Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Μνήμες Κατοχής

Με αφορμή το δημοσίευμα σας, της 24ης Μαΐου «ακολουθώντας τα ίχνη των συμμάχων», ανακαλώ στη μνήμη εικόνες και φωνές από τη θλιβερή εκείνη “κάθοδο” των συμμάχων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών, από τα Σφακιά! Είχαν την ατυχία να μη φθάσουν εγκαίρως στο λιβυκό πέλαγος όπου θα τους παραλάμβανε το πλοίο της σωτηρίας!

Στον πηγαιμό, ο μαγιάτικος καύσωνας του ‘41 τους ανάγκασε να πετάξουν στις άκρες του δρόμου ό,τι από την εξάρτυση τους τους ζέσταινε και τους βάραινε!

Μάλλινα, γυλιούς, τρόφιμα, παγούρια… Πίσω τους τα μάζευαν οι γυρωχωρίτες πλιατσικολόγοι, κάτι από τη λεία τους υπάρχει ακόμα παραπεταμένο, καραβάνες άχρηστες και κάποια κράνη…

Ήμασταν 4-5 χρονών, θεατές άπραγοι μιας πολεμικής τραγωδίας. Μόλις μας είχαν φέρει οι γονείς από τις σπηλιές του Εμπρόσνερου στα σπίτια μας. Ο βομβαρδισμός είχε σταματήσει. Οι Γερμανοί πιλοτοί, με δεκάδες βομβές δεν είχαν βρει τον στόχο τους, την τρίτοξη, πέτρινη γέφυρα των Βρυσών. Την τράνταξαν, μα άντεξε. Αργότερα, το 1943, την πήρε η μεγάλη πλημμύρα. Στα σπίτια έχασκαν τα πορτοπαράθυρα. Η μάνα ζύμωσε, ο πατέρας φούρνισε το ψωμί, τις πίτες. Μοσχομύρισε ψεύτικη ειρήνη! Από τα αλώνια του Εμπρόσνερου είχαμε δει να ανεβαίνουν προς Σφακιά λίγες εκατοντάδες συμμάχων. Μα λίγο πιο πίσω, στον δρόμο της Κεφάλας, ακολουθούσαν οι διώκτες τους. Κρατούσαν απλωμένη μια τεράστια σημαία, δική τους, να τη βλέπουν από τα αεροπλάνα που τους προστάτευαν!

Το χωριό κάπνιζε από τα καμένα σπίτια, αλλά δεν “φιλοξενούσε” ακόμη τους κατακτητές. Ώσπου φάνηκαν στη στροφή οι πρώτες δεκάδες των αιχμαλώτων, μια υπόκωφη βοή, μια εικόνα… Ημίγυμνοι στρατιώτες με αναμμένα πρόσωπα, παραπατούσαν κατηφορίζοντας…

Άοπλοι, κάτω από τα εχθρικά όπλα των συνοδών τους. Μύρισαν ψωμί, πεινούσαν και διψούσαν. Ικέτευαν με τα λίγα ελληνικά, φώναζαν “ψωμί!”, “νερό!” μισοπεθαμένοι από κούραση, είχαν ήδη διανύσει σχεδόν 150 χιλιόμετρα στην άνοδο και την κάθοδο. Είχαν φάει όσα πράσινα ανοιξιάτικα φύλλα έφτασαν, για να ξεδιψάσουν, από μουριές, χαρούπια πράσινα, πρωτόφαντα κολοκυθάκια και πατάτες από διπλανά μποστάνια. Για τους πρώτους ο πατέρας τράβηξε νερό από τη στέρνα. Έκοψαν μικρές φέτες ψωμί σε ένα μεγάλο κόσκινο, μα οι ικέτες πλήθαιναν σαν τις σφήκες γύρω από την κάνουλα της βρύσης, πολιορκούσαν το σπίτι. Η προσφορά δεν επαρκούσε. Η μάνα κλείστηκε στην αποθήκη να μην ακούει την σπαρακτική επίκληση: Μάμα! Μάμα! Ψωμί!

Ο πατέρας κρύφτηκε στους κήπους! Τους τριγύριζαν και κάποιοι μικροί, εκκολαπτόμενοι μαυραγορίτες! Κάτι τους πουλούσαν, αυγά, ψωμί και παίρνανε τα βρόμικα δεκάρικα χαρτονομίσματα των εκατομμυρίων δραχμών!

Δεν είχαμε επίγνωση του δράματος… Αργότερα ανακαλέσαμε τις εικόνες και συνειδητοποιήσαμε την οδύνη και τον τρόμο.

Αγνοούσαμε την τύχη που τους περίμενε… Από τις μελλοντικές ιστορικές αφηγήσεις γνωρίσαμε το ανθρώπινο δράμα τους.

Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες μιας μικρής, παράπλευρης, σκληρής εικόνας του μεγάλου πολέμου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα