» Ο 94χρόνος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται
Συνεχίζουµε και σήµερα, µε τις ανεξίτηλες µνήµες της Κατοχής, όπως αποτυπώθηκαν στο καθαρό παιδικό µυαλουδάκι, του 94χρονου σήµερα, Περβολιανού κ. Γιώργου Καρεφυλάκη.
Κύριε ∆άσκαλε, όταν οι Γερµανοί έβλεπαν ότι χάνεται γι’ αυτούς ο πόλεµος, προς το τέλος του 1944, άρχισαν να φεύγουν σιγά σιγά οι ανώτεροι αξιωµατικοί τους από εδώ στο χωριό µας και οι χθεσινοί λοχίες και αρχιλοχίες αναλάµβαναν τη διοίκηση στις «κοµπανίες» – λόχους.
Στο χωριό λέγανε πως φεύγανε για τη Νότιο Αµερική, κυρίως στη Βραζιλία, φοβούµενοι για πιθανές τιµωρίες για τα εγκλήµατα πολέµου που είχαν διαπράξει.
Όταν ελευθερώθηκε η Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 1944 και ανέλαβε στην ελεύθερη πια Ελλάδα τη διοίκηση της χώρας ελληνική κυβέρνηση και άρχισε το κράτος να λειτουργεί, ορίστηκαν στον νοµό Χανίων δυο Κέντρα Κατάταξης νεοσυλλέκτων, στο Καστέλι Κισσάµου και στην Παλιόχωρα.
Υπόψη ότι οι Γερµανοί που ήταν στην Κρήτη δεν έφυγαν όλοι, αλλά συγκεντρώθηκαν πάρα πολλοί στον νοµό Χανίων, από τη Γεωργιούπολη έως το Κολυµπάρι, µαζί τους ήταν και αρκετοί Ιταλοί που τους συµπεριφέρονταν σαν να ήταν αιχµαλωτοί τους. Μάλιστα ακούστηκε πως κάποιοι Ιταλοί τους ζητούσαν να τους αφήσουν να «αυτοµολήσουν» στον ελληνικό στρατό που βρισκόταν στο Καστέλι, οι Γερµανοί το δέχτηκαν, τους άφησαν και όταν έφταναν στα Πλακάλωνα τους θέρισαν µε τα πολυβόλα.
Όλα τα λιόφυτα είχαν γεµίσει από καταυλισµούς Γερµανών στρατιωτών, περιφραγµένα µε πυκνό πυκνό αγκαθωτό συρµατόπλεγµα. ∆εν ξέρω ποιος τους προµήθευε µε τρόφιµα, ξέρω πως υπέφεραν, και εµείς τα µικρά παιδιά κάποιες φορές τους πηγαίναµε µε προφυλάξεις κάποια τρόφιµα, κότες, κουνέλια και µας έδιναν κυρίως άρβυλα.
Φοβόντουσαν αντίποινα, κυρίως από τον ΕΛΑΣ, για τα εγκλήµατα και τις εκτελέσεις που είχαν διαπράξει και είχαν στήσει φυλάκια στα υψώµατα πάνω από τα Περιβόλια, στις Κοπράνες και είχαν βάλει φρουρούς όσους Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι είχαν παραµείνει. Όµως µετά τη µάχη της Παναγιάς, τον Νοέµβρη του 44, ανέλαβαν οι ίδιοι οι Γερµανοί, για περισσότερη σιγουριά και ασφάλεια τη φρούρηση των φυλακίων.
Κάποια µέρα, άγνωστο πώς, τραυµατίστηκε ένας Γερµανός σε ένα φυλάκιο και πήγε µέχρι τον άγιο Χαράλαµπο στον Γαρίπα, εκεί τέλειωνε ο δρόµος τότε, ένα ασθενοφόρο συνοδευόµενο από ένα τζιπ µε στρατιώτες και ένα πολυβόλο να τον παραλάβει.
