Επισκεφτήκαμε και πάλι, αυτές τις μέρες, με σεβασμό και εκτίμηση, τον κ. Γιώργο Καρεφυλάκη, αγαπητό συγχωριανό μας, αληθινό αρχείο τοπικής ιστορίας, που μας διηγήθηκε με περίσσια συγκίνηση, κάποια γεγονότα του εμφυλίου αλληλοσπαραγμού και με την δήλωση ποτέ μα ποτέ να μην ξανασυμβούν σε καμία χώρα του κόσμου.
Με το που έπεσαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, το Μάη του 41, έλαβε μέρος στην άμυνα του νησιού, εκτός από τους λιγοστούς και ανεκπαίδευτους Έλληνες στρατιώτες και τις συμμαχικές Αγγλικές δυνάμεις και σύσσωμος ο πληθυσμός της Κρήτης.
Σε όλη την διάρκεια της κατοχής ενωμένες οι αντιστασιακές δυνάμεις προξενούσαν με μικρά ή μεγαλύτερα σαμποτάζ, ζημιές και αναταραχή στους Γερμανούς.
Προς το τέλος της κατοχής, όμως , «έπεσε» προπαγάνδα, ίσως από τους Εγγλέζους και άρχισε η διχόνοια ανάμεσα στους αντιστασιακούς και χωρίστηκαν σε δεξιούς και αριστερούς…
Μετά την φυγάδευση των Γερμανών από τους Εγγλέζους τον Μάη του 41 και ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα σε λίγο ξέσπασε ο εμφύλιος, εδώ στην Κρήτη, «ακούστηκε» ότι κάποιοι εκπρόσωποι των δύο κύριων αντιστασιακών ομάδων συμφώνησαν να μην δημιουργηθούν φασαρίες και προς Θεού όχι σκοτωμοί.
Όμως στα Δελιανά Κισάμου που υπήρχε σταθμός Χωροφυλακής με ενωμοτάρχη τον Σταύρο Φυντικάκη, Περβολιανό αλλά με καταγωγή από τα Σφακιά, έγινε το κακό και «έσπασε» η συμφωνία αναμεταξύ των αντιστασιακών.
Κάποιοι κάλεσαν τον ενωμοτάρχη, δήθεν σε τραπέζι και σε καρτέρι που του είχαν στήσει τον σκότωσαν.
Επί, πλέον, σκότωσαν και δυο <<χωροφυλακάκια >> που μόλις είχαν βγει από τη Σχολή που λειτουργούσε στο Ρέθυμνο, ενώ έκαναν περιπολία στην περιοχή της γέφυρας στον Κλαδισό ποταμό.
Αυτά τα δυο γεγονότα ήταν η αφορμή να αγριέψει και εδώ πολύ ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός.
– Κύριε Δάσκαλε, πριν στην κατοχή , ξέραμε ποιος είναι ο εχθρός, ‘ήταν οι Γερμανοί και παίρναμε τις προφυλάξεις μας, μας λέγανε και οι χωριανοί και οι γνωστοί μας, μην πας από εκεί , έχουν μπλόκο οι Γερμανοί..
Ενώ τώρα στον εμφύλιο, δεν ξέραμε ποιος είναι ο αντίπαλος και φοβόμαστε ακόμα και τον συγγενή μας.
Άκου να δεις τι έπαθε ο πατέρας μου,
Ήταν απογευματάκι και γυρνούσε από το Πορί που είχε πάει για λίγο στο καφενείο, λίγα βήματα πριν του Μάνταρη την στέρνα, συναντήθηκε με πέντε νοματαίους με γκράδες στον ώμο, τους καλησπέρισε, όμως ο τελευταίος της παρέας τον σταματά αγριεμένος, σηκώνει ψηλά το ντουφέκι με σκοπό να τον χτυπήσει με το κοντάκι. Ο πατέρας μου σηκώνει το χέρι του πιάνει το ντουφέκι και του λέει.
-Στάσου, ρε κουμπάρε,τι σου κανα;
Είσαι σταλινικός, του λέει
-Όχι , μα τον Θεό,δεν έχω σχέση με αυτά εγώ.
Εν τω μεταξύ φώναξαν οι υπόλοιποι της ομάδας τον “κακό” της παρέας και άφησε τον πατέρα μου. Μόλις τώρα ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι παίρνει το ψαλίδι και λέει της μάνας μου, ίδια τώρα κόβω το μουστάκι μου, το και το, έγινε προ ολίγου.
Από το μουστάκι τον έκριναν σταλινικό.!!!
Αγρίευε , λοιπόν και στην Κρήτη και στα Χανιά ειδικότερα ο εμφύλιος και η Χωροφυλακή δεν τα έβγαζε πέρα, τότε ψηφίστηκε μάλλον νόμος και η Χωροφυλακή έπαιρνε πολίτες , τους λεγόμενους Χωροφύλακες άνευ θητείας.
Συνήθως, όσοι πήγαιναν χωροφύλακες άνευ θητείας δεν ήταν και υπόδειγμα πολίτη, ήταν κακοποιά στοιχεία οι πιο πολλοί, τους έδινε μισθό το κράτος , οπλισμό, τους οργάνωνε σε ομάδες,δεν μένανε στο Σταθμό Χωροφυλακής, τους έστελνε με μορφή αποσπασμάτων στα βουνά να κυνηγούν τους αντάρτες, που μερικούς τους είχαν επικηρύξει και αλίμονο σε όποιον έπεφτε στο διάβα τους, αν σκότωναν κάποιο αντάρτη έπαιρναν <<ρεγάλο >> ίσως και βαθμό.
Αργότερα, με το τέλος του εμφυλίου, θέλησε το κράτος να τους αφοπλίσει και δεν παρέδιδαν τα όπλα μέχρι που ανέλαβε ο στρατός τον αφοπλισμό τους.
Οι αντάρτες , συνήθως , έβρισκαν καταφύγιο στην περιοχή των Κεραμιών μα και σε άλλες ορεινές περιοχές και κατά διαστήματα κατέβαιναν στα Χανιά ή στα Κεφαλοχώρια και χτυπούσαν τους σταθμούς Χωροφυλακής.
Πήγανε, λοιπόν, στα Κεραμιά χωροφύλακες άνευ θητείας και κάποια σπίτια που υποψιάζονταν ότι συμπαθούσαν τους αντάρτες τα έκαναν <<μαντάρα >, έσπασαν τα πιθάρια με το λάδι , έχυσαν τα κρασιά, έδειραν κόσμο.
Κατέβηκαν και οι αντάρτες, μετά από μέρες και άρπαξαν έναν χωριανό μας μέσα στο σπίτι του, χωροφύλακα άνευ θητείας και λίγο πιο πέρα τον σκότωσαν.
Στην περιοχή των Χανίων και ειδικότερα της επαρχίας Κυδωνίας δρούσε ένας ονομαστός αντάρτης , ο Κωδωνίδης, που ήταν πρόσφυγας και έμενε στην περιοχή των Παχιανών. Ήταν μικρόσωμος και σβέλτος, είχε και την υποστήριξη του κόσμου και όλο ξέφευγε από τα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν..
Όπως ξανάπαμε και σε άλλη αφήγησή μας, στο σπίτι μας ενοικίαζε και στεγάζονταν ο σταθμός Χωροφυλακής. Μια μέρα, το μεσημεράκι , βλέπω πολύ κόσμο απ’ έξω και τον ενωμοτάρχη να μοιράζει όπλα σε όλους τους πολίτες που είχαν μαζευτεί. Μου φωνάζει κι εμένα ο ενωμοτάρχης και μου δίνει ένα όπλο.
Ξεκινάμε όλο μαζί, χωροφύλακες άνευ θητείας και 5-6 κανονικοί χωροφύλακες, στρίβουμε αριστερά από την Αγία Παρασκευή και πηγαίναμε προς την λαγκαδιά που είναι ο Άγιος Γεράσιμος.
Ρωτώ έναν χωριανό, μεσοκαιρίτη, εγώ ήμουν 18 χρονών..
– Πού πάμε, θείο, του λέω.
– Είδανε εδώ κοντά τον Κωδωνίδη και πάμε να τον πιάσουμε.
Σε λίγο μου λέει ο ενωμοτάρχης.
– Γιώργο, πήγαινε πίσω από εκείνο το φυλάκιο να δεις αν είναι κανείς μέσα (Στην κορυφογραμμή είχαν φτιάξει πρόχειρα φυλάκια οι Γερμανοί για να εποπτεύουν την περιοχή ).
Πήγα με πολύ φόβο, κανείς δεν ήταν μέσα.
– Εδώ μείνε, μου λέει ,ο Σταθμάρχης,, να ελέγχεις την περιοχή, να μην κατέβει κανείς προς το Βαντέ.
Σε λίγο ακούω πυροβολισμούς και φωνές στη συνέχεια . Τον σκοτώσαμε !!!, τον σκοτώσαμε!!!.
Ο σκοτωμένος , όμως , δεν ήταν ο Κωδωνίδης, ήταν ένα Ελληνορώσος από αυτούς που είχαν φύγει από την Ρωσία, όταν επεκράτησαν οι Μπολσεβίκοι και μερικοί είχαν έρθει και κατοικήσει στη Νέα Χώρα.
Ακόμα στο χωριό μας οι χωροφύλακες, σ΄ ένα μετόχι μέσα , είχαν πιάσει με <<ρουφιανιά >> δυο αντάρτες τον Δημήτρη τον Λεδάκη από το Βαρύπετρο και τον Παπαδάκη από το Ηράκλειο ,που αργότερα τους εκτέλεσαν. Τώρα τελευταία έχουν στήσει την προτομή του Λεδάκη στην πλατεία του χωριού του.
Τέλος και το πιο τραγικό, κάποιους αντάρτες, κυρίως από την Κίσαμο, όπως τον Καπετάν Γιώργη που ήταν αρχηγός τους, όταν τους σκότωναν τους κρεμούσαν για μέρες στην περιοχή του Κλαδισού για παραδειγματισμό.
Είχε και πολλά άλλα να μας πει ο κ. Γιώργος αλλά από την συγκίνηση και την έντονη ψυχική αναστάτωση που του προκάλεσαν οι παραπάνω θύμισες έκλεισε λέγοντας .
Ποτέ, μα ποτέ, πια πόλεμος και ειδικά εμφύλιος πόλεμος.
* Ο Γεώργιος Μανιαδάκης, είναι συν/χος Δάσκαλος.