μακαριστό Ειρηναίο Γαλανάκη. Πήγα στο Επισκοπείο να υπογράψει κάτι και δεν γνώριζα πού ακριβώς στον περίβολό του να φθάσω. Ενας λασπωμένος από σοβά ρασοφόρος σε μια ξύλινη ανεμόσκαλα νόμιζα θα με κατατόπιζε. “Να κατέβω και έρχομαι”, είπε. Νόμιζα ότι έρχεται να με οδηγήσει στον Ειρηναίο αλλά ήταν ο ίδιος. Νομίζω χτιζόταν ο Αγιος Οικουμένιος. Τότε οδηγούσε ένα βανάκι εκεί ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Σήμερα, το Καστέλι δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό του 1960. Αμέτρητα καταστήματα κάθε λογής. Αρκετές τράπεζες. Σύγχρονη ζωή, εύκολη ή δύσκολη, αλλά πάντα σύγχρονη. Οταν καμία φορά περνώ βιαστικά από αυτό όμως δεν μπορώ να μην θυμηθώ το παλιό καλό Καστελάκι και τους αλησμόνητους φίλους που όλοι σχεδόν έχουν φύγει.
Πενήντα επτά (57) χρονιά μετά, Καστελάκι γεια σου.