Το πήραν χαµπάρι κάποιοι Περβολιανοί, µεταξύ αυτών ο Μανωλικός ο Νίκος, ο Λαγουδάκης ο Μιχάλης, ο Σαραντάς ο Γιώργης κ.ά. και στο άψε σβήσε τους έστησαν ενέδρα στη ∆εξαµενή απέναντι από το Νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής. Χτύπησαν τους οπλισµένους στρατιώτες του συνοδευτικού τζιπ, ένας ξέφυγε και κρατώντας το όπλο του τρέχοντας πήγε στην Πελεκαπίνα στην έδρα τους και ανέφερε το συµβάν.
Ήµουν στου παππού µου και τον είδα προσωπικά να τρέχει στον δρόµο έξω από το περβόλι του. Στον τόπο του συµβάντος πήγε το γειτονάκι και φίλος µου, ο Συµεών Κατσανεβάκης και µου είπε ότι είδε τραυµατίες.
΄Ηρθαν σε λίγο ενισχύσεις από την Πελεκαπίνα, αλλά οι δικοί µας είχαν γίνει καπνός.
Το οκτάµηνο περίπου διάστηµα, από Οκτώβριο 1944 έως και τον Μάη του 1945, που οι Γερµανοί είχαν συµπτυχθεί από όλη την Κρήτη στον κάµπο των Χανίων, δυο καφενεία στο Καστροχώρι, του Καράκη του Νίκο και του Βαρδάκη, λειτουργούσαν όλο το 24ωρο.
Ο Καράκης ο Νίκος, αδελφός της µητέρας µου, είχε πάει στο Αλβανικό µέτωπο και µε την κατάρρευση του µετώπου είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα, όπως και άλλοι Κρητικοί, οι πιο πολλοί όµως είχαν εγκλωβιστεί στην Πελοπόννησο, κάποιοι δε απ΄αυτούς παντρεύτηκαν κιόλας και έµειναν εκεί. Αραιά και πού έρχονταν κάποιοι, πληρώνοντας πολλά χρήµατα σε µαυραγορίτες ιδιοκτήτες µικρών καϊκιών και τότε στήνονταν πανηγύρι στο χωριό που επέστρεψε ένα χωριανάκι.
Είχε, λοιπόν, αναλάβει ο πατέρας µου τη λειτουργία του καφενείου του θείου µου κι εγώ 15χρονος τότε ήµουν πάντα παρών και παιδί για όλες τις δουλειές.
Ένα απόγευµα ήρθε στο καφενείο ο Μπίλης µε ένα φίλο του, ο Γερµανός που έµενε στο σπίτι µας και µου έδινε τις φετούλες µε τη µαρµελάδα. Τους περιποιήθηκε ο πατέρας µου και τους έδωσε και ένα νταµιτζανάκι κρασί. Φεύγοντας ο Μπίλης µε τον φίλο του, δίνανε στον πατέρα µου δυο µικρά πολυβόλα, γιατί λέει αυτοί δεν τα θέλανε πια, όµως ο πατέρας µου δεν τα πήρε.
Σε λίγο έρχονται στο καφενείο ο Νικολούδης ο Μαθιός και ο Ηλιάκης ο Γιώργης, δυο νεαροί λίγο πιο µεγάλοι από µένα. Υπόψη ότι η οικογένεια του Ηλιάκη είχε έρθει από την Αµερική πολύ πριν τον πόλεµο και η µάνα του ήταν Πολωνέζα. Αγόρασαν ένα µεγάλο κτήµα στα Γκαριανά, παρ’ όλο που κατάγονταν από τις Στροβλές, είναι ίδιο σόι µε την οικογένεια των Βαβουλέδων, στα Περβόλια µείνανε µέχρι που τέλειωσε ο πόλεµος.
Αυτοί, λοιπόν, οι νεαροί συζητούσαν κι έλεγαν πώς θα πάνε να στήσουν ενέδρα, κάπου στον Βουρκιά, περιοχή ∆υτικά των Περιβολίων, εκεί ήταν και ο καταυλισµός του Μπίλη, να τους σκοτώσουν για να τους πάρουν τα πολυβόλα.
Τους άκουσε ο πατέρας µου και αναστατώθηκε για το παράτολµο εγχείρηµα που ετοίµαζαν και γιατί ήταν επικίνδυνο και για τους ίδιους, µα και γιατί εκτιµούσε τον Μπίλη, επειδή όλο το διάστηµα της Κατοχής τους φέρθηκε άψογα.
– Βρε παιδιά , τους έλεγε, τα πολυβολάκια, προ όλίγου µου τα έδιναν και δεν τα πήρα, ο πόλεµος σε λίγο τελειώνει. Αν τα θέλετε πολύ, όταν θα ξανάρθουν θα τους πω να µου τα φέρουν και θα σας τα δώσω. Είναι επικίνδυνο αυτό που σκέφτεστε να κάνετε. Έτσι οι νεαροί µεταπείστηκαν και δεν προχώρησαν στο σχέδιό τους.
Σε λίγο καιρό, τέλη του Μάη του 45, σηκωθήκαµε ένα πρωινό και οι Γερµανοί είχαν φύγει. Ειπώθηκε, µετά, ότι τους φυγάδευσαν οι Εγγλέζοι, τους δε καταυλισµούς τους, τους κατέλαβαν αµέσως οι Έλληνες στρατιώτες από το Καστέλι ΚισΣάµου.
Για τον Μπίλη, θα σας διηγηθώ άλλο ένα περιστατικό για να δείτε πως η ανθρωπιά και η φιλία, υπερισχύει των κανόνων του πολέµου.
Είπαµε πως ο Μπίλης έµενε σε ένα επιταγµένο τµήµα του σπιτιού µας από την αρχή της Κατοχής. Το δεύτερο ή τρίτο χρόνο της Κατοχής έγινε ο γάµος του Φουροβασίλη µε τη Σοφία, κόρη του Στρατουδογιάννη, εδώ δίπλα στο σπίτι µας, στον γάµο είχε έρθει και ο Μπίλης, ήταν πολύ κοινωνικός και αγαπητός σε όλους στη γειτονιά, παρ’ όλο που ήταν Γερµανός στρατιώτης, ήταν όµως κάποιας ηλικίας και έβλεπε ότι ο πόλεµος µόνο κακό κάνει.
Μετά από καιρό πήγε στο Ηράκλειο για δυο τρεις µέρες, όταν γύρισε συνάντησε στο στενό πίσω από το σπίτι µας τον Φουροβασίλη, χαιρετηχτήκανε και του λέει ο Μπίλης, δείχνοντας του ένα ολοκαίνουριο 32άρι πιστόλι.
– Κοίτα, ένα ωραίο πιστόλι που µου έδωσε ο φίλος µου στο Ηράκλειο.
– Το δικό µου είναι καλύτερο, του λέει ο Φουροβασίλης
– Έχεις όπλο, Βασίλη;
– Αµέ, έλα να το δεις.
Μπήκανε στο σπίτι του, κι εγώ µαζί τους, τους ακολουθούσα, πάει ο Φουροβασίλης, ανοίγει ένα ντουλάπι χωνευτό στον τοίχο, βγάζει µια τάβλα και τραβάει από πίσω ένα γυαλιστερό 32άρι,
– Νάτο, του λέει, αλλά δεν έχω σφαίρες.
Έφυγε ο Μπίλης κατευθείαν και πάει και βρίσκει τον πατέρα µου, πιο πέρα στο χωράφι.
– Θοδωρή, του λέει, ο Βασίλης είναι τρελός, αυτό και αυτό έγινε, αν ήµουν άλλος θα τον είχα σκοτώσει.
Ακόµη ο Μπίλης, θυµάµαι, αρκετές φορές προσπάθησε να µου µάθει Γερµανικά, όµως εγώ αρνιόµουν, δεν ήθελα να µάθω τη γλώσσα των κατακτητών µας και επί πλέον το µυαλό µου το είχα στα παιχνίδια και στα χωράφια, αν είχα µυαλό θα ήξερα τα Γερµανικά τώρα φαρσί.
* Για την καταγραφή και επιµέλεια του κειµένου Γεώργιος Μανιαδάκης , Συν/χος ∆άσκαλος